Στο δρόμο για τον βορειοανατολικό Μυλοπόταμο, παραμονή των Χριστουγέννων, ο καπνός από τις καμινάδες των σπιτιών, οι παρέες που παίζουν το γνωστό «Θανάση» στα λιγοστά καφενεία, μια στάση σε ένα μπακάλικο παλιάς εποχής, με τους τοίχους γεμάτους κορνίζες παλαιών πολιτευτών του Ρεθύμνου, όλα θυμίζουν Κρήτη.
Μέχρι να φτάσεις στο ιστορικό μοναστήρι της Χαλέπας πάνω από το Κρυονέρι και τα Αγρίδια του Μυλοποτάμου. Τα ερειπωμένα κτήρια, τα συντρίμμια μιας άλλης εποχής σε γυρνάνε πέντε αιώνες πίσω, κάπου στο 1555 όταν χτίστηκε η ιστορική Μονή, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και τη Γέννηση.
Oι πρώτες γνωστές γραπτές πληροφορίες για την ιστορία της Mονής προέρχονται από πέντε βενετσιάνικα νοταριακά έγγραφα της περιόδου 1555-1625, τα οποία αναφέρονται κυρίως σε περουσιακά στοιχεία του μοναστηριού. Σε όλα τα έγγραφα η Mονή αναφέρεται ως γυναικεία. Aυτήν τη σημαντική πληροφορία ενισχύει και μία επιστολή των καλογρεών τω άκρω αρχιερεί, πιθανότατα προς τον πατριάρχη Aλεξανδρείας Mελέτιο Πηγά (1590-1601), προς τον οποίο εκθέτουν τις απόψεις τους για τη διένεξη που είχαν με την ηγουμένη Yπομονή. Eπιβεβαιώνεται έτσι η δραματική πληροφορία του Ρεθυμνιώτη ποιητή Mαρίνου Tζάνε Mπουνιαλή, ότι οι Tούρκοι ατίμασαν και κατέσφαξαν τις μοναχές του Xριστού και της πλησιόχωρης Aγίας Mαρίνας.
Το μοναστήρι για πολλούς αιώνες κυριάρχησε στους αγώνες για την Ελευθερία με ξεχωριστό ρόλο κατά την απελευθέρωση του Μυλοποτάμου από τους Τούρκους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Mονή ερημώθηκε εντελώς. O τελευταίος ηγούμενός της, Tιμόθεος Δακανάλης, παρέμεινε εκεί ακόμη κι όταν αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όταν αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, λεηλατήθηκαν στην κυριολεξία οι θησαυροί της. O διορισμός του ιερομονάχου Kαλλινίκου Bάμβουκα ως ηγουμένου δεν απέδωσε, αφού ασκούσε τα καθήκοντά του από τη Μονή Δισκουρίου μέχρι το 1990 που πέθανε.
Σήμερα ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος Αουάντ, γεννημένος στην Παλαιστίνη, γόνος πολύτεκνης οικογένειας με πατέρα Ιερέα χτίζει τη νέα φάτνη του Μυλοποτάμου. Έχοντας ήδη αναλάβει την ανακαίνιση του Καθολικού της Μονής και άλλων κτισμάτων με όλες του τις δυνάμεις ανάβει τη φλόγα της ζωής στην ιστορική Μονή.
Ο ίδιος παλαιότερα είχε δηλώσει:
«Με τράβηξε η ιστορία, η παλαιότητα. Και αποφάσισα να μείνω. Ήμουν ο πρώτος μοναχός που μπήκα. Είμαι μόνος εδώ, ολομόναχος», λέει και περιγράφει την καθημερινότητά του: «Καθημερινά κάνω τις Ακολουθίες στο μοναστήρι. Λειτουργώ και σε οικισμούς εκ περιτροπής με τη μονή και έπειτα όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές εργασίες που χρειάζονται. Τρέχω για όλα εγώ. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι εθελοντές. Δόξα τω Θεώ! Δεν έχω παράπονο. Έχω τη στήριξη του επισκόπου και των πατέρων της Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και είμαι ευγνώμων».
«Η μοναχική ζωή είναι δύσκολη για κάποιον που δεν γνωρίζει τι σημαίνει. Άλλο μοναχισμός και άλλο μοναξιά. Μοναξιά δεν έχω νιώσει ποτέ», αναφέρει.
Μια Μονή που την με την ταπεινότητα του σπηλαίου της Βηθλεέμ φιλοξενεί δεκάδες ντόπιους αλλά και επισκέπτες κατά τη νυχτερινή Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το Αγιορείτικο τυπικό.
Ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος με τις μνήμες του πολέμου από την Παλαιστίνη γίνεται ζωντανός φορέας του αστεριού της Βηθλεέμ σε όλο τον Μυλοπόταμο, σε όλη την Κρήτη.