Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήμουνα παιδί μα θυμάμαι καλά τη ζωή. Ήτανε μεγάλη φτώχεια, μα ο κόσμος την αντιμετώπιζε με καρτερικότητα. Ούτε ήρθε από καλύτερη ζωή, ούτε ήλπιζε για κάτι καλύτερο ότι μπορεί να προκύψει. Από άγχος δεν υπήρχε τότε. Δεν είχε απαιτήσεις η ζωή. Λέγανε ότι όποιος είχε λάδι και ψωμί δεν ήτανε φτωχός, διότι βέβαια κάποια σπίτια για κάποιες φορές υστερούντο και αυτό το ψωμί. Υπήρχε όμως συνοχή και στην κοινωνία και στην οικογένεια. Ειδικά η οικογένεια, μαζί πηγαίνανε στα βάσανα, μαζί στην εκκλησία, μαζί καθίζανε για φαΐ, μα και μαζί πηγαίνανε για να βεγκερίσουνε στο γειτονικό ή στο συγγενικό σπίτι.
Ήτανε τότε πολύτεκνες οικογένειες και αν ετύχαινε να βρεθούνε 2-3 οικογένειες, μαζευόντουσαν πάνω από 20 άτομα. Άμα ήτανε χειμώνας καθίζανε στην «καμινάδα» (όπως λέγαμε τότε την κουζίνα) όπου σε μια γωνιά χαμηλά είχανε την παραστιά. Χαμηλά για να ζεσταίνει καλύτερα και εκεί βάζανε όρθια τα κούτσουρα. Εβράζανε το κρασί και του βάζανε και πιπέρι για να ζεσταίνει περισσότερο και λέγανε ότι έτσι γίνεται «κόκκινες μεσοφανέλες».
Δεν παραλείπανε να κάνουνε και «μπουφέ». Αν υπήρχανε φρούτα αυτά εγίνονταν μπουφές. Αν υπήρχανε καρύδια, ξερά σύκα, σταφίδες (που κάναμε σταφίδες από όλες τις ποικιλίες) είχε καλώς. Άμα τελειώνανε αυτά επροσφέρονταν τα άγρια αχλάδια που ήτανε πολύ στυφά και μόνο άμα γίνονταν «κουνάλια» (όταν μαλακώνανε) μπορούσε κανείς να τα βάλει στο στόμα του. Άλλα «πετροχρειγιά» (πήλινη λεκάνη) με παστολιές, όπου μια δακανιά χαρούπι και μια – δυο ελιές κάνανε μια μπουκιά με υποφερτή για εκείνα τα δεδομένα γεύση.
Οι άντρες αρχίζανε ιστορίες για τους πολέμους, για τις δουλειές τους, ελέγανε αστεία, αινίγματα, ανέκδοτα και για τα τοπικά νέα ήτανε πιο ενήμερες οι γυναίκες. Δεν αισθάνετο ο κόσμος έλλειψη ούτε τηλεόρασης, ούτε ραδιοφώνου, μα ούτε εφημερίδας, και ο καθυστερημένος λαός δεν ήξερε ότι υπάρχει καλύτερη ζωή. Έφευγε η οικογένεια από την «αποσπερίδα» όπως φεύγει τώρα από μια εκδήλωση, ευχαριστημένη. «Στραβός σε πέτρα έκατσε κι εκειά είναι ο κόσμο ούλος».
Κατά το διάστημα της γερμανικής Κατοχής η πείνα ήτανε κυρίαρχο στοιχείο μα βέβαιο και ο θάνατος από τους Ναζί και το άγχος. Μετά την απελευθέρωση τα καταφέρναμε καλύτερη και από την προπολεμική ζωή, διότι σε πρώτη φάση η ΕΜΕΛ και στη συνέχεια η ΟΥΝΡΑ φέρνανε τρόφιμα και μεταχειρισμένο ιματισμό και μοιράζανε στον πεινασμένο και ταλαιπωρημένο λαό δωρεάν.
Από τη δεκαετία του 1960 άρχισε η μετανάστευση. Εύρισκες εύκολα δουλειά στα κενά που άφησαν. Άρχισαν να καταφθάνουν εμβάσματα από τους μετανάστες, μα και από τη ναυτιλία, που είχε σημαντική ανάπτυξη, και ο χθεσινός πεινασμένος εθεώρησε εαυτόν «υστερόπλουτο» και απότομα επέρασε στην υπερκατανάλωση και στην πολυτέλεια, πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες, σπέρνωντας την οικονομική κρίση που έκανε τους πικρούς καρπούς. Οι κυβερνήσεις ούτε νουθετούσανε ούτε καθοδηγούσανε τον λαό. Πάντως η 10ετία του 1970 ήτανε η καλύτερη του 20ου αιώνα.
Από τις αρχές της 10ετίας του 1980 κάθε κυβέρνηση παρελάμβανε τη χώρα χρεωμένη και την παρέδιδε πιο χρεωμένη. Κλεψιές, σπατάλες, σκάνδαλα, ρουσφέτια, έλλειψη ελέγχων, ατιμωρησία, γενικά κακοδιοίκηση και κακοδιαχείριση, συντελούσης και της παγκοσμίου συγκυρίας, καταφέρανε να οδηγήσουνε τον ελληνικό λαό σε πολλαπλή κρίση, θίγοντας την εθνική κυριαρχία, την εθνική αξιοπιστία, την εθνική υπερηφάνεια και βέβαια αδειάζοντας τα ταμεία του κράτους και τα πορτοφόλια των πολιτών και καθιστώντας τους από «νεόπλουτους» σε «νεόφτωχους». Σήμερα επαιτούμε και παρακαλούμε να μας δώσουνε δάνεια υπό δυσμενείς όρους. Μα η κρίση μεγαλώνει, παρά τις θυσίες μας.