Για τους περισσότερους η «επιστροφή στις ρίζες» περιγράφει μια επιλογή τόπου διακοπών ή μια νέα ανάγνωση της παράδοσης στο πεδίο της μόδας. Για κάποιους άλλους όμως, που ολοένα πληθαίνουν, η φράση αποτυπώνει μια απόφαση ζωής. Στην περίπτωση του Αντώνη Μαρτσάκη, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν 26 χρόνια αθηναϊκού βίου μέχρι το όνειρο της μετοίκησης στη «μητέρα» Κρήτη να γίνει πραγματικότητα.
Δεινός χορευτής κάποτε και ξακουστός βιολάτορας στον τόπο του, διδάχτηκε από τα 6 του κρητικούς χορούς και από 9 ετών ξεκίνησε βιολί, το παραδοσιακό όργανο των Χανίων, δίπλα στον Κωστή Παχάκη, τον Μιχάλη Κουνέλη και τον Κώστα Παπαδάκη ή «ναύτη». «Από έφηβος, χόρευα και έπαιζα όργανο επαγγελματικά. Ήδη από το λύκειο υπήρχε η παρέα των Κρητικών – η διασκέδασή μας αφορούσε μόνο την κρητική μουσική. Όσο περνούσαν τα χρόνια, αυτός ο κόσμος με τραβούσε όλο και περισσότερο. Με το δίδυμο αδελφό μου επισκεπτόμασταν απομονωμένα χωριά της Κρήτης, συλλέγαμε γνώσεις από σπουδαίους δασκάλους».
Σήμερα, με τέσσερις δισκογραφικές δουλειές στο ενεργητικό του, δηλώνει περήφανος που με τους μουσικούς του έφεραν το βιολί στη θέση που του άξιζε στη συνείδηση του κόσμου, τιμώντας την κρητική κληρονομιά. Στη στροφή των νέων προς την παράδοση τα τελευταία χρόνια ελπίζει πως συνέβαλε κι ο ίδιος με αυτό που μεταδίδει με την εμφάνιση και τη μουσική του, αλλά και με τη συναναστροφή σε γάμους ή πανηγύρια, όπου έρχεσαι κοντά στον καλλιτέχνη.
«Όταν αποκτάς ένα τέτοιο πάθος ενώ μεγαλώνεις στην Αθήνα, είναι φυσικό να προσπαθείς να μοιάσεις σε αυτούς που θαυμάζεις. Ήμουν τυχερός, γιατί γνώρισα πολλές ξεχωριστές μορφές τόσο στο παρουσιαστικό, όσο και στο χορό και τη μουσική, δασκάλους στο βιολί και τη σύνθεση, που με επηρέασαν βαθιά. Το “ξέτρεχα” κιόλας, δηλαδή άκουγα μια πληροφορία ότι υπάρχει ο μπαρμπα-Γιάννης στο τελευταίο χωριό στα Σφακιά και τραγουδάει ωραία ριζίτικα. Πήγαινα λοιπόν να συναντήσω έναν άνθρωπο που είχα δει μόνο σε φωτογραφίες και όταν τον αντίκριζα, δίμετρο, με τα μουστάκια και την κιλότα του, όλο αυτό προσπαθούσα να το κάνω δικό μου. Όσο πιο μικρός είσαι, παθιάζεσαι περισσότερο. Κι όσο έμενα στην Αθήνα αυτή η ανάγκη δυνάμωνε. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και στην επαρχία, να ζηλεύουν δηλαδή την εμφάνιση και τον τρόπο ζωής των Αθηναίων. Εγώ γύρευα το αντίθετο: παλιές λέξεις, διαλέκτους, ωραίο φαγητό. Ένα όμορφα στρωμένο τραπέζι, με πετσέτα υφαντή ή διπλό πιάτο. Εκεί φαίνεται η αρχοντιά της Κρήτης. Όλα όσα έγιναν η καθημερινή μου ζωή».
Όταν καταλαβαίνει πως μπορεί να ζήσει από τη μουσική, αφήνει την καριέρα του στην τράπεζα και φεύγει για την Κρήτη. «Δεν γινόταν διαφορετικά, κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνα το καράβι για το νησί. Μου αρέσει το χωριό μου, τα Χαρχαλιανά Κισσάμου. Εδώ θα μαζέψω τις ελιές μου, θα βάλω τα κηπευτικά μου, θα πάω στις “κουρές” των φίλων μου. Ζω πιο “πίσω” κι από τους Κρητικούς, και έτσι νομίζω πως τους βοηθώ να θυμηθούν πράγματα που τα είχαν λησμονήσει».
Ανάλογα με τη στιγμή και την ατμόσφαιρα , θα πιάσει το βιολί ή θα χορέψει. «Πολλές φορές ανατριχιάζω και με τα κομμάτια που παίζω ο ίδιος. Βάζοντας στο νου το συνθέτη ή το ποιοι τα έχουν ερμηνεύσει, μεταφέρομαι σε μια άλλη διάσταση».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΥΡΤΩ ΚΡΙΤΣΩΤΑΚΗ
Photo: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΥΔΗΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ STYLING: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΡΑΧΩΝ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.