Του Παναγιώτη Μενεγού

Πρώτα τους ακούς.

Είναι αυτό το χαρακτηριστικό σύρσιμο που κάνουν τα ροδάκια από τις βαλίτσες στην άσφαλτο του Κουκακίου (ή το αναπήδημά τους στα γραφικά πλακόστρωτα της Πλάκας).

Μετά τους βλέπεις.

Συνήθως είναι πολύ απορροφημένοι στο κινητό τους. Πιο πολύ απ’ όσο τον υπόλοιπο χρόνο. Κάνουν ζιγκ ζαγκ στις διαδρομές του Google Maps, σβήνουν πινέζες από τους εξατομικευμένους χάρτες τους, σαρώνουν στα γρήγορα τις σημειώσεις που συγκέντρωσαν και πια γεμίζουν άνετα τον πρώτο τόμο από τους Αδελφούς Καραμαζόφ, πασχίζουν να θυμηθούν που -και αν- αποθήκευσαν εκείνη τη λίστα με τις «προτάσεις της τελευταίας στιγμής». Κάνουν ουρές στα ταχυφαγεία, πίνουν μονορούφι φρέντο εσπρέσο προσθέτοντας λίγη κηροζίνη στα ήδη μεγάλα αποθέματα ενέργειάς τους, έχουν πολλή όρεξη να μάθουν πολλές πληροφορίες για τα πολλά διαφορετικά τυριά της «γκρικ τσιζ πάι», ενώ εσύ στέκεσαι από πίσω τους κι έχεις πολλή βιασύνη για τις πολλές διαφορετικές υποχρεώσεις της ημέρας.

Κι έπειτα πέφτεις πάνω τους.

Είτε όταν χαμένοι σε ρωτάνε πληροφορίες γιατί δεν μπορούν να βρουν το Δίπορτο για «τραντίσιοναλ τσίκπιζ», είτε γιατί βγαίνουν ξαφνικά από το 532ο μπουτίκ χοτέλ που άνοιξε στο ιστορικό κέντρο κι εκβάλλει στα θεόστενα πεζόδρομια της Κολοκοτρώνη, της Λέκκα και της Περικλέους. Μπορεί και να τρακάρετε όταν σταματάνε ξαφνικά για να τραβήξουν την 56η ανούσια φωτογραφία της ημέρας από κάτι που τους φάνηκε όμορφο ή αντιπροσωπευτικό ή εξωτικό (και μάλλον δε θα επιβιώσει στην τελική διαλογή των στόριζ της ημέρας).

Τους αναγνωρίζεις.

Όχι επειδή «έφτασε ο Μάιος, εμπρός βήμα ταχύ, να τους προϋπαντήσουμε σε κάποιο ερ μπι εν μπι». Αλλά, επειδή οι τουρίστες της Αθήνας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όταν, δεν υποδεχόμαστε αλλά, ταξιδεύουμε. Όλοι θέλουμε κάτι διαφορετικό. Όλοι θέλουμε το ίδιο. Όλοι κυνηγάμε (να βγάλουμε) την ίδια φωτογραφία. Όλοι μας ενοχλητικοί «κυνηγοί της χαμένης εμπειρίας». Όλοι μας τουρίστες του ύστερου καπιταλισμού.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, το 1995 κάτι παραπάνω από μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι επισκέφθηκαν μια ξένη χώρα. Τα ταξίδια μέχρι τότε ήταν ένα ακριβό χόμπι, απευθύνονταν σε μια ελίτ της περιέργειας και της περιπέτειας, η οργάνωσή τους απαιτούσε χρόνο και, συχνά πραγματικό, κόπο. Μετά καταργήθηκαν τα σύνορα, στη γειτονιά μας καταργήθηκαν και τα εθνικά νομίσματα, καθιερώθηκαν οι αεροπορικές χαμηλού κόστους. Το ίντερνετ μπήκε για τα καλά στη ζωή μας, μας διασύνδεσε, μετέφερε αστραπιαία την πληροφορία και σταδιακά τα έκανε όλα εφικτά με το πάτημα ενός κουμπιού. Τίποτα δεν ήταν πια απίθανο. Η γενιά που ενηλικιώθηκε στην αυγή του 21ου αιώνα είχε την τύχη να ταξιδέψει σε τέτοια εμβέλεια και συχνότητα που οι γονείς της δεν είχαν καν διανοηθεί. Και ύστερα ήρθαν τα σόσιαλ. Όχι μόνο πηγαίνουμε πια περισσότερα ταξίδια. Αλλά μπορούμε να μοιραζόμαστε κάθε εικόνα, γεύση ή στιγμή τους ακόμα και σε πραγματικό χρόνο με αυτούς που βράζουν στο ζουμί τους πίσω στην πατριδούλα.

Λίγο, πριν ξεσπάσει η πανδημία (που αρχικά φρέναρε τον υπερτουρισμό, αλλά με το που «τελείωσε» τον έκανε να επιστρέψει πιο βουλιμικός από ποτέ), το αντίστοιχο νούμερο είχε τριπλασιαστεί: σχεδόν 1.5 δισεκατομμύριο άνθρωποι ταξιδεύουν σήμερα. Με διαφορετική συχνότητα, διαφορετικό πορτοφόλι, σε διαφορετικούς προορισμούς, όχι όμως με διαφορετικές απαιτήσεις.

Η τεχνολογία εκδημοκράτισε μεν τον παγκόσμιο τουρισμό, αλλά (μας) δημιούργησε και μια σειρά από ψευδαισθήσεις. Οταν μεγαλώναμε (λέγαμε ότι) θα γίνουμε travellers not tourists, αλλά μήπως το παρακάναμε; Πόσο μάταιο είναι να πιστεύεις ότι θα «ζήσεις σαν ντόπιος» όταν (λέξη-κλειδί) επισκέπτεσαι ένα μέρος για 3, 5, 7 ή ακόμα και 10-15 μέρες; Στην καλύτερη περίπτωση, θα δεις κάποια πράγματα καλύτερα και πιο αυθεντικά αν έχεις μαζί σου έναν λόκαλ. Αλλιώς, και το κακό είναι ότι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας όλοι το ξέρουμε, ψαρεύουμε «trueίλα» από τις ίδιες λίστες που ψαρεύουν κι εκατομμύρια «ψαγμένοι travellers», σαν κι εμάς, απ’ όλον τον κόσμο. Όλοι ψάχνουν το «καλύτερο cacio e pepe στη Ρώμη», όλοι αναζητούν τα «καλύτερα pasteis de nata» στη Λίσαβονα.

Γιατί αυτή η απόλυτη εμμονή, η μανία με την «κουλτούρα του καλύτερου» (ζητώ συγγνώμη εκ μέρους σύσσωμου του δημοσιογραφικού σύμπαντος, αλλά κι εσείς…όταν βλέπετε τη λέξη «καλύτερο» στον τιτλο, λυσσάτε στα views), οδηγεί σε φουλ ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Σχεδόν όλοι το έχουν περάσει έστω 1-2 φορές στην ταξιδιωτική καριέρα τους: να βολοδέρνουν κάνοντας κύκλους σε κάποιο ιστορικό κέντρο προκειμένου να επιλέξουν που θα φάνε κάτι ρημαδοαβγά για πρωινό. O πιο ασφαλής τρόπος, δηλαδή, να τσακωθείς με τον συνταξιδιώτη σου – το μόνο μεγαλύτερο σιγουράκι για μικροκαβγά είναι όταν πας με τον/την σύντροφο στα ΙΚΕΑ. Κι όλα αυτά λες και δεν «είναι το μπραντς παντού το ίδιο», όπως λέει και μια παλιά σοφή χιψτερική παροιμία; Λες και η επιτυχία ενός ταξιδιού δε μετριέται στις στιγμές με τους ανθρώπους που είμαστε μαζί, παρά στην κριτική που θα γράψουμε μετά στο Trip Advisor; (Just don’t.)

Όλα καταλήγουν να μετριούνται ως «εμπειρία». Κοινός τόπος: Η αναζήτηση ενός ατομικού βιώματος, η αποτίναξη του στίγματος «εκείνων που κάνουν διακοπές με γκρουπ». Πόσο το αποτινάζεις όμως αναζητώντας έναν εσπρέσο στο «καλύτερο espresso bar της Κοπεγχάγης»; Ενώ, guess what? Έχει κι εκεί πολλά ψωμιά, την ίδια τσιμεντοκονία, και σίγουρα περισσότερους πανύψηλους Δανούς και Δανές με λίγο ξεθωριασμένο χρώμα δέρματος και μονόχρωμα ρούχα. Αυτή είναι, φίλες και φίλοι, η παγίδα της σύγχρονης «βιομηχανίας των tips» – καμιά φορά πάμε στα ταξίδια πιο διαβασμένοι απ’ οτι στις Πανελλήνιες και καταλήγει η αναψυχή να μετατρέπεται σε to-do list μεγαλύτερη κι από αυτή μιας φορτωμένης Δευτέρας στο γραφείο.

Σε ένα σχετικό άρθρο του Vox πριν από λίγους μήνες, το συμπέρασμα ήταν: «Το ότι αντέχεις οικονομικά να πας σε ένα όμορφο μέρος, δε συνεπάγεται ότι θα το απολαύσεις κιόλας». Στο μικροσκόπιό του ήταν το Ποζιτάνο, το πανέμορφο χωριό στην ακτή Αμάλφι της νότιας Ιταλίας. Κλασικό παράδειγμα ενός υπέροχου μέρους που διέλυσε ο τουρισμός (έχει 4000 κατοίκους, φιλοξενεί τριπλάσιους τουρίστες). Κάτι ανάλογο με το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Σαντορίνη ή η Βενετία, σε άλλη ένταση και με άλλες υποδομές. Εκεί, δηλαδή, που η απληστία δολοφονεί τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.

Κάτι που μας οδηγεί και στα πιο σοβαρά. Πώς οι ίδιοι άνθρωποι έχουμε τόσο διπλά στάνταρ; Δεν φταίμε, «τουρίστες του ύστερου καπιταλισμού» είπαμε ότι είμαστε. Απλά το AirBnΒ που μας καταστρέφει τις πόλεις είναι αυτό που κάνει πιο εύκολα τα ταξίδια μας. Οι ξενοδοχειακές μονάδες που μας κλείνουν τα σινεμά στο κέντρο της πόλης, είναι εκείνες που ίσως επιλέγουμε στις πόλεις που επισκεπτόμαστε. Οι υπηρεσίες για τις οποίες κακοπληρωνόμαστε στη χώρα μας είναι εκείνες που απαιτούμε χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε στο εξωτερικό. Η απόλυτη τουριστικοποίηση που ασφαλώς αποσυνδέει τις πόλεις από τον πληθυσμό και τον χαρακτήρα τους, διαμορφώνει τελικά ένα πρότυπο στο οποίο -ακόμα κι αν είμαστε ιδεολογικά κι αισθητικά απέναντι- τελικά με έναν τρόπο το υπηρετούμε.

Πόσα από αυτά που ψάχνουμε στις διακοπές, θα τα αναζητούσαμε όντως στην πόλη μας; Κι από την άλλη, ποιο είναι το νόημα του να ταξιδεύεις αν κάνεις και βλέπεις ακριβώς τα ίδια πράγματα με το μέρος που ζεις;

Ο σύγχρονος τουρισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια «αίθουσα γεμάτη καθρέφτες». Μέσα στο μυαλό μας.