Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
“Ubi solitudinem faciunt, pacem appellant”
(Φέρνουν την καταστροφή και το αποκαλούν ειρήνη)
Σαλούστιος
Οι πολιτικές εξελίξεις και το άλλοθι για την επέμβαση
Στις 15 Ιουλίου 1974 οι ελλαδίτες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς (δηλαδή του στρατού της Κύπρου) πραγματοποίησαν πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει το Προεδρικό Μέγαρο και να αναζητήσει καταφύγιο στην Πάφο, προτού φυγαδευτεί στο εξωτερικό μέσω της βρετανικής βάσης του Ακρωτηρίου. Το πραξικόπημα αποτελούσε το τέλειο άλλοθι για να αναμειχθεί η Τουρκία εκ νέου στο Κυπριακό, και ο Ετζεβίτ πήγε στο Λονδίνο για να ζητήσει από κοινού επέμβαση των «εγγυητριών δυνάμεων» με σκοπό την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο». Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν απέρριψε την τουρκική πρόταση και επιχείρησε να διαβουλευτεί την ελληνική κυβέρνηση για να απομακρυνθεί ο Σαμψών, η σοβαρότερη απειλή και το κύριο αίτιο ανάμιξης της Άγκυρας. Ο Ετζεβίτ ωστόσο ήταν αποφασισμένος να δράσει ακόμη και αυτόνομα, και στο πλαίσιο αυτό διέταξε την άμεση κινητοποίηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος και την ανάθεση της προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Νίκο Σαμψών, η Άγκυρα θεωρούσε πως οι Ελληνοκύπριοι είχαν ξεπεράσει τα όρια και δεν υπήρχαν πλέον επιλογές πέραν της επέμβασης, με ή χωρίς εξωτερική στήριξη. Οι Τούρκοι φοβόντουσαν ότι η κήρυξη της Ένωσης και η ολοκληρωτική απώλεια της Κύπρου για αυτούς ήταν θέμα χρόνου, καθώς δεν θα υπήρχε πολιτική δύναμη στο νησί που θα αντιστεκόταν σε μια τέτοια κίνηση. Επιπλέον, η προσφυγή του Μακαρίου κατά της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη προσέφερε στην Άγκυρα σημαντική νομιμοποίηση για επέμβασή της στο νησί, καθώς ο Κύπριος Πρόεδρος κατήγγειλε τη «βάναυση παραβίαση της ανεξαρτησίας της Κύπρου από την Ελλάδα», η οποία -κατά τα λεγόμενά του- θα είχε «απρόβλεπτες επιπτώσεις και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα».
Ενδείξεις της προετοιμασίας για εισβολή
Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της Εθνικής Φρουράς, και παρά τις δηλώσεις του Ντενκτάς ότι αυτό δεν θα επηρέαζε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να επιδίδονται στην ενίσχυση αρκετών οχυρών θέσεων, τις οποίες μάλιστα επάνδρωσαν με νέες δυνάμεις που κάλεσαν από την εφεδρεία. Οι επικοινωνίες μεταξύ των στρατιωτικών διοικήσεων των Τουρκοκυπρίων πύκνωσαν αισθητά και πολλοί εγκατέλειψαν τις εργασίες τους στο λιμάνι της Αμμοχώστου και αλλού, ενώ αρκετοί ζήτησαν από τους εργοδότες τους να πληρωθούν το μισθό της εβδομάδας την Παρασκευή 19 Ιουλίου, αντί Σάββατο, όπως συνηθιζόταν. Κάποιοι υποψιάστηκαν την κινητικότητα αυτή και εξέφρασαν το φόβο ότι θα μπορούσε να είναι προάγγελος μιας τουρκικής επέμβασης, αλλά παρόμοια κινητικότητα είχε παρατηρηθεί και άλλες φορές στο παρελθόν, το καλοκαίρι του 1964 και το Νοέμβριο του 1967, χωρίς τελικά η Τουρκία να προχωρήσει σε επέμβαση (ακόμη και σε περιπτώσεις που υπήρχαν εκατοντάδες θύματα από πλευράς των Τουρκοκυπρίων). Οι ιθύνοντες απέρριψαν τις ανησυχίες αυτές, ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο για «τακτικά γυμνάσια» και «επίδειξη δύναμης» των Τούρκων.
