Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής AEJ/IFJ
Ζούμε μέρες παράξενες, νύχτες δύσκολες. Ας τις κάνουμε δημιουργικές. Ζούμε πλέον σε μια χώρα όπου παράλληλα με τον οικονομικό πόλεμο που πραγματοποιείται, αναστέλλονται και τα τελευταία θεμέλια δημοκρατικότητας και ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί στο παρελθόν. Έχουμε την ευκαιρία και την δυνατότητα να μιλήσουμε ανοιχτά, να αναδείξουμε το πρόβλημα και να ορίσουμε εμείς την ατζέντα. Ένα φόρο τιμής σε όλους αυτούς που απουσιάζουν. Για όλους αυτούς που τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους και για αυτό θυσιάστηκαν. Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες. Το να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες, δεν είναι όμως απλά μια συντροφιά για όσους πενθούν, αλλά ένα μικρό μανιφέστο για την συνέχιση του αγώνα.
Γιατί το μαύρο είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος συμβολισμός μιας ολόκληρης εποχής, αυτής που διανύουμε, χωρίς αποτελεσματικές αντιστάσεις και χωρίς δεδομένη προσδοκία εξόδου και ανατροπής… όπου οι εξεγέρσεις φαντάζουν οι μόνες λύσεις, όπου η ανατροπή θεωρείται η αυταπάτη και η ουτοπία των οραματιστών.
… θα έρθει μια μέρα που δεν θα ‘χουμε πια τι να πούμε, θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια… Η σιωπή μου θα λέει: πόσο είσαι όμορφη, μα δεν θα βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω…
Από όλους όσοι μας λείπουν, μας μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται, ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους μετά τη δουλειά στην φάμπρικα, στο λιμάνι, στον κήπο του σπιτιού κάτω από την κληματαριά, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα.
Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως κάθε ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή.
Λείπουν τα παιδιά καθισμένα στο πάρκο, ύστερα από τις συγκεντρώσεις, τις πορείες, τα δακρυγόνα, το κυνηγητό. Κυρίως λείπουν οι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που κρατούν αποφασιστικά την μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανοι ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν καμία παρτίδα τάβλι και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Αυτοί που μας λείπουν, ήταν απλοί σαν εμάς. Μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορεία, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά έγγραφα μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα – ένα τα πάρκα της πόλης τους. Έλεγαν: πίνουμε καμιά ρακί; Και τότε η κούπα μοσχοβολούσε, κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο για το μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές…
…και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια και σε χαμένους κήπους του Θεού κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια εκεί που πρώτα ήσουνα παντού και τώρα μες το κρύο και στα χιόνια…
Και εάν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη από την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρξει ή για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες το σκοτάδι έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία, γιατί η λάμψη τους μας οδηγεί.
Μας λείπουν γιατί στο μισό σκοτεινό δωμάτιο ζύγωναν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδευαν και άφηναν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου και όταν έβγαιναν από κει, για τα άπαρτα βουνά, περνώντας στην δράση, το έκαναν ξέροντας πόσα πολλά είχαν να χάσουν και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκαιο…
Όταν «εξαφανίστηκαν» και άρχισαν να μας λείπουν, όλοι ψιθύρισαν «κάτι θα έχουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι» κι είχαν δίκαιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι, αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η μοίρα των ανθρώπων δεν μπορεί να είναι πάτα κάτεργο. Ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο κόσμο, μπροστά στον οποίο θα είμαστε όλοι ίσοι και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους. Γιατί αυτοί που μας λείπουν, άγγιξαν χωρίς τυμπανοκρούστες την υπέρτατη διάσταση που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος… γιατί ήταν επαναστάτες και για αυτό τους «εξαφάνισαν»…
…τα όνειρα μας μπορεί να είναι κάπου εκεί. Μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Μπορεί ποτέ να μην φτάσουμε αλλά κανένας δεν θα μας στερήσει το δικαίωμα να τα βλέπουμε από μακριά…
Όλοι αυτοί που λείπουν, ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ότι μπορούσαν να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η ιστορία ήταν μια απάτη κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με αίμα και την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν αποφασισμένοι να νικήσουν και προτίμησαν να είναι μοναχικοί.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στις πλατείες, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων και όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε εμείς με καμάρι…