Aφιερωμένο στους συναγωνιστές της Χαλυβουργίας και όπου ξεδιπλώνονται αντιστάσεις
“Με τη Μάγια να τον οδηγεί, περπάτησε ξανά προς την αντίθετη κατεύθυνση τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν από το σπιτάκι: ο Λιεφ Νταβίντοβιτς ήξερε πως ακόμα του έμενε ζωή, καθώς και σφαίρες για να ρίξει.”
Δεν είναι η πρώτη φόρα που η δολοφονία του Τρότσκι από τον σταλινικό πράκτορα Ραμόν Μερκαντέρ γίνεται αντικείμενο μυθοπλασίας, από τον κινηματογράφο με τους Ρίτσαντ Μπάρτον και Αλέν Ντελόν στους αντίστοιχους ρόλους, στο The Assassination Of Trotsky μέχρι τη λογοτεχνία με τον δεύτερο θάνατο του Ραμόν Μερκαντέρ από τον Ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν αλλά είναι η πρώτη φορά που προσπαθείται να δωθεί μια σοβαρή απάντηση για το τί πήγε λάθος και χάθηκε η “μεγάλη ουτοπία του 20ού αιώνα”, η οικοδόμηση του Σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας. Αυτό το δύσκολο και ενίοτε επικίνδυνο εγχείρημα αντιμετωπίζει ο βραβευμένος με Χάμετ Κουβανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα στο καινούργιο μυθιστορημά του με τίτλο Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (τίτλος δανεισμένος από διήγημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ) που κυκλοφορεί από τον Καστανιώτη.
Βέβαια, κατά η γνώμη μας, οι απαντήσεις που θα περίμενε κανείς δεν δίνονται και ίσως θα ήταν παράλογο και υπερβολικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από ένα μυθιστόρημα, αλλά δεν μπορούμε να παραλείψουμε και την λανθασμένη αφετηρία που ξεκινά ο συγγραφέας και το alter ego του στο βιβλίο ο αφηγητής Ιβάν: μιλάει για “ουτοπία” κάτι που δεν ισχύει εφόσον γνωρίζουμε, τουλάχιστον οι τακτικοί αναγνώστες της Εργατικής Αλληλεγγύης το ξέρουν καλά, υπήρξαν πολλοί σοβαροί λόγοι για το πνίξιμο στα γεννοφάσκια της ουσιαστικά, της υπόθεσης της Επανάστασης – ήττα στη Γερμανία, άνοδος της γραφειοκρατίας στη Ρωσία κτλ. Ούτως ή άλλως οι απαντήσεις έχουν ήδη δωθεί και αρκεί κανείς να διαβάσει το έργο του Τρότσκι Προδομένη Επανάσταση και την βιογραφία του από τον Τόνι Κιφ. Όμως αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία του βιβλίου, το οποίο μέσα από τα μάτια των τριών βασικών του πρωταγωνιστών – Τρότσκι, Μερκαντέρ, Ιβάν – επιχειρεί ένα δύσβατο ταξίδι μέσα στην δεκαετία του ΄30 που παίζονταν το μεγάλο στοίχημα για την ανθρωπότητα: εργατική επανάσταση ή φασισμός; αλλά παράλληλα και μια γνωριμία με τον εσωτερικό κόσμο των κεντρικών χαρακτήρων του που είτε υπερβαίνουν εαυτόν για την υπόθεση της εργατικής επανάστασης όσο κι αν ο κίνδυνος της δολοφονίας είναι κάτι περισσότερο από ορατός, είτε συνθλίβονται κάτω από την πίεση ενός αδίστακτου συστήματος που διεστρεβλώνει κάθε επιθυμία για ουσιαστική δράση και την υποτάσσει στην υπηρεσία των δικών του οικονομικών και διπλωματικών συμφερόντων, όπως έκανε ο κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία. Υπό αυτό το πρίσμα ο συγγραφέας δεν αισθάνεται απέχθεια αλλά μάλλον οίκτο για τον δολοφόνο Ραμόν Μερκαντέρ που ενώ ξεκίνησε ως στρατιώτης των Δημοκρατικών στην Ισπανική Επανάσταση κατέληξε μια χωρίς σκέψη δολοφονική μηχανή αν και σε πολλά σημεία ο συγγραφέας μας δείχνει κι άλλες πτυχές του χαρακτήρα του, πιο αγνές ή πιο ευαίσθητες, ώστε να κρίνουμε μόνοι μας. Από την άλλη, ο Τρότσκι είναι ένας ζωντανός άνθρωπος που δεν αγιογραφείται, με τους φόβους του, τα πάθη του – θαυμάσιες οι σελίδες για την σχέση του με τη Ναταλία Σεντόβα και την Φρίντα Κάλο – τις συγκρούσεις του με τους σταλινικούς αλλά και τον γιο του Λιόβα, πάντα ταγμένος όμως στην υπόθεση ανοικοδόμησης του επαναστατικού κινήματος σε πλήρη αντίθεση με τον ανελέητο και υπολογιστή Ορεσίβιο (Στάλιν) που δεν χαρίζεται σε κανέναν, ούτε στους πιο κοντινούς ανθρώπους του. Έκπληξη αποτελεί ο χαρακτήρας του Ιβάν, τελευταίου θεματοφύλακα της ιστορίας όπως την έμαθε από ένα μυστηριώδη ξένο (τον Ραμόν;) που συνάντησε κάποια καλοκαίρια στους απογευματινούς περιπάτους του και δεν ξαναείδε μετά από μια περίοδο, που γνωριζε εκ των έσω(;) την υπόθεση της δολοφονίας του Τρότσκι, ο οποίος αποτελεί βασικό εκπρόσωπο της σύγχρονης Κούβας που κάτω από την επιρροή της Μόσχας διέγραψε μια πορεία αλλοίωσης του πραγματικού νοήματος της Επανάστασης, που οικοδόμησε μια άρχουσα τάξη με κληρονομική εξουσία, που μέχρι σήμερα απολαμβάνει τις παραλίες της τουριστικής περιοχής του Βεραδέρο – ακριβής κι απρόσιτης για τους ντόπιους – που εξουσιάζει και κατευθύνει με απολυταρχικότητα κάθε στιγμή της κοινωνικής και προσωπικής ζωής, χαρακτηρίζει ως εγκλήματα κατά της Επανάστασης καταστάσεις και επιθυμίες όπως την ομοφυλοφιλία, που όμως στα πρώτα χρόνια της Ρώσικης Επανάστασης είχε αναγνωρισθεί ως δικαίωμα, που έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην τέχνη και την λογοτεχνία ακολουθώντας το δόγμα του “σοβιετικού ρεαλισμού” και καταπνίγοντας κάθε πρωτοπορία (όπως στην συγγραφική περιπέτεια του Ιβάν που έρχεται σε πλήρη παράθεση με την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι) γεγονότα που ο ίδιος ο Παδούρα έχει νιώσει στο πετσί του. Υπό αυτό το πρίσμα έχουμε ένα ιστορικό ντοκουμέντο με ψήγματα αυτοβιογραφίας.
Η αστυνομική πλοκή εδώ δεν ακολουθεί τον κλασικό δρόμο: φόνος – ανακάλυψη του εγκληματία και αδιαφορία για τους λόγους του εγκλήματος που συχνά ακολουθεί μέχρι σήμερα η αμερικάνικη σχολή του είδους αλλά μάλλον την πιο ευρωπαϊκή τάση του “γνωρίζουμε τον δολοφόνο και ερευνούμε τα αίτια και τις αφορμές που τον οδήγησαν στο έγκλημα”, το οποίο έχει δώσει την μεγάλη ευχέρεια να αποτελέσει τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό μυθιστόρημα το σύγχρονο κοινωνικό καταγγελτικό έπος του 21ου αιώνα. Κι αυτό είναι πιστεύουμε το στοίχημα του συγγραφέα: καταγγελία μιας εποχής που ορισμένοι υπερασπίζονται μέχρι σήμερα – με λανθασμένες, το λιγότερο, αποκαταστάσεις και συλλυπητήριες επιστολές σε δικτάτορες μόνο κατ’ όνομα κομμουνιστές… και μια ελπιδοφόρα προσπάθεια να ανακαλύψουμε μόνοι μας αλλά και συλλογικά την πραγματική ουσία της Επανάστασης, να μάθουμε από τα “λάθη” των προηγούμενων και να δράσουμε από την αρχή…
Δεν πρέπει να παραλείψουμε, ότι είναι ένα έργο με όλες τις αρετές ενός καλού μυθιστορήματος το οποίο ρέει σαν νεράκι – θα το διαβάσετε πολύ εύκολα παρόλο τις σχεδόν εφτακόσιες σελίδες του, με ωραίες εικόνες από τους τόπους δράσης των πρωταγωνιστών, πολύ όμορφα αποτυπωμένες από την πένα του Παδούρα, το οποίο μπορεί να μας βάλει κατευθείαν στο συναίσθημα της μοναξιάς και της εξορίας του Τρότσκι – αποτελώντας ίσως και το καλύτερο κομμάτι του. Αλλά “Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά” είναι περισσότερο ένα μυθιστόρημα για την περιπέτεια της γραφής και πόσο εξαρτημένη είναι, θέλει ή δεν θέλει, από τις κοινωνικές καταστάσεις και αναγκαιότητες. Αποτελεί μια ελεγεία στους αγώνες των απλών ανθρώπων που στο πρόσωπο του Τρότσκι, του Ραμόν και του Ιβάν εικονίζονται οι ελπίδες και οι διαψεύσεις των ονείρων όχι μιας ή δύο γενιών αλλά μιας ολόκληρης τάξης, της εργατικής που και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών έχει να αντιμετωπίσει το ίδιο δίλημμα: βαρβαρότητα του καπιταλισμού και φασισμός ή σοσιαλιστική επανάσταση και αληθινός πολιτισμός;
Ειρηναίος Μαράκης
Χανιά Κρήτης