“Οι εκλογές έχουν το χαρακτήρα πολιτικού μηνύματος όχι επειδή το λέμε εμείς αλλά επειδή αυτό προκύπτει από τις συνθήκες και τα αδιέξοδα σε Ελλάδα και Ευρώπη”. Αυτά ανάμεσα σε άλλα δηλώνει σήμερα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΝΩΜΗ, ο κ. Γιάννης Δραγασάκης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών και αντιπρόεδρος της Βουλής.
Συνέντευξη στον Βαγγέλη Πάλλα.
– Εκτιμάτε ότι πέτυχαν ή απέτυχαν τα Μνημόνια;
Η πολιτική που εφαρμόστηκε μέσω των Μνημονίων δημιούργησε πρωτόγνωρες καταστάσεις για την Ελλάδα, καθώς η κοινωνία πορεύεται σε «αχαρτογράφητες περιοχές». Η διάρκεια και το βάθος της ύφεσης, καθώς και το μέγεθος της ανεργίας δεν έχουν προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Συγκρίνονται μόνο με καταστάσεις που εμφανίστηκαν στην κρίση του 1929. Η λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή» δεν είχε τίποτε το δημιουργικό για την κοινωνία. Η σωρευτική απώλεια σε όρους εθνικού εισοδήματος έχει υπερβεί το 25%. Η ανεργία προσεγγίζει το 30% και στους νέους έχει υπερβεί το 60%. Το Δημόσιο Χρέος από 126%, που ήταν πριν τα Μνημόνια, είναι σήμερα στο 175%. Οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 30%. Μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού έχει απαξιωθεί. Καταστράφηκαν 900.000 θέσεις εργασίας που χρειάστηκαν 20 χρόνια για να δημιουργηθούν. Αναγκαία , λοιπόν, προϋπόθεση ο τερματισμός της καταστροφικής πολιτικής, το τέλος των Μνημονίων και η αντικατάστασή τους από μια πολιτική ανόρθωσης της κοινωνίας και ανασυγκρότησης της οικονομίας.
– Αρκεί η απαλλαγή από τα Μνημόνια για να τεθεί τέλος στην καταστροφή, όπως την ονομάζετε;
Η απαλλαγή από τα Μνημόνια και την τρόικα, είναι αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Αναγκαία είναι, επίσης, μια πολιτική η οποία θα συνδυάζει αφενός την ανόρθωση της οικονομίας και αφετέρου το μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας, με στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού συστήματος και μοντέλου ανάπτυξης που θα δίνει προτεραιότητα στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση ενός μακρόπνοου σχεδίου και μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Και αυτή είναι μια πρώτη αφετηριακή προϋπόθεση. Η διέξοδος αυτή προϋποθέτει την κοινωνία ενεργή, το λαό στο προσκήνιο και μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται στον κόσμο της εργασίας και τη νέα γενιά.
– Θεωρείτε ότι τα μνημόνια «τελειώνουν», όπως ισχυρίζεται η ελληνική κυβέρνηση;
Όχι, τα μνημόνια μπορεί να αλλάξουν μορφή και όνομα, όμως, ως περιεχόμενο πολιτικής δεν τελειώνουν αν δεν τα τελειώσουμε. Παραμένουν μηχανισμοί επιβολής νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων μέσω των οποίων ισοπεδώνονται οι κοινωνίες, διαλύονται οι οικονομίες, μετατρέπονται σε ειδικές οικονομικές ζώνες με υποβαθμισμένα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, πλευρές της πολιτικής των μνημονίων, θεσμοθετούνται και συγκροτούν το νέο θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης. Γι’ αυτό ακριβώς την κατάργηση των μνημονίων και των συνεπειών από την εφαρμογή τους πρέπει να την κατανοήσουμε ως μία προσπάθεια που μπορεί να αρχίζει από την κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά πρέπει να πάρει πανευρωπαϊκή διάσταση.
