Ηταν καλοκαίρι του 1963 όταν έψαυσα κρητικές ελιές του 16ου αιώνα π.Χ. Πρωτοβρεθήκαμε τότε με την Εφη, βοηθοί του μακαρίτη Νικόλαου Πλάτωνα, στην ανασκαφή της Ζάκρου.
Νεαρός επιμελητής αρχαιοτήτων, ανίδεος φυσικά για τόσα και τόσα, δεν δίσταζα όμως μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία. Καθώς φάνταζε αδύνατη η ανακάλυψη του περιεχομένου ενός μικρού δωματίου του μινωικού ανακτόρου, με τον ψυχρό τώρα λατινικό αριθμό LXX, βάλθηκα να συνδράμω. […] Ακόμη κι απ’ τον ελαφρύ κυματισμό της επιφάνειας του νερού ήταν φανερό πως επιτέλους το κύπελλο αναδυόταν. Κι όπως το φαντάστηκα, γεμάτο μέχρι πάνω ατόφιο κρητικό χρυσάφι, που λουζόταν ξανά κι απρόσμενα στο οικείο του φως του ήλιου, αντανακλούσε τις ακτίνες του, που με θάμπωναν, και στραφτάλιζε.
Το κύπελλο ήταν ξέχειλο από παχιές, κρεατωμένες, κατάμαυρες κρητικές ελιές! Εμεινα άφωνος για το θαύμα. Μπορεί και να μην το πίστεψα, γιατί βύθισα προσεκτικά πάλι το γεμάτο κύπελλο στο νερό, που αναδύθηκε ξανά με αδιατάρακτο το βαρύτιμο περιεχόμενό του, το ίδιο αστραφτερά γυαλιστερό. […]
Γεύση μιας προϊστορικής ελιάς
του Γιάννη Σακελλαράκη
Εκδόσεις Ικαρος