«Λέει ψέμματα κυρία πρόεδρε, λέει ψέμματα. Έκανε σουμο και φοβήθηκε τον Παύλο;». Η φωνή του πατέρα του Παύλου Φύσσα που έσπευσε να πλησιάσει την έδρα για να τον ακούσει η πρόεδρος, ήταν η αντίδραση σε όσα ισχυρίζεται απολογούμενος ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του παιδιού, Γιώργος Ρουπακιάς.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε και πάλι στο δικαστήριο πως ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου και πανικού έβγαλε το πτυσσόμενο μαχαίρι και χτύπησε τον μουσικό χωρίς να θέλει να τον σκοτώσει.
Μετά από δεκάδες συνεδριάσεις που η Μάγδα Φύσσα δεν έλειψε από τη δίκη, σήμερα ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία του γιου της απολογείται, χωρίς η ίδια να βρίσκεται στην αίθουσα. Παρών ο πατέρας του Παύλου Φύσσα που από το πρωί ακούει τον Ρουπακιά να εξιστορεί με τον δικό του τρόπο όσα έγιναν πριν ο γιος του πέσει νεκρός τα ξημερώματα της 18ης Σεπτεμβρίου 2013.
Ο Γιώργος Ρουπακιάς περιέγραψε ότι το απόγευμα της 17ης Σεπτεμβρίου ο Πατέλης γύρω στις 8 παρά το βράδυ του είπε να πάρει τρικάκια από το Περιστέρι, γιατί θα μιλούσε την Πέμπτη στη Νίκαια ο Μιχαλολιάκος. «Πήγα κάπου στην πλατεία Μπουρναζίου. Έμεινα εκεί περίπου 1,5 ώρα, γιατί δεν τα είχε έτοιμα. Έφυγα γύρω στις 22:30» ανάφερε ο Ρουπακιάς, χωρίς να μπορεί να πει, αν και δέχθηκε πολλές ερωτήσεις από την πρόεδρο, σε ποιο τυπογραφείο πήγε το επίμαχο απόγευμα.
Όπως ανέφερε, αφού έδωσε τα τρικάκια στον συγκατηγορούμενό του Ι.Καζαντογλου, έμαθε ότι είχε «εγκλωβιστεί κάποιος δικός μας στο Κοράλλι» και πήγε μαζί με την μοτοπορεία προς την καφετέρια.
Μετά το ραντεβού ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε πάλι προς την τοπική. Στο σημείο είδε Κομιανό, Σταμπέλο, Δήμου και Σκάλκο. Στη δήλωση Ρουπακιά, ο Κομιανός πετάχτηκε από το εδώλιο, λέγοντας: «εμένα ρε; Εμένα;».
«Ήταν όλοι με αναμμένες μηχανές. Ήταν 8-10 μηχανές και κάποιες είχαν 2 άτομα. Τους ακολούθησα με το αμάξι…Φτάσαμε στο Κοράλλι, την καφετέρια. Βλέπω τον Παύλο Φύσσα, μέχρι τότε δεν τον ήξερα, με καμία εικοσαριά άτομα. Είχε τελειώσει ο αγώνας και δεν ξέρω αν ήταν παρέα του όλοι αυτοί ή απλώς θαμώνες . Ήταν όλοι σταματημένοι μπροστά από την καφετέρια. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα».
Αυτή του η φράση εξόργισε τον πατέρα του Παύλου Φύσσα που φώναξε «Είσαι ψεύτης!», από το σημείο που καθόταν.
«Ήταν ο Φύσσας με καμία εικοσαριά άτομα. Έκοψαν μετά οι μηχανές, έκοψα κι εγώ και κοιταχτήκαμε με τον Φύσσα και μου φώναξε: «Γ..το σπίτι σου». Ήταν μικρό το στενό, έκοψαν οι μηχανές, έκοψα κι εγώ. Δεν του απάντησα και άνοιξα την πόρτα για να κατέβω. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας της ομάδας ΔΙΑΣ και μου χτυπάει το καπό και μου λέει «έλα, έλα», σαν να μου λέει «φύγε». Έφυγα πήγα λίγο πιο κάτω και άφησα το αυτοκίνητο, αλλά ήταν το μισό απ’ έξω. Βλέπω στο αντίθετο ρεύμα της Παναγή Τσαλδάρη μια θέση. Περίμενα να περάσουν 2 αυτοκίνητα και πήγα στο αντίθετο ρεύμα για να μπω να παρκάρω».
Πρόεδρος (Π): Οι αστυνομικοί είπαν ότι υπήρχαν άνθρωποι με κοντάρια και λοστούς.