Οι ενδείξεις ωστόσο υπήρχαν, και μάλιστα όταν ο Ντενκτάς ρωτήθηκε στις 19.7.74 αν θα μετέβαινε στην Άγκυρα, απάντησε: «Ελπίζω ότι η Άγκυρα θα έρθει εδώ. Αν κανένας δεν επέμβει, τότε το πραξικόπημα θα οδηγήσει στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».[1] Μεγάλα στρατιωτικά οχήματα παρατηρήθηκαν να μεταφέρουν στρατιώτες και υλικό στο φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, ενώ περίεργες μεγάλες φωτιές άναβαν πάνω από το Πενταμίλι και τον Άγιο Γεώργιο από τις 18 Ιουλίου, κοντά στην ακτή που θα προσέγγιζαν τα τουρκικά αποβατικά.[2] Το ίδιο διάστημα, παρατηρήθηκαν εκσκαφείς κοντά στην Αγύρτα διακρίνονταν που εργάζονταν πυρετωδώς για την κατασκευή ελικοδρομίου, αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό για να αφυπνίσει τους αρμόδιους για την άμυνα της Κύπρου.
Τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιουλίου μάλιστα υπήρξε συρροή πληροφοριών. Στις 9.15 μ.μ. ο Σταθμός Εγκαίρου Προειδοποιήσεως (ραντάρ) στο ακρωτήρι Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία εντόπισε ομάδα έξι σκαφών που έπλεαν σε σχηματισμό από τη Μερσίνα προς τον Κόλπο της Αμμοχώστου. «Όταν τα αναφερθέντα πλοία προσέγγισαν εις απόστασιν 40 μιλίων από του ραντάρ, ήρξατο η συνεχής υποτύπωσίς των εις τον θάλαμον επιχειρήσεων του ΓΕΕΦ Λευκωσίας. Την 00:40 π.μ. ενετοπίσθησαν δέκα περίπου σκάφη, τα οποία κατευθύνοντο εις την περιοχή Κερύνειας. Ο αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης μετέβη εις το παρακείμενον γραφείον του διοικητή της Εθνικής Φρουράς, ταξιάρχου Μιχ. Γεωργίτση, τον οποίο ενημέρωσεν: «Είναι νομίζω βέβαιον ότι τα πλοία είναι τουρκικά και έρχονται δια την εκτέλεσιν αποβάσεως. Όλα πείθουν ότι κάτι σοβαρόν θα έχωμεν αύριον».[3] Στις 3 το βράδυ της 20ης Ιουλίου τουρκικά πλοία έστειλαν με φωτεινά σήματα σε Τουρκοκύπριους που βρίσκονταν στον Πενταδάκτυλο το εξής σήμα: «Απόβασις άρχεται από 6.00 πρωινή. Πιθανή περιοχή αποβάσεως Βόσπορος».[4] Ο Ναυτικός Σταθμός Κερύνειας ειδοποίησε σχετικά το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, το οποίο όμως δεν έδωσε σημασία.
Η εκδήλωση της τουρκικής εισβολής
Η τουρκική εισβολή τελικά εκδηλώθηκε στις 4.45 π.μ. το πρωί της 20ης Ιουλίου με αεροπορικούς βομβαρδισμούς στρατιωτικών και μη στόχων σε όλη την Κύπρο, μεταξύ των οποίων σταθμοί ραντάρ, κτήρια διοικήσεως, στρατόπεδα (μεταξύ των οποίων και της ΕΛΔΥΚ), πολυβολεία, λιμενικές εγκαταστάσεις και άλλα δημόσια κτήρια. Το πρώτο κύμα βομβαρδισμών ήταν ιδιαίτερα σφοδρό, ενώ ακολούθησαν νέα ανά τακτά διαστήματα μέχρι τη δύση του ηλίου, αποδιοργανώνοντας την αμυντική προσπάθεια και καθηλώνοντας τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς, ενώ προκλήθηκαν παράλληλα σημαντικές απώλειες σε προσωπικό και υλικό.
Οι βομβαρδισμοί επαναλήφθηκαν ξανά και ξανά μέχρι τη δύση του ηλίου, με αεροσκάφη να πλήττουν το στρατόπεδο ανά δύο με ρουκέτες και πολυβολισμούς από χαμηλό ύψος. Κατά τα διαλείμματα των βομβαρδισμών που ακολούθησαν δόθηκε η εντολή να σκαφθούν ορύγματα ή να διευρυνθούν τα ήδη υφιστάμενα, με σκοπό να βελτιωθεί η αμυντική ικανότητα του στρατοπέδου. Παράλληλα, η αναγνώριση εντόπισε ίχνη δύναμης διμοιρίας μέσα στο παλιό στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ, η οποία φαίνεται να είχε συμπτυχθεί τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιουλίου προς το Κιόνελι (Gönyeli), προς την κατεύθυνση του οποίου τα ελληνικά τμήματα πραγματοποίσαν τρεις επιθέσεις τις επόμενες μέρες.
Κατά τις 8.00 π.μ. αναμεταδόθηκε και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του ΡΙΚ, το οποίο ανέφερε: «Ανακοινούται ότι την πρωίαν της σήμερον τουρκικά αεροσκάφη άνευ προειδοποιήσεως, υπούλως και ανάνδρως προσέβαλλον τον σταθμόν ραντάρ, εβομβάρδισαν το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και έρριψαν εντός του τουρκοκυπριακού θύλακος Λευκωσίας-Αγύρτας μικράν δύναμιν αλεξιπτωτιστών. Αι Ελληνικαί Κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόκλητον επίθεσιν του τουρκικού σωβινισμού».
Η επιλογή της ακτής και η δημιουργία προγεφύρωματος
Στις 7.00 π.μ. της 20ης Ιουλίου άρχισε και η απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στο Πενταμίλι, μια τοποθεσία πέντε μίλια (οκτώ χιλιόμετρα) δυτικά της Κερύνειας. Ήταν ένας μικρός όρμος με αμμουδερή ακτή μήκους διακοσίων περίπου μέτρων, αγαπημένος τόπος εκδρομών των σχολείων της Λευκωσίας, όπου αρκετοί μάλιστα είχαν χτίσει εξοχικές κατοικίες. Από απόψεως σχεδιασμού, οι ακτές δυτικά και ανατολικά της Κερύνειας δεν ήταν ιδεώδεις για στρατιωτική απόβαση. Οι περισσότερες ήταν μικρές και βραχώδεις, ενώ σε μικρή απόσταση εκτεινόταν πίσω τους η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, η οποία λειτουργούσε ως φυσικό φράγμα που εμπόδιζε την πρόσβαση στην ενδοχώρα και τον κάμπο της Μεσαορίας. Το ιδιότυπο αυτό φράγμα είχε εμποδίσει επί χρόνια τους Τουρκοκύπριους από το να αποκτήσουν διέξοδο στη θάλασσα, και αυτόν ακριβώς το στόχο είχε η δημιουργία του προγεφυρώματος, το οποίο θα διευρυνόταν για να περιλάβει την Κερύνεια.
Ιδεώδεις για αποβατική επιχείρηση ήταν από την άλλη οι ακτές των κόλπων Μόρφου και Αμμοχώστου, οι οποίες ήταν στην πλειοψηφία τους εκτεταμένες και αμμώδεις, ενώ παρείχαν πολύτιμο πλεονέκτημα στα τουρκικά άρματα, τα οποία θα μπορούσαν από εκεί να προωθηθούν πολύ πιο εύκολα στην ενδοχώρα του νησιού και τα κύρια αστικά κέντρα. Ιδιαίτερα ο κόλπος της Αμμοχώστου, λόγω του ανοίγματος του προς ανατολάς και της συνακόλουθης έμμεσης κάλυψης που θα παρείχε στο τουρκικό πολεμικό ναυτικό, θεωρείτο ανέκαθεν εν δυνάμει ακτή αποβάσεως, και για το λόγο αυτό η Εθνική Φρουρά και η ΕΛΔΥΚ/Μ είχαν οργανώσει από το 1964 μια αμυντική γραμμή στην περιοχή Στύλλοι-Λιμνιά, βόρεια της πόλεως της Αμμοχώστου, ενώ διατηρούσαν σημαντική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή της αρχαίας Σαλαμίνας, ικανή να επέμβει άμεσα στις ακτές αποβάσεως προς ανάσχεση του εισβολέα.
Η πραγματοποίηση απόβασης στον κόλπο του Μόρφου ήταν ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, για τον λόγο ότι οι τουρκοκυπριακοί θύλακες στην περιοχή ήταν μικροί και διεσπαρμένοι (Λεύκας, Λιμνίτη και Κοκκίνων), ενώ η απόσταση από τους μεγαλύτερους (κυρίως τον Λευκωσίας-Αγύρτας) ήταν τέτοια που μπορούσε να καταστήσει την παραμικρή καθυστέρηση καταστροφική για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος. Επιπλέον, ο τουρκικός αποβατικός στόλος θα είχε σε μια τέτοια περίπτωση εκτεθειμένα τα νώτα του στα δυτικά, απ’ όπου και θα μπορούσε να έρθει βοήθεια από την Ελλάδα, ενώ σημαντικό πρόβλημα ήταν και η άμεση επαφή με τον ορεινό όγκο του Τροόδους στα νότια, προς το οποίο δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν τα τουρκικά στρατεύματα, τόσο λόγω της έλλειψης ερεισμάτων στην περιοχή, όσο και λόγω του φυσικού ανάγλυφου.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η τουρκική στρατιωτική ηγεσία προέκρινε τελικά την ακτή στο Πενταμίλι, η οποία είχε το σχετικό πλεονέκτημα ότι ήταν κοντά στο Τέμπλος, το μοναδικό τουρκικό χωριό βόρεια του Πενταδακτύλου που ελεγχόταν από τους Τουρκοκύπριους και ήταν κοντά στη διάβαση της Αγύρτας, μετά την εκπόρθηση της οποίας τα τουρκικά στρατεύματα θα μπορούσαν εφεξής να κινηθούν σχετικά ελεύθερα προς τη Λευκωσία. Καίριας σημασίας ήταν στο πλαίσιο αυτό και ο έλεγχος του λιμανιού της Κερύνειας, το οποίο όχι μόνο ήταν το πιο κοντινό στα παράλια της Τουρκίας, αλλά και θα προσέφερε μια εξαιρετικά σημαντική απρόσκοπτη επικοινωνία με την τελευταία, καθότι ο θαλάσσιος χώρος μεταξύ αυτής και της Κύπρου μπορούσε να ελεγχθεί εύκολα.
Είναι γνωστό ότι η απόβαση από τη θάλασσα είναι μια εξαιρετικά δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση. Με τα δεδομένα της εποχής εκείνης, μικρές δυνάμεις αμυνόμενων θα έπρεπε να είναι σε θέση να εμποδίσουν τη δημιουργία εχθρικού προγεφυρώματος, αν διέθεταν κατάλληλες παράκτιες οχυρώσεις και τον κατάλληλο οπλισμό. Η Κύπρος διέθετε και τα δύο, αλλά την κρίσιμη ώρα τα επάκτια οχυρά βρέθηκαν κενά από πυροβόλα και υπερασπιστές. Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν με την ησυχία τους στο Πενταμίλι, χωρίς να ριχτεί εναντίον τους ούτε τουφεκιά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ταξίαρχου Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ (Bedreddin Demirel), «τα πρώτα κύματα της Ταξιαρχίας Τσακμάκ αποβιβάστηκαν στην ακτή στις 8 π.μ. χωρίς καθόλου εχθρικά πυρά».[5] Για το λόγο αυτό, πολλοί υποστηρίζουν ότι η επιχείρηση αυτή δεν θα έπρεπε να ονομαστεί απόβαση, αλλά αποβίβαση.
Ως τις 9.30 π.μ. οι Τούρκοι δεν αντιμετώπισαν αξιόλογη αντίσταση, και σταθεροποίησαν τις θέσεις τους με την ίδια άνεση που αποβιβάστηκαν. Από τη στιγμή ωστόσο που οι τουρκικές δυνάμεις αγκιστρώθηκαν στο προγεφύρωμα, η υπόθεση για την Κύπρο ήταν χαμένη. Υπήρχε μόνο μια ελπίδα, να εξαλειφθεί το προγεφύρωμα με αντεπίθεση τη νύχτα της 20ης προς 21η Ιουλίου. Από τη στιγμή που δεν έγινε αυτό, η καταστροφή της Κύπρου ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.
Περαιτέρω Βιβλιογραφία
- Αλεξανδράκης Μ., Θεοδωρόπουλος Β., Λαγάκος Ε., Το Κυπριακό, 1950-1974: Μια Ενδοσκόπηση, Ευρωεκδοτική, 1987.
- Γιαλλουρίδης Χριστόδουλος, Τσάκωνας Παναγιώτης (επιμ.), Η νέα διεθνής τάξη: η Ελλάδα, η Τουρκία και το Κυπριακό πρόβλημα, Ι. Σιδέρης, 1993.
- Δεκλερής Μιχάλης, Κυπριακό: Η τελευταία ευκαιρία, 1972-1974, Ι. Σιδέρης, 2003.
- Δρουσιώτης Μακάριος, Η πρώτη διχοτόμηση: Κύπρος 1963-1964, Αλφάδι, Λευκωσία, 2005.
- Θεοδωρόπουλος Βύρων, Οι Τούρκοι και Εμείς, Τύπος, Β’ έκδοση, 1988.
- Καρδιανός Διονύσιος (ψευδώνυμο του Σπύρου Παπαγεωργίου), Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον (γ’ έκδοση), Εκδόσεις Κ. Επιφάνιου, Λευκωσία 2003.
- Κουφουδάκης Βαγγέλης, «Κυπριακό-Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1960-1986» στο συλλογικό Οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις 1923-1987, Γνώση, 1991.
- Κρανιδιώτης Γιάννος, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974. Διατριβή, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984.
- Λάμπρου Κ. Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
- Μπήτος Γ. Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, β’ έκδοση, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998.
- Παπαδόπουλος Λεωνίδας, Το Κυπριακό Ζήτημα, Κείμενα 1959-1974, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999.
- Τούμπας Ιωάννης, Από το ημερολόγιον ενός Υπουργού, Εκδόσεις των Φίλων, 1986.
[1] Π. Παπαδημήτρης, Εισβολή, σελ. 16-17.
[2] Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας Πλήττει την Κύπρο, σελ. 242-243.
[3] Γ. Λάμπρου, Το Κυπριακό Πρόβλημα, σελ. 523.
[4] Η περιοχή Βόσπορος βρίσκεται τρία μίλια δυτικά της Κερύνειας. Η απόβαση δεν έγινε ωστόσο εκεί αλλά στο Πενταμίλι (πέντε μίλια δυτικά της Κερύνειας), οπότε η σχετική αναφορά ενδεχομένως αποτελεί απόπειρα παραπλάνησης. Γ. Λάμπρου, Το Κυπριακό Πρόβλημα, σελ. 523.
[5] Γ. Λάμπρου, σελ. 527.