Σε άλλο κείμενο θα γράψομε για τους σύγχρονους της μουσικής μας.
Οι οργανοπαίχτες, ερασιτέχνες ή επαγγελματίες, ήταν οι καλλίτεροι στυλοβάτες της μουσικής λαϊκής μας παράδοσης.
Στους κρητικούς και Κρητικές άρεσε η μουσική και ο χορός, πολύ. Σε φτωχούς και πλούσιους. Σε μορφωμένους και αμόρφωτους. Τα γλέντια και τα πανηγύρια ήταν παροιμιώδη! Όχι μόνο για το φαγητό, όπως σήμερα που όταν ακούς να συζητούν για τα πανηγύρια και τους γάμους λένε: ‘’ωραία πιλάφια και καλτσούνια κ.τ.λ. κ.τ.λ.’’ και δεν λένε όπως άκουγα και λέγανε στα μικρά τα μου: ‘’έγινε φοβερό γλέντι. Χορεύαμε μέχρι το πρωί. Ο τάδε χόρευε πάνω στο ποτήρι το κρασί χωρίς να σπάσει το ποτήρι. Τέτοιο κέφι είχε, που λες και χόρευε ο αέρας’’.
Το ‘χω δει με τα μάτια μου αυτό. Έτσι χόρευε ο θείος μου ο Κώστας όταν ήταν νεαρός και ερωτευμένος με την μετέπειτα γυναίκα του. Όργανο έπαιζε ο φίλος του Βαγγέλης Πολυχρονάκης και το γλέντι γινόταν στο σπίτι μας. Πολύ εύκολα γινόταν παλιά, γλέντια. Αμέσως αυτοσχέδια! Δεν χρειαζόταν πολλά και επιδείξεις και γκουρμεδιές όπως σήμερα.
– Αρτεμίσια, σφάξε μια όρθα, έλεγε στην μαμά μου ο θείος Κώστας όταν γύρναγε το καΐκι απ’ την Βηρυτό που ψάρευαν.
Και λαχταρούσε το γλέντι και την κοπελιά που αγαπούσε και που ήταν σοβαρή και αυστηρή και δεν του μιλούσε. Και τότε ήθελε γλέντι! ‘’Έχει νταλκά’’ έλεγε η μαμά μου.
– Ωχ, έκανε η μαμά. Έχω δουλειές. Βαριέμαι τώρα να μαδώ κότες.
– Θα ‘ρθει ο Βαγγέλης, θα παίξει όργανο, θα χορέψομε (νομίζω ο Βαγγέλης έπαιζε λαούτο, δεν θυμάμαι καλά, ήμουν μικρή). Μπορεί να ‘ρθει και ο Παπαδάκης. (Παπαδάκης ήταν ο ναύτης. Έπαιζε φοβερό βιολί).
Και η μαμά τρελαινόταν για χορό. Χόρευε τόσο ωραία τα κρητικά που λες και ήταν νεράιδα που πετούσε. Ποτέ δεν χόρεψα ωραία τα κρητικά γιατί πάθαινα κόμπλεξ βλέποντάς την να χορεύει και μπέρδευα τα βήματά μου. Χόρευα ωραία τα ευρωπαϊκά όλα και τα λαϊκά.
Και στα πανηγύρια και στους γάμους το ίδιο γινόταν, όχι μόνο φαγητό και δρόμο, όπως σήμερα. Θυμάμαι μια φορά, ήμουν μικρή, δεν πήγαινα δημοτικό, είχαμε πάει στον γάμο ενός Πεντάρη. Η γνωστή οικογένεια που είχαν βεντέτα με τους Σαρτζέτηδες. Μέσα σε 14 χρόνια είχαν σκοτωθεί 150 άτομα. Τον σασμό τον έκανε ο Ανδρέας γιατί ήταν φανατικοί του και από τις δύο οικογένειες. Τους κάλεσε όταν ήταν το ΠΑΣΟΚ να κατεβάσει πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Σαρτζετάκη και ζήτησε από τους Πεντάρηδες που ήταν μεγάλη οικογένεια να τον στηρίξουν τον Σαρτζέτη και υποσχέθηκε πως θα κατεβάσει βουλευτή Πεντάρη που θα τον υποστηρίξουν και οι Σαρτζέτηδες που ήταν εξίσου μεγάλη οικογένεια. Έτσι και έγινε και έληξε η βεντέτα στα Χανιά.