Κατηγορούμενος (Κ): Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα
Π: Γιατί να το πουν αυτό οι αστυνομικοί;
Κ: Δεν ξέρω, αλλά δεν ήταν λογικό.
Π: Άρα είναι αναληθής αναφορά των αστυνομικών;
Κ: Έχει κάνει πολλές αναληθείς αναφορές η αστυνομία. Το ξέρετε.
Όπως είπε ο Ρουπακιάς: «Μόλις άφησα το αυτοκίνητο βλέπω στο δρόμο τον Φύσσα με 3-4 άτομα ακόμα. Είναι 2-3 μέτρα πιο πίσω του τα άτομα. Είναι μια παρέα. Φωνές άκουγα αλλά δεν ξέρω από που. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Είχαμε απόσταση 4 μέτρα. Έγιναν όλα σε δευτερόλεπτα. Μάλλον με θυμήθηκε και μου λέει «τι είναι ρε;» κι έρχεται κατά πάνω μου. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου, τράβηξα χειρόφρενο και τράβηξα ένα πτυσσομενο μαχαίρι που είχα..»
Π: Μισό λεπτό. Γιατί πήρατε μαχαίρι; Ήσασταν στο αμάξι..
Κ: Τι να έκανα; Να έκλεινα τις ασφάλειες; Είχα ανοιχτά παράθυρα.
Π: Σήμερα αυτό θα κάνατε;
Κ: Ε, τι θα έκανα;
Π: Είχατε την ευχέρεια να φύγετε. Όπου σας βγάλει ο δρόμος
Κ: Πως να φύγω; Είχε κίνηση.
Π: Να κλείσετε ασφάλειες και παράθυρα. Κρατούσε μαχαίρι ή κάτι;
Κ: Όχι δεν κρατούσε. Αλλά ήταν ένα δευτερόλεπτο μακριά και είχε και 3-4 άτομα μαζί.
Π: Εσείς πήγατε να βοηθήσετε κάποιον στο Κερατσίνι υποτίθεται. Γιατί σταματήσατε εκεί; Μήπως ο προορισμός σας ήταν ο Φύσσας εξ ου και σταματήσατε εκεί;
Κ: Όχι, δεν τον ήξερα. Ήξερα ότι θα τους κυνηγήσουν; Ότι θα πέσω πάνω του την ώρα που παρκάρω; Αυτός σκέφτηκε προφανώς ότι πάμε να τον κυκλώσουμε, όχι ότι εγώ πάω να παρκάρω. Υπέθεσα ότι τους κυνήγησαν οι Χρυσαυγίτες και όταν με είδε μπροστά του σκέφτηκε ότι πάμε να τους κυκλώσουμε.
Στην συνέχεια ο Ρουπακιάς περιέγραψε τα κρίσιμα δευτερόλεπτα: «Στο αυτοκίνητο είχα ένα μαχαίρι. Και άνοιξα την πόρτα. Αν δεν είχα το μαχαίρι θα άνοιγα να φύγω πεζός. Θα ήταν η τελευταία λύση γιατί θα με έφταναν. Είχα το μαχαίρι. Βγαίνω έξω, κάνω ένα βήμα στο πεζοδρόμιο κι αρχίζει ο Φύσσα να με χτυπάει με γροθιές στο κεφάλι. Κρατώντας το μαχαίρι έκανα τα χέρια μου προς τα πάνω για να προστατευθώ. Ήταν πιο ψηλός από εμένα. Τα σήκωσα για να προστατέψω το κεφάλι μου. Του έριξα με το μαχαίρι στα πόδια για να κάνει πίσω. Όπως πήγα για τη δεύτερη είχε σκύψει και τον πέτυχα στην καρδιά.
Π: Ο Ιατροδικαστής βρήκε σε εσάς χτυπήματα; Έχετε δει την έκθεση;
Κ: Έχω μαλακό τριχωτό κεφαλής και μου βρήκε κάποιες εκδορές. Στην έκθεση δεν αναφέρεται τίποτα.
Π: Η διαφορά ύψους με τον Φύσσα ποια ήταν;
Κ: Ένα κεφάλι περίπου…
Π: Την πρώτη φορά που τον χτυπήσατε;
Κ: Στο πόδι..
Π: Όταν σκοπός κάποιου δεν είναι να σκοτώσει, επιλέγει μέρη που δεν είναι ζωτικά και τον αποδυναμώνει. Η συνέχεια γιατί χρειαζόταν;
Κ: Δεν έχω εμπειρία από τέτοια, δεν έχω απασχολήσει ποτέ εγώ. Ούτε στο γήπεδο ούτε πουθενά. Το μόνο που θέλεις εκείνη την ώρα είναι να φύγεις από το χέρια του.
