Πέρασαν 40 μέρες που σε χάσαμε και σαράντα πέντε χρόνια πάνε από τότε που χάρη στην Αννούλα μας σε γνώρισα.
Ο μοσχαναθρεμμένος μοναχογιός της οικογένειας του Γιάννη Κωνσταντουδάκη και της Αρτεμισίας. Ο Αντώνης κι ο Αντώνης «μη βρέξει και μη στάξει» σ’ είχε η αξέχαστη πεθερά μου και μάνα σου Αρτεμισία, ο στυλοβάτης της οικογένειας που δυστυχώς έφυγε κι αυτή νωρίς.
Από τότε που σε γνώρισα Αντώνη, μού έκανε εντύπωση το μειλίχιο του χαρακτήρα σου, η καλή σου ψυχή, το χαμόγελό σου, εκείνο το ζεστό σου χαμόγελο που πρόδιδε έναν ευαίσθητο και πρόθυμο να βοηθήσει άνθρωπο. Έναν άνθρωπο με μεγάλα συναισθήματα.
Ερωτευόσουνα ό,τι έκανες, πρώτα απ’ όλα τη γυναίκα σου, μετά τα παιδιά σου που υπεραγαπούσες, αλλά και τη δουλειά σου. «Έκοβε το μάτι σου», «πιάναν τα χέρια σου». Δημιουργούσες αριστουργήματα με την ευαισθησία του καλλιτέχνη. Από εξαίσιους πίνακες ζωγραφικής, ξυλοτυπίας, αλλά ακόμα και κατασκευές μινιατούρων, έφτιαξες με τα επιδέξια χέρια σου και με την καλλιτεχνική φαντασία σου.
Εκεί όμως που ήσουν άφθαστος ήταν στις κατασκευές. Αυτοκίνητο αγωνιστικό, κάγκελα θεσπέσια με ξεχωριστή δεξιοτεχνία από σφυρήλατο σίδερο, ανεπανάλητες κατασκευές απομιμήσεων παλαιών φωτιστικών και άλλα. Μέχρι όπλα κατασκεύαζες Αντών, εύχρηστα, που σε δύσκολες ώρες ξεχωριστής πολιτικής έντασης, με βοήθησαν αφού μου τά δωσες χωρίς συζήτηση και μου φάνηκαν χρήσιμα, όχι ότι θα τα χρησιμοποιούσα αλλά όπως λένε «ο φόβος φυλάει τα έρημα».
Αντώνη της προσφοράς, όπως «ερωτευόσουν» ό,τι έκανες έτσι αγάπησες και τη δουλειά σου ως τεχνικός στο στρατόπεδο του Αη Γιάννη και στις ελληνικές εγκαταστάσεις (αποθήκες καυσίμων κ.λπ.) στο Μαράθι. Εκεί όμως, Αντώνη, δεν ξέρω τι συνθήκες επικρατούσαν γιατί από τότε αδελφέ μου αρρώστησες.
Στην αρχή ήπια αλλά με την πρόοδο του χρόνου η καταραμένη αρρώστια «σκλήρυνση κατά πλάκας» σε έριξε στο κρεβάτι. 15 χρόνια σε τυράννησε βάναυσα.
Δεν μπόρεσα, Αντώνη, να κάνω πράξη την υπόσχεση μου, που όταν σου την έλεγα, παρά την αρρώστια σου, κρυφογελούσες με ικανοποίηση. Δεν μπορέσαμε να σε σηκώσουμε στα πόδια σου. Η αρρώστια σε ρήμαξε και σε οδήγησε στο τέλος πρόωρα.
Αντώνη, 45 χρόνια ζήσαμε μαζί, αδελφός της γυναίκας μου, σε νοιώθω και δικό μου αδελφό, γιατί ποτέ σου δεν μου ‘πες και «μαύρα μάτια έχεις». Με σεβόσουν και μ’ αγαπούσες. Έτσι κι εγώ θα σε θυμάμαι με αγάπη και σεβασμό αδελφέ μου.
Νίκος Αγγελάκης