Αδελφέ μου Αντώνη,
Πέρασε κι’ όλας ένας χρόνος, ήταν 6 του Οκτώβρη, που έφυγες σε μακρινό ταξίδι χωρίς γυρισμό.
Κλεισμένος σ’ αυτό το άραχνο σπίτι!
Το σκοτεινό και μαύρο!
Το χωρίς ήλιο και βροχή!
Χωρίς τιτίβισμα πουλιού.
Χωρίς λουλούδια, χωρίς αγάπη, μόνος!
Χωρίς κορμί και χέρια και πρόσωπο.
Η μάννα και ο πατέρας μαζί σου, χωρίς όμως να μπορούν να σε χαϊδέψουν!
Να σε παρηγορήσουν. Εσένα, το χιλιοχαϊδεμένο τους, το πολυαγαπημένο τους, το μεγαλωμένο με κανακέματα και φιλιά.
Το μικρότερό τους! Ο μοναχογυιός τους!
Δεν το φτιαξαν για σένα αυτό το σπίτι αδελφέ μου. Δεν ήταν η ώρα σου. Πώς πήγες και μπήκες εσύ εκεί μέσα, και άφησες το δικό σου το φωτεινό και εύχαρο, στον Πάνω Κόσμο;
Και πήγες και κατοίκησες στον Κάτω Κόσμο;
Αδελφέ μου, τώρα ρωτάς όποιος στον Άδη κατεβαίνει:
Από τον κόσμο έρχεσαι
των ζωντανών τη χώρα.
Ειπέ μας αν κρατεί ουρανός
κι αν στέκει ο κόσμος τώρα;
Ειπέ αν αστράφτει και βροντά
και συννεφιά και βρέχει
Και ο Ιορδάνης ποταμός
αν κυματεί και τρέχει;
Και αν είναι κήπος και δεντρά,
πουλιά να κελαδούσι
Και ανέ μυρίζουν τα βουνά
και τα λαγκάδια αχούσιν.
Είναι λιβάδεια δροσερά;
φυσά γλυκός αέρας;
Λάμπουσιν τ’άστρα τ’ ουρανού
και αυγερινός αστέρας;
Και ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές
και ψάλλουν οι παπάδες.
Κι αν γέρνονται με την αυγή
ν’ άφτουσι τις λαμπάδες.
Η αδελφή σου Άννα
Υστερογ.: Το ποίημα είναι Ρεθύμνιου ποιητή που έζησε αρχές του 16ου αιώνα. Μπεργαδής ή Μποργαής λεγόταν.