– Μας λέει η κυβέρνηση ότι έχουμε επιτυχίες, μας μιλούν για success story. Τι εννοούν;
Εννοούν ότι μειώθηκε το δημόσιο έλλειμμα, και εμείς θέλαμε να μειωθεί. Η μείωση όμως αυτή δεν έγινε επειδή έγινε δικαιότερη η κατανομή των βαρών. Ούτε έγινε επειδή το κράτος έγινε πιο αποτελεσματικό για την κοινωνία. Η μείωση του ελλείμματος έγινε διότι υπερφορολογήθηκαν αυτοί που ήδη φορολογούνται, διότι διαλύθηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες και διότι μειώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις. Ακριβώς γι’ αυτό η μείωση αυτή δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικη, αλλά δεν είναι και βιώσιμη. Μειώθηκε πρόσκαιρα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά δεν αποκτήσαμε μια παραγωγική οικονομία, δεν επιτύχαμε περισσότερες εξαγωγές.
Αντίθετα, η παραγωγική οικονομία αποσυντίθεται. Το εξωτερικό έλλειμμα μειώθηκε διότι μειώθηκαν οι εισαγωγές. Και μειώθηκαν οι εισαγωγές διότι ο κόσμος δεν μπορεί να καταναλώνει. Ονομάζουν την κοινωνική γενοκτονία success story και επενδύουν πάνω σε αυτήν.
Υπάρχει , ακόμη, ένα σημαντικό στοιχείο που αποκρύπτει επιμελώς η ελληνική κυβέρνηση. Και αυτό είναι οι επίσημες Εκθέσεις των διεθνών Οργανισμών, που ο ένας μετά τον άλλον αναγνωρίζουν αυτά που εμείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, λέγαμε από την πρώτη στιγμή. Ότι, δηλαδή, αυτό το πρόγραμμα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικο, όπως είναι κάθε πρόγραμμα λιτότητας, αλλά είναι και αναποτελεσματικό και δημιουργεί τεράστιες καταστροφές. Έχουμε λοιπόν το ίδιο το ΔΝΤ να αναγνωρίζει ότι έκανε λάθος και η ύφεση είναι μεγαλύτερη από ό,τι προέβλεπε. Ακολουθεί ο ΟΟΣΑ που κι αυτός αναγνωρίζει ότι εξεδήλωσε μεγαλύτερη αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας απ’ ό,τι στην πραγματικότητα συνέβη. Έχουμε ακόμη και το Ευρωκοινοβούλιο που με την Έκθεσή του λέει ότι αυτά που έκανε η τρόικα στην Ελλάδα δεν έχουν καμιά νομιμοποίηση, διότι ποτέ και πουθενά δεν συζητήθηκαν οι ενδεχόμενες εναλλακτικές πολιτικές που υπήρχαν. Εφαρμόσθηκε με δικτατορικό τρόπο μια πολιτική στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Έχουμε το Διεθνές Γραφείο Εργασίας το οποίο διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα παραβιάζονται οι διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Έχουμε το Συμβούλιο της Ευρώπης το οποίο θεωρεί παράνομο το γεγονός ότι οι νέοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν μικρότερο μισθό απ’ ό,τι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι. Όλα αυτά καταδεικνύουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι τα success story είναι ψευδείς ιστορίες για να καλυφθούν οι τραγικές πολιτικές και τα μεγάλα αδιέξοδα της κυβέρνησης.
– Και το πρωτογενές πλεόνασμα που ανακοινώνει η κυβέρνηση;
Στην πραγματικότητα πρόκειται για πλεόνασμα λιτότητας σε Παιδεία, συντάξεις, ασφάλιση, περίθαλψη και τρομακτικό έλλειμμα στο σκέλος της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Μειώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες και τις δημόσιες επενδύσεις οι κυβερνώντες ισχυρίζονται ότι εμφάνισαν πρωτογενές πλεόνασμα.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που η κυβέρνηση ανακοινώνει το πρωτογενές πλεόνασμα καταθέτει στη Βουλή το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής, μέσω του οποίου καθίσταται σαφές ότι στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής, το «ψαλίδι» στις δαπάνες του κράτους θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Τα νέα μέτρα που υποκρύπτονται στο νέο πρόγραμμα θα εξειδικευτούν αμέσως μετά τις εκλογές.