Π: Τα χέρια ενός ανθρώπου που σύμφωνα με τον ιατροδικαστή δεν σας έχει καταφέρει πλήγμα.
Κ: Ούτε να τον τραυματίσω ήθελα.
Π: Βρέθηκαν χτυπήματα στον θώρακα και στην καρδιά
Κ: Όταν σε βαράει ο άλλος κι είσαι σκυμμένος, πάνω στην ταραχή και την τρέλα δεν καταλαβαίνεις. Την ώρα που τρως ξύλο…
Π: Ναι που ξύλο βέβαια δεν προκύπτει
Κ: Έχει γίνει μια απλή ανθρωποκτονία και… το πήγαν πολιτικά και το έκαναν…
Π: Δεν μπορείτε ποτέ να λέτε απλή άνθρωποκτονία είναι ασέβεια… .
Η απολογία συνεχίζεται
Η ένταξή του στη Χρυσή Αυγή
Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος του Παύλου Φύσσα αναφέρθηκε εκτενώς και στη σχέση του με τη Χρυσή Αυγή πως εντάχθηκε σε αυτή και τί ακριβώς έκανε.
«Ημουν υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής. Το καλοκαίρι του 2012 πήγα για πρώτη φορά στην τοπική της Νίκαιας. Δεν με πήγε κάποιος, διάβασα στο ίντερνετ και πήγα με τη σύζυγό μου. Στην αρχή πηγαίναμε αραιά και μετά πιο τακτικά» είπε ο Γιώργος Ρουπακιας στο δικαστήριο, εξηγώντας ότι όταν λέει «υποστηρικτής» της οργάνωσης, εννοεί ότι δεν είχε γραφτεί ποτέ και δεν είχε δώσει τη σχετική συνδρομή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως άλλαζε κάτι στη σχέση του με την οργάνωση.
«Στην αρχή βοηθούσα όποτε μου ζητήσουν, αν και στη συνέχεια έγινα κάτι σαν βοηθός του Τσακανίκα, επειδή έμενε μακριά στη Γλυφάδα και δούλευε ο άνθρωπος. Όποτε καθόμουν εγώ στο πόδι του. Οι αρμοδιότητες ήταν να πουλάμε κουπόνια για οικονομική ενίσχυση που έδινε ο Πατέλης, η πώληση ρούχων της Χρυσής Αυγής και είχα πάει και κάποιες φορές στη Μεσογείων να φέρω πράγματα» περιέγραψε στο δικαστήριο.
Σχετικά με τη φράση του «χρυσαυγίτης δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, χρυσαυγίτης πεθαίνεις» ισχυρίστηκε ότι την είχε ακούσει από τον βουλευτή Αλεξόπουλο και τον είχε εντυπωσιάσει. «Είχα πάει στη κατασκήνωση στη Νέδα. Κάποια στιγμή ανακάλυψα τα όπλα και ρώτησα τον Πατέλη «τι είναι αυτά εδώ πέρα», μου είπε ότι τα «έφερε ένας συναγωνιστής», αλλά ήταν με πλαστικές σφαίρες. Και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, παρά μόνο για να φωτογραφηθούμε. Ο Πατέλης έριξε μια στον αέρα για να φωτογραφηθεί» σχολίασε σχετικά με της φωτογραφίες από την επίμαχη κατασκήνωση.
Για τον όρκο που έδιναν τα μέλη της Χρυσής Αυγής, ο κατηγορούμενος είπε: «Στη Νέδα ήμασταν ο Καζαντόζγλου, ο Πατέλης και ο Τσακανίκας, με τον τελευταίο να διαβάζει ένα κείμενο. Ήμουν κι εγώ και άλλοι δυο εκεί. Όταν τελείωσε αυτό που διάβαζα, είπαμε ένα «ορκίζομαι». Ηταν ανούσιο τελείως. Δεν θυμάμαι τι έλεγε. Ξέρω ότι ήταν κάποιος αρχαίος ελληνικός όρκος. Τελειώσαμε με ένα χαιρετισμό που είναι αρχαίος ελληνικός, που κάποιοι λένε για τον Χίτλερ. Σημασία έχει τι νιώθεις εκείνη την ώρα».
Μάλιστα, λίγο αργότερα ξέσπασε και είπε στην Πρόεδρο «Ποτέ πρόλαβε η πατρίδα μας και γέμισε με 600.000 ναζιστές; Εμείς χαιρετούσαμε έτσι επειδή ήταν αρχαίος χαιρετισμός, όχι για να υμνήσουμε τον Χίτλερ».