Χωριό χωρίς καφενείο δεν γίνεται. Τα κρητικά καφενεία είναι χτισμένα συνήθως στο έμπα του χωριού ή στο πρώτο διαθέσιμο πλάτωμα που ταυτίζεται με την πλατεία. Μπροστά το μαγαζί και πίσω ή στο διπλανό κτίσμα βρίσκεται το σπίτι του καφετζή. Η διακόσμηση λίγο πολύ ίδια σε όλα: στη μία γωνία βρίσκεται το τεζιάκι, δηλαδή ο πάγκος με τα ποτά και τα λοιπά χρειαζούμενα συμπράγκαλα, τα ποτήρια, τα πιατελάκια. Στη μέση μια στόφα και γύρω της τα τραπεζάκια και όλες οι καρέκλες να κοιτάνε προς την πόρτα. Στον τοίχο ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε κάδρο, αλλά και φωτογραφίες από την οικογένεια του ιδιοκτήτη.
Σε παλαιότερες εποχές, ανάλογα με τον τόπο, το καφενείο έπαιζε δύο και τρεις ρόλους, και αυτό δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας σε όλους τους νομούς της Κρήτης. Ένα καφενείο μπορεί να ήταν και κουρείο, ταχυδρομείο, παντοπωλείο, ακόμα και ραφείο, σαν αυτό που ακόμη υπάρχει στο Σπήλι. «Ναός» της κοινωνικότητας, ήταν πάντα το μέρος όπου ερχόταν κανείς μόνος και έβρισκε επιτόπου παρέα.
Εδώ τους ξένους ανέκαθεν τους κερνούσαν. Το κέρασμα σημαίνει συνήθως καφέ ή ρακή, με πιο συνηθισμένο μεζέ παξιμάδια, τυρί από οικιακή τυροκόμηση και ελίτσες. Εποχικοί μεζέδες, οι φρέσκες αγκινάρες σηματοδοτούσαν την άνοιξη. Τις έτρωγαν με αλάτι και λεμόνι. Το καλοκαίρι, πάλι, μπορεί να έμπαινε κάποιος από τους τακτικούς με τραγανά ξυλάγγουρα-ατζούρια, που μόλις είχε κόψει από τον κήπο και τα έδινε στον καφετζή να τα φάνε όλοι μαζί.
Καθότι ανδροκρατούμενα μαγαζιά έως και σήμερα, οι γυναίκες υπήρχαν μόνο στην κουζίνα, που ήταν αυτή του σπιτιού. Η νοικοκυρά έβγαζε από την κατσαρόλα με το φαγητό της οικογένειας δυο τρεις μερίδες για τους πιο πεινασμένους πελάτες. Κάπως έτσι διαδόθηκε και εδραιώθηκε η πεντανόστιμη, μεστή και όλο γλύκα τοπική κουζίνα. Το καλοκαίρι είχε ανθούς και ντολμάδες με αμπελόφυλλο, χοχλιούς με κολοκυθάκια, φασολάκια δροσερά με πατάτες, πιο πολλά κατσαρολάτα και λαδερά, χάρη στα ζαρζαβατικά του κήπου. Λιγότερο συχνά κρέας, πιο συχνά κουνέλι.
Δυστυχώς, είναι σπάνιοι πια οι καφενέδες που σερβίρουν το φαγητό της οικογενειακής μαρμίτας. Οι περισσότεροι σταμάτησαν να σερβίρουν όταν τελείωσαν τα κουράγια του καφετζή. Άλλοι, που πήραν κληρονομιά το καφενείο από τους γονείς τους, το έκαναν ταβέρνα. Αν όμως κάποιος βρεθεί στα οροπέδια ή στα λιγότερο τουριστικά χωριά του νησιού και θελήσει να τσιμπήσει στο καφενείο, νηστικός δεν θα μείνει. Μέσω του φαγητού οι Κρητικοί σε βάζουν μέσα στο σπίτι τους, προσφέροντας φιλοξενία αμέριστη. Φαίνεται από το θερμό καλωσόρισμα ότι πιο πολύ απ’ όλους τους θεούς τιμούν τον Ξένιο Δία.
Φωτογραφία: © ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΪΚΟΣ
Από τη θεωρία στην… πράξη
Λασίθι: Στην είσοδο του Φαραγγιού του Χα, στο χωριό Μοναστηράκι, υπάρχει το ομώνυμο παλιό καφενείο-μεζεδοπωλείο (τηλ. 6972-847432). Η Σοφία φτιάχνει στο πετρογκάζ μεζέδες με ό,τι βγάλει ο κήπος τους και τους σερβίρει κάτω από μια μουριά. Δοκιμάστε σφουγγάτο με κολοκύθια και πατάτες.
Ρέθυμνο: Στα πανέμορφα Ρούστικα, στο καφενείο του Νίκου Παλοπετράκη (τηλ. 28310-91300) μαγειρεύει η γυναίκα του Ελένη. Το μενού αλλάζει κάθε μέρα – από γεμιστά μέχρι ξινόχοντρο με σαλιγκάρια, όλα πολύ νόστιμα. Μαζί με το φαγητό θα απολαύσετε υπέροχη μυζήθρα και γραβιέρα από το ντόπιο τυροκομείο του Βογιατζιδάκη, αλλά και τις γλαφυρές ιστορίες του ιδιοκτήτη.
Χανιά: Στο οροπέδιο του Ασκύφου, το καφενείο του Νεκτάριου Τσιτσιρίδη (τηλ. 28250-95228) είναι η επιτομή της κρητικής cucina povera. Τσιγαριαστό από ντόπιο κρέας δικής του εκτροφής, πιλάφι ή κριθαράκι μαγειρεμένο στον ζωμό του κρέατος, τυρί παραγωγής του και, κάποιες φορές, σαλάτα. Ρακή για να ανοίξει η όρεξη, ως συνοδευτικό φαγητού, αλλά και παγωμένη ως digestif.