Ας θυμηθούμε, επίσης, πως τόσο το μνημόνιο όσο και η απόφαση του Eurogroup της 27/11/2012 προβλέπουν ότι όλο το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού πρέπει να διατίθεται για την εξυπηρέτηση του υφιστάμενου δημόσιου χρέους. Μόνο αν ο στόχος του πλεονάσματος υπερκαλύπτεται, ένα μέρος του υπερβάλλοντος πλεονάσματος μπορεί να χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς.
Αν όμως όλο το πλεόνασμα διατίθεται για το χρέος δεν θα υπάρχουν δημόσιοι πόροι για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Και με στάσιμη οικονομία πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να δημιουργηθούν μόνο με λιτότητα, περικοπές δημόσιων δαπανών και υπερφορολόγηση. Η λιτότητα και η υπερφορολόγηση όσων πληρώνουν φόρους δεν αποτελούν επομένως παρένθεση. Η μόνιμη λιτότητα και η διαρκής και άνιση υπερφορολόγηση αποτελούν τη νέα κανονικότητα. Η συνεπής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα μετρίαζε τον άνισο χαρακτήρα της υπερφορολόγησης, δεν θα μπορούσε όμως να την εξαλείψει.
Δεν είναι μόνον αυτό. Αφού κάθε αύξηση των φόρων στόχο θα έχει την εξυπηρέτηση του παλαιού χρέους, η κοινωνική ανταποδοτικότητά τους θα βαίνει μειούμενη. Το ίδιο και η κοινωνική νομιμοποίησή τους. Άρα η λιτότητα και η υπερφορολόγηση μόνο με βία και αυταρχισμό θα μπορούν να επιβάλλονται. Αυτή είναι η ανάλυση και η απάντηση που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα φάση, ανατρέποντας τους προεκλογικούς πανηγυρισμούς της κυβέρνησης.
– Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ασφαλώς οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς και η αντιμετώπισή τους είναι δική μας ευθύνη. Η κρίση όμως επιδεινώθηκε και από παράγοντες εξωγενείς. Και από πολλές απόψεις είναι μέρος της ευρύτερης ευρωκρίσης.
Χρειάζεται λοιπόν να τεθεί σε εφαρμογή ένα συνολικό ανορθωτικό πρόγραμμα με βασικούς στόχους τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και του αξιόχρεου του ελληνικού κράτους, την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, τον δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους, την ανακατανομή των βαρών, την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση σε πρώτο χρόνο της ανθρωπιστικής κρίσης.
Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της λιτότητας απαιτείται ο συνδυασμός τριών τουλάχιστον προϋποθέσεων:
α) Διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους
β) Μη δανειακή αναπτυξιακή χρηματοδότηση στο αρχικό στάδιο
γ) Ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή εξυπηρέτηση του συμφωνημένου χρέους ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και όχι ανάλογα με το πλεόνασμα.
Είναι τα τρία συστατικά του Σχεδίου Μάρσαλ με το οποίο –στα πλαίσια του τότε ψυχρού πολέμου- βοηθήθηκε η Γερμανία το 1953 από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Στις σημερινές συνθήκες, οι παραπάνω προϋποθέσεις θα μπορούσαν να εκπληρωθούν από μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το χρέος και ένα New Deal για την Ευρώπη. Κατευθύνσεις που πρέπει να συζητηθούν με ειλικρινή διάθεση και , εν συνεχεία, να ληφθούν αποφάσεις σε μια πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος των χωρών-εταίρων της Ε.Ε.
– Πολλοί υποστηρίζουν πως οι ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές θα περιέχουν πολιτικό μήνυμα σε σχέση με την κυβερνητική πολιτική. