Με τι μας «στόλιζαν» οι καθηγητές μας που τους «στολίζαμε» και μεις δεόντως γιατί δεν είμασταν φρόνιμα παιδάκια!
Ασουρμπανιμπάλ: Περράκης, καθηγητής Μαθηματικών.
– Μωρή Κτιστάκη, κακό χρόνο να ‘χεις πάλι δεν έγραψες; Πήγαινε μωρή, να βόσκεις χοχλιούς, ανώμαλη.
Κτιστάκη ήταν η Λελέ που σκοτώθηκε το γελαστό κορίτσι σε τροχαίο, στα 20 της χρόνια.
Κτιστάκη: Αμάν, η κακομοίρα, χόρευα shake στο θρανίο απ’ τον φόβο μου αλλά παρ’ όλα αυτά χαχάνιζα κιόλας.
Kaptain: Καπετανάκης, φιλόλογος.
– Εσύ παιδί μου Πιπεράκη, ή θα γελλάς σας την ηλίθια ή θα μασάς σαν την αγελάδα.
– Έξω Κωνσταντουδάκη. Χαζή, αναιδέστατη.
– Μα κύριε, εγώ μίλησα;
– Έξω, μωρή, ξεσηκώνεις τη τάξη!
– Κτιστάκη!!!
– Θου – Βου: Βουράκης, μαθηματικός.
– Κτιστάκη, παιδί μου, πρόσεξε στο μάθημα, για το καλό σου. Έε, παιδάκι μου θα μείνεις και θα ξαναμείνεις και πάλι θα ξαναμείνεις. Βλακέντιες είστε λέω μερικές.
– Συγνώμη, κύριε, πρόσεχα αλλού.
– Μην προσέξεις σε αλλότρια!
Γέεελια εμείς!
– Kaptain: Καπετανάκης
– Κωνσταντουδάκη, έλα στο μάθημα.
– Κύριε, πέθανε η γιαγιά μου χτες, δεν μπορώ να πω μάθημα. Είμαι θλιμμένη!
– Πάλι; Προχθές μωρε δεν ξαναπόθανε;
Μπούλης: Μανουσάκης
Γαροφαλάκη, να σε πω αγελάδα λίγο σου είναι, να σε πω γαϊδάρα και αυτό λίγο σου είναι, έε, τι να σε πώ,
μωρή!
Θου – Βου: Βουράκης
– Εσύ παιδί μου, Πετράκη, να μη προσέχεις, μα θα μείνεις και θα ξαναμείνεις και θα δώσεις και πάλι θα δώσεις και στο τέλος θα κλαις και θα ‘ρθεις να μου ζητάς μια με δυό μονάδες και γώ τότε θα σου πώ: Θυμάσαι;!!!
– Εσένα πως σε λένε; (ήταν καινούργια)
– Κωνσταντουδάκη
– Πέρασε έξω γρήγορα!
– Πρόσεξε παιδί μου Στεφανουδάκη. Μη λες τερατώδεις βλακείες.
– Γαροφαλάκη, είσαι ηλίθια, είσαι αγελάδα εε, δεν φτάνει αυτό, είσαι και μουλάρα.
– Γεωργουσάκη, παιδί μου, διάβαζε πιο δυνατά (Η Στέλλα πέθανε νέα με λευχαιμία νομίζω)
– Διαβάζω, κύριε.
– Άμα δε λες μάθημα, ακούγεσαι απ’ την Αγορά και άμα βγαίνεις στο μάθημα καταπίνεις τη γλώσσα σου.
Καϋμένη Στέλλα, πόσο καλή ήσουν. Πόσο σ’ αγαπούσαμε και σένα.
Μπούλης: Μανουσάκης
– Ανδρεαδάκη έβγα έξω γαϊδάρα! Και της καθίζει μία, μ’ ένα βιβλίο.
Πέταγε μ’ ένα καθρεφτάκι τον ήλιο στα πρόσωπά μας, και του ‘ρθε και του Μανουσάκη κατάμουτρα. Αμάν, τι έγινε.
Ασουρμπανιμπάλ: Περράκης.
– Τσικουδάκη γράφεις κουζουλογραφίες. Γράφε ψηλά-ψηλά και σε περιπαίζει η Λιμογιάννη η «Καλλιόπη» Ξενούλα τη λένε, Καλλιόπη την έλεγε ο Περράκης γιατί την έστειλε μια φορά για τιμωρία να καθαρίσει τις τουαλέτες. Και μένα μαζί, επειδή πειράζαμε τον Μανουσάκη και μας είχε βγάλει έξω.
Φουριόζος: Κνιθάκης
Σταματάτε, ή σταματάτε ή βγαίνω έξω. Το κλιμάκιο έφθασε, τετράδια, πρακτικό γραφείο. Ανεπίσημος διαταγή ήλθε σήμερα το πρωί και βρίσκεται ο Επιθεωρητής στην Πάτρα και εντός ολίγων ημερών θα φτάσει στη Κρήτη.
– Σκασούρα μας, κύριε!
– Σκασμός, σκασμός, μη τραγουδάτε Θεοδωράκη, απαγορεύεται!
Μετά την εκδρομή στο γραφείο!
– Μπαά! Τι έκανε ο «Περιγιάλλι το κρυφό» στη χούντα; Της κρύφτηκε; Θα το τραγουδάμε. Και τραγουδούσαμε όλοι μαζί.
Το γλυκό μας λεύκωμα. Τόσο κυνηγημένο απ’ τους καθηγητές. Το διακινούσαμε, στο μάθημα, και δεν προσέχαμε. Αλλά στο τέλος της μαθητικής μας ζωής, στις τελευταίες μέρες, μας έγραψαν και οι ίδιοι. Πόσο πολύτιμο, σήμερα που το διαβάζω. Θα καλέσω τις φίλες μου, τις συμμαθήτριές μου που με θυμήθηκαν και φέτο και τις αγαπώ, στην γιορτή μου, να ‘ρθουν να το διαβάσομε παρέα ξανά. Και να θυμηθούμε και αυτούς που «έφυγαν» αλλά και τις σκανταλιές μας και τα γέλλια μας και τις φάρσες που σκαρώναμε όλοι μαζί.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη