Γράφει ο Χρήστος Τσαντής
Η απάντηση ενός επισκόπου στον Ρίχτερ… το 1941 :
«Ποτέ Κρητικός δεν κακοποίησε αιχμαλώτους, γιατί η κακοποίηση ανυπεράσπιστων είναι δείγμα ανανδρίας, ιδιότητα που δεν έχουν οι Κρητικοί»
Ανασκαλεύοντας ιστορικά αρχεία βρίσκει κανείς ότι τα επιχειρήματα του κυρίου Ρίχτερ έχουν τη ρίζα τους στις πρώτες επίσημες τοποθετήσεις της ναζιστικής κατοχικής διοίκησης στο νησί. Ο Γερμανός ιστορικός μπορεί να μην έκανε τον κόπο να ρωτήσει για την πραγματική ιστορία του πίνακα του Βλαχάκη για τη Μάχη της Κρήτης, όμως φαίνεται πως δεν δυσκολεύτηκε να βρει και να επαναδιατυπώσει τις τοποθετήσεις του στρατηγού Αντρέ, του Στρατιωτικού Διοικητή της Festa Creta, του Φρουρίου Κρήτη.
Ο κύριος Ρίχτερ μιλά για συμπεριφορά μη σύμφωνη προς τους κανόνες του δικαίου που διέπει τον πόλεμο, καθώς και για ανορθόδοξο πόλεμο από την πλευρά των Κρητικών, γεγονός που εναντιώνεται στη Συνθήκη της Χάγης! Θεωρεί ο κύριος Ρίχτερ ότι η Κρητική αντίσταση προκλήθηκε έπειτα από Βρετανικό σχέδιο και αυτό ήταν το γεγονός που οδήγησε τους ναζί σε αντίποινα!
Τα πρώτα μέτρα των εισβολέων
Στις 1 Ιούνη του 1941 ανακοινώνεται στους κατοίκους του νησιού ότι επιτάσσονται όλα τα τρόφιμα και τα γεωργικά προϊόντα. Όλα τα οικοδομικά υλικά. Επιβάλλεται υποχρεωτική εργασία στους κατοίκους. Δεν αναγνωρίζονται ιατρικά πιστοποιητικά ακαταλληλότητας προς εργασία. Καθένας που δεν μπορεί να εργαστεί για τα στρατεύματα κατοχής θα τους καταβάλλει πρόστιμο. Ο στρατηγός Αντρέ, στρατιωτικός διοικητής Κρήτης, βγάζει φιρμάνια και απαγορεύσεις που σε περίπτωση παραβίασης τιμωρούνται με θάνατο, όπως: «Απαγορεύεται η κυκλοφορία από τις 8 το απόγευμα έως τις 5 το πρωί. Απαγορεύεται η ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών, πλην Γερμανικών και τον κατεχόμενο της Αθήνας. Απαγορεύονται τα τροχοφόρα που δεν έχουν άδεια από τις αρχές κατοχής. Απαγορεύονται τα γράμματα και επιστολές στα ελληνικά. Απαγορεύεται η παροχή ασύλου σε Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιωτικούς. Απαγορεύτηκε η κατοχή όπλων, ακόμα και κυνηγετικών».
Πολύ γρήγορα οι Γερμανοί μπαίνουν στα σπίτια, αρπάζουν τρόφιμα και ζώα, σκοτώνουν χωρίς καμία αφορμή, λεηλατούν και καίνε χωριά και γυναικόπαιδα, τουφεκίζουν ομαδικά πολίτες στα χωριά των Χανίων: Αλικιανά, Σκηνές, Αγυιά, Κυρτόμαδο, Κοντομαρί, Περβόλια, Σταλό, Γαλατά, Δαράτσο, Μάλεμε, Μόδι, Ταυρωνίτη, Κολυμβάρι, Πλατανιά, Δραπανιά, Βατόλακκο, Μεσκλά, Στέρνες Ακρωτηρίου, αλλά και σε όλους τους νομούς της Κρήτης.
Η Επιτροπή των Χανίων
Τον Ιούνη του 1941 δημιουργήθηκε στα Χανιά μία επιτροπή με τον επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, τον τέως πρόεδρο Εφετών Κρήτης Εμμ. Πανηγυράκη, τον δικηγόρο, πολιτικό και δημοσιογράφο Κυριάκο Κωνστ. Μητσοτάκη, τον πρόεδρο του εμπορικού συλλόγου Χαρ. Πωλογιώργη και τον γιατρό Γιάννη Παΐζη. Αυτή η επιτροπή επεδίωξε συνάντηση, μαζί με τον διορισμένο δήμαρχο Χανίων Ν. Σκουλά, με τον στρατηγό Αντρέ. Το αίτημα αυτό υπέβαλλαν γραπτά και προφορικά στο λοχαγό Βαλέ αρμόδιο για την Πολιτική Διοίκηση Κρήτης.
«Σας παρακαλούμε να εισηγηθείτε στον Ανώτατον Στρατιωτικόν Διοικητήν Κρήτης να διατάξει την παύση των τουφεκισμών και των διώξεων αμάχων και αθώων πολιτών», είπε ο επίσκοπος εκ μέρους της επιτροπής στο λοχαγό Βαλέ, ο οποίος τους απάντησε ότι αν θέλουν να τους δεχθεί ο στρατιωτικός διοικητής θα πρέπει να υποδείξουν στο λαό να συνεργάζεται φιλικότατα με το στρατό κατοχής των ναζί. Σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Γιάννης Τσίβης στο βιβλίο του «Χανιά 1941-1945, κατοχή και αντίσταση» (2015, εκδόσεις Έρεισμα) τα μέλη της επιτροπής δεν ακολούθησαν τις οδηγίες του λοχαγού. Δεν έκαναν δηλαδή κάποια υπόδειξη στους πολίτες. Κι ενώ οι εκτελέσεις, οι σφαγές γυναικόπαιδων και η λεηλασία της φυτικής και ζωικής παραγωγής του νησιού συνεχιζόταν ειδοποιήθηκαν τα μέλη της επιτροπής και ο δήμαρχος ότι ο στρατηγός Αντρέ θα τους δεχόταν τελικά στις 18 Ιούλη του 1941.
Τα επιχειρήματα Ρίχτερ μέσα από τα λόγια του στρατηγού Αντρέ
Ο «θαυμασμός» του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης των ναζί καταγράφηκε στις θηριωδίες και τα εγκλήματα των Γερμανών, όπως στη μαρτυρική Κάνδανο.
Στο αίτημα της επιτροπής για να σταματήσουν οι τουφεκισμοί και οι εκτελέσεις ο στρατηγός Αντρέ απάντησε τα εξής: «Προ της καθόδου μου στην Κρήτη μελέτησα την ιστορία και θαύμασα τους πολυάριθμους αγώνες του κρητικού λαού ενάντια στους Τούρκους. Σήμερα, τον αγώνα του κρητικού λαού εναντίον μας τον βρίσκω εντελώς αδικαιολόγητο και παράνομο. Δεν πολεμήσατε ενάντια στους Άγγλους που ήθελαν να σας κατακτήσουν και πολεμήσατε εμάς που θέλαμε να διώξουμε τους Άγγλους. Μας πολέμησαν οι πολίτες και όχι ο στρατός παραβαίνοντας το Διεθνές Δίκαιο. Αξίζεται μεγάλης τιμωρίας γιατί κακοποιήσατε αιχμαλώτους Γερμανούς και ακρωτηριάσατε νεκρούς στρατιώτες μας».
Αυτά ακριβώς που είπε τότε ο εκπρόσωπος των εισβολέων είναι τα επιχειρήματα του κυρίου Ρίχτερ. Και σε κάποιες περιπτώσεις δεν έκανε τον κόπο να αλλάξει ούτε τις λέξεις!
Η απάντηση του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη
«Οι Άγγλοι δεν ήρθαν στην Κρήτη σαν κατακτητές. Ήλθαν σαν σύμμαχοι του ελληνικού κράτους», απάντησε στον Γερμανό στρατηγό ο επίσκοπος*. «Ο κρητικός λαός κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να πολεμήσει σύμφωνα με τις χιλιόχρονες παραδόσεις του για τη λευτεριά του και για τη σωτηρία της πατρίδας του. Οι βανδαλισμοί, ακρωτηριασμοί νεκρών, κακοποιήσεις αιχμαλώτων είναι έργα εντελώς ξένα και άγνωστα στην ιστορία του λαού της Κρήτης. Ποτέ στο παρελθόν, στους αναρίθμητους αγώνες του κρητικού λαού δεν έγιναν βανδαλισμοί ούτε ακρωτηριασμοί νεκρών. Και τούτο γιατί οι νεκροί στρατιώτες, άσχετα με την εθνικότητα και τη θρησκεία τους, ήταν πάντα σεβαστοί. Ποτέ Κρητικός δεν κακοποίησε αιχμαλώτους, γιατί η κακοποίηση ανυπεράσπιστων είναι δείγμα ανανδρίας, ιδιότητα που δεν έχουν οι Κρητικοί. Οι τουφεκισμοί αμάχων πολιτών είναι αδικαιολόγητοι και προκαλούν διαταραχή».
Η προσπάθεια ενοχοποίησης του πληθυσμού για δήθεν κακομεταχείριση αιχμαλώτων, επιχείρημα με το οποίο οι ναζί ήθελαν να καλύψουν το μίσος απέναντι στον κρητικό λαό που αντιστάθηκε γενναία στους εισβολείς, ήταν μία ακόμα προπαγανδιστική τακτική της Γερμανίας. Είχε προηγηθεί ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, το στημένο επεισόδιο στα Γερμανοπολωνικά σύνορα, σφαγές που διεπράχθησαν από Γερμανικά στρατεύματα και ύστερα αποδόθηκαν με τον μηχανισμό της προπαγάνδας σε άλλους. Η προπαγάνδα του Γκέμπελς δούλευε καλά! Η ίδια προπαγάνδα επιστρατεύτηκε στην περίπτωση της Κρήτης για να δικαιολογηθούν οι φρικαλεότητες των ναζί σε βάρος του λαού.
Ο κύριος Ρίχτερ εκφράζει με το έργο του μία ακόμα πλευρά της επιχείρησης αναθεώρησης της ιστορίας που εξελίσσεται στη Γερμανία, η οποία επιδιώκει τη σχετικοποίηση και το συμψηφισμό των ευθυνών των ναζιστικών εγκλημάτων, με την λαϊκή αντίσταση στους κατακτητές. Ξεχνά όμως ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην πατρίδα του, λειτούργησαν μέσα στη δεκαετία του 1930, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί και χωρίς να υπάρχει καμία δικαιολογία.
Τα ναζιστικά εγκλήματα δεν ήταν «αντίποινα». Ήταν προδιαγεγραμμένα εγκλήματα από τη φασιστική ιδεολογία την οποία προωθούσε η Βέρμαχτ και τα Ες-Ες. Δεν ήταν παρασπονδίες της ιστορίας που δήθεν προκλήθηκαν από κάποιους τυχαίους παράγοντες, αλλά επιδίωξη μελετημένη με βάση τη θέση αρχής του ναζιστικού κόμματος περί κατώτερων και ανώτερων φυλών.
*Ο διάλογος ανάμεσα στον επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη και τον στρατηγό Αντρέ, είναι από το βιβλίο του Γιάννη Τσίβη «Χανιά 1941-1945, κατοχή και αντίσταση» (2015, εκδόσεις Έρεισμα). Ο συγγραφέας επικαλείται όσα ιστορούνται στο βιβλίο «Ο επίσκοπος Αγ. Ξηρουχάκης», Εκκλησία Κρήτης. Στο βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» του Ι. Παΐζη, αλλά και προφορικές διηγήσεις των Κυρ. Μητσοτάκη, Χαρ. Πωλογιώργη και του διορισμένου δημάρχου Ν. Σκουλά. Να σημειώσουμε ότι ο Γιάννης Τσίβης, ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ στα Χανιά και στην Κρήτη, εκείνη την εποχή ήταν Νομικός Σύμβουλος του δήμου Χανίων και όπως λέει: «είχα αδιάκοπη υπηρεσιακή και φιλική επαφή με τον δήμαρχο Ν. Σκουλά».
Χρήστος Τσαντής