Με αίτηση της (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) η αιτούσα Τράπεζα ζήτησε να διαταχθεί η διενέργεια νέου πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 200.000 ευρώ, επειδή ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε δύο φορές, λόγω έλλειψης πλειοδοτών. Το ποσό αυτό (200.000 ευρώ), ήταν σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, κατώτερο του ποσού των 400.000 ευρώ που ορίστηκε δυνάμει προηγούμενης απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία διορθώθηκε η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως προς την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου και, συνακόλουθα, ως προς την τιμή της α’ προσφοράς. Να σημειωθεί επίσης ότι κατά την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, η ως άνω ακίνητη περιουσία είχε εκτιμηθεί από την αιτούσα τράπεζα στο ποσό των 600.000 ευρώ.
Το Δικαστήριο είπε ότι “αν και η εκτίμηση αυτή έγινε περί το έτος 2005, προτού ξεσπάσει στη χώρα μας η οικονομική κρίση εξ αιτίας της οποίας ματαιώνονται πολλοί πλειστηριασμοί, η ματαίωση ωστόσο των πλειστηριασμών οφείλεται όχι στις υψηλές τιμές της α’ προσφοράς (αφού πολλά από τα κατασχεθέντα ακίνητα παραμένουν απούλητα, ακόμα και αν ως α’ προσφορά ορίζονται τιμές εξευτελιστικές, σε σχέση με τα δάνεια που λήφθηκαν και τις προσημειώσεις που εγγράφηκαν, προκειμένου να αγοραστούν αυτά), αλλά στην έλλειψη ρευστότητας, που πλήττει γενικά την αγορά, καθώς και στη μεγάλη φορολόγηση και τις λοιπές επιβαρύνσεις των ιδιόκτητων ακινήτων, που επίσης αποτρέπει τους επίδοξους αγοραστές. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν είναι δυνατόν να μετακυληθεί μόνο στους δανειολήπτες – οφειλέτες, οι δε τράπεζες να παραμένουν αλώβητες και να δύνανται, αφ’ ενός μεν να εκπλειστηριάζουν τα κατασχεθέντα ακίνητα σε τιμές πολύ κατώτερες των πραγματικών, αφ’ ετέρου δε να εξακολουθούν να απαιτούν από τους δανειολήπτες ολόκληρο το κεφάλαιο, που χορήγησαν σε αυτούς, προκειμένου οι τελευταίοι να αγοράσουν τα κατασχεθέντα ακίνητα, καθώς και τους τόκους και τα έξοδα, κατάσχοντας, πολλές φορές, και άλλα στοιχεία της περιουσίας τους. Τέλος είπε ότι τα παραπάνω εκτιμήθηκαν και κατά την έκδοση προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου αυτού, “η οποία προ ολίγων μηνών και εν μέσω οικονομικής κρίσης, όρισε το ποσό των 400.000 ευρώ ως τιμή α’ προσφοράς του κατασχεθέντος”.
Με αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο απέρριψε την υπό κρίση αίτηση ως αβάσιμη.