Σ’ ένα λοιπόν γάμο Πεντάρη είχαμε πάει. Γλέντι τρικούβερτο, χορός. Η μαμά μου χόρευε τόσο ωραία τα κρητικά (συρτό, σούστα, πεντοζάλη) που συνωστιζόταν να την χορέψουν. Ο μπαμπάς δεν χόρευε και ήθελε να φύγομε. Ένας λοιπόν που ήταν τελευταίος στην σειρά έριξε μια λίρα χρυσή στα όργανα για να παρακάμψουν τη σειρά και να χορέψει μαζί της πριν φύγομε. Ο μπαμπάς έγινε θηρίο. Μας βούτηξε άρον-άρον και δρόμο. Σ’ όλο το δρόμο η μαμά έκλαιγε κι εγώ, αναρωτιόμουν ‘’γιατί ο μπαμπάς δεν καμάρωνε αλλά παραλίγο να ‘’ξεκινήσει’’ βεντέτα;’’ Μετά από ένα μήνα ακούσαμε πως σκοτώσανε τον γαμπρό στην βεντέτα τους. Και πάλι αναρωτιόμουν: ‘’πως γίνεται αυτό; ήταν τόσο νέος, τόσο όμορφος, τόσο χαρούμενος. Χόρευε τόσο ωραία. Γιατί τον σκότωσαν;’’
Αυτή ήταν και είναι η καταραμένη βεντέτα όπου οι εμπλεκόμενοι δεν εμπιστεύονται τον νόμο και τον παίρνουν στα χέρια τους για να τον αποδώσουν ‘’όπως τους αξίζει’’.
Ξακουστοί οργανοπαίχτες στα Χανιά ήταν:
Γιώργης Κουτσουρέλης. Από τους κορυφαίους της κρητικής μουσικής, ο Κισαμίτης καλλιτέχνης γεννήθηκε στο Καστέλι το 1914. Στην ηλικία των 10 ετών ήταν ήδη γνωστός λαουτιέρης. Στην ηλικία 11-12 ετών είναι περιζήτητος από κορυφαίους λυράρηδες και βιολάτορες της εποχής. 16 ετών κάνει τα πρώτα δισκογραφικά βήματά του στην Κολούμπια. Στην ηλικία των 18 ετών, αναγνωρισμένος καλλιτέχνης πια, συμμετέχει σε κεντρική ορχήστρα στην Λέσχη Φιλελευθέρων το Δεκέμβριο 1932 στα γενέθλια του Βενιζέλου. Πέθανε το 1994.
Νικόλαος Χάρχαλης. Το όνομα του είναι Νικόλαος Χαρχαλάκης. Κατάγεται απ’ τα Χαρχαλιανά Κισάμου. Είναι μεγάλος καλλιτέχνης που καλύπτει τα πρώτα χρόνια μετά την Τουρκική κατοχή. Υπηρέτησε την Κισαμίτικη μουσική από το 1910-1940. Το 1928 μαζί με τον άλλο περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Μαυροδημητράκη ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με δύο περίφημους συρτούς. Ο Σύλλογος Μουσικής Χανίων παίρνει το όνομά του τιμώντας τον έτσι. Πέθανε το 1974.
Κώστας Παπαδάκης ή Ναύτης. Γεννήθηκε στο Καστέλι Κισάμου το 1920. Ο πιο ξακουστός βιολάτορας. Σε ηλικία 25 χρόνων η φήμη του απλώνεται σ’ όλη την Κρήτη. Περιζήτητος σε γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια, γιορτές, αλλά και σε επιτόπια γλέντια με μερακλήδες φίλους του. Για 17 χρόνια, 1959-76 ζει στην Αμερική όπου οι Κρήτες απολαμβάνουν την μουσική του. Επί 5 χρόνια ζει στην Αυστραλία. Τα πρώτα του βήματα τα διδάχθηκε στο βιολί απ’ τον μεγάλο λόρδο της κρητικής μουσικής Σταύρο Καλογερίδη
Στέλιος Μαριάνος. Δεν έχω βρει βιογραφικά στοιχεία του. Όμως θυμάμαι τη μαμά μου που αγαπούσε πολύ τα κρητικά και άλλους, που μιλούσαν με θαυμασμό για τον Μαριάνο. Νομίζω, απ’ ότι θυμάμαι, ότι πέθανε νέος. Αν δεν κάνω λάθος, σ’ ένα φορτηγό, μετά από ένα γλέντι. Σε ατύχημα. Αν δεν τον μπερδεύω με άλλο καλλιτέχνη. Αλλά νομίζω πως ήταν ο Μαριάνος. Θυμάμαι που το έλεγαν.
Μαύρος. Θυμάμαι πως θαύμαζαν και τον Μαύρο.
Κι ένα Σαριδάκη, απ’ το Κολυμπάρι ήταν; Κι ένα Χριστοδουλάκη. Δεν ήταν τυχαίοι καλλιτέχνες. Ήταν σπουδαίοι! Δεν ξέρω γιατί δεν υπάρχουν βιογραφικά τους. Και ο Μιχάλης Κουνελάκης απ’ την Κίσαμο ήταν σπουδαίος βιολάτορας. Αυτοί οι καλλιτέχνες ήταν απ’ το Νομό Χανίων. Οι περισσότεροι ήταν Κισαμίτες.
Βέβαια υπήρχαν εξαιρετικού καλλιτέχνες και στην υπόλοιπη Κρήτη. Ειδικά στο Ρέθυμνο. Τους αναφέρομε ονομαστικά:
Ανδρέας Ροδινός, Μπαξεβάνης, Καραβίτης, Λαγός, Φουσταλιέρης, Σκορδαλός, Καλογρίδης, Μουντάκης, δεν μπορούμε να μην γράψουμε τον Ξυλούρη Νίκο που ήταν απ’ τα Ανώγεια.
Ο Λεωνίδας Κλάδος, ο Μανιάς, βέβαια πολύ γνωστός και ο Σηφογιωργάκης. Είναι και άλλοι από Ηράκλειο και Σητεία. Όλους τους παραπάνω τους είχαμε ακουστά. Τα βιογραφικά τους τα βρήκαμε στο βιβλίο του Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη: Επιφανείς Κρήτες ανά τους αιώνες’’, τόμος Α’.
Σε άλλο δημοσίευμα θα γράψομε και για τους σύγχρονους οργανοπαίχτες.
Σας παρουσιάζουμε κάποια στιχάκια – μαντινάδες που βρήκαμε μέσα σε κούτα με παλιές εφημερίδες:
Νικολήδες μπροστά
κι ο Μαριάνος στητά
κι άλλοι τόσοι σφιχτά
απ’ τα χέρια,
άλλο γλέντι θωρώ
και βιολιά και χορό
στου γλαυκού ουρανού
τα λημέρια.
Το βιολί σου κοιτώ
και εσένα θρηνώ
και τη σκέψη μου εσύ
γυροφέρνεις,
τα διπλώματα εκεί
και το έρμο βιολί
μες την κούτα
ορφανό ησυχάζει.
Ένα όργανο ηχεί
είναι βιολί που ‘συ
παίζεις,
τρέχω μήπως σε δω
μα ένα δίσκο θωρώ
που σαλεύει.
Τον συρτό αρχινά
παίζει πάλι δεξιά
κόσμος είναι πολύς
μαζεμένος
και χορεύει γλεντά
το βιολί κελαηδά
μα ξυπνώ και συ
πουθενά.
Η μορφή στο χαρτί
που κρατά το βιολί
πάντα ακίνητη μένει
το δοξάρι εκεί…
δε κυλά στη χορδή
και ο ήχος δε βγαίνει.
Άλλη μαντινάδα τώρα:
Ο Σαριδάκης Νικολής
Γιώργης Κουτσουρελάκης
κρατήσανε τόσο ψηλά
της Κρήτης το μεράκι.
Σε άλλο δημοσίευμα θα γράψομε και για τους σύγχρονους μουσικούς της Κρητικής μας μουσικής
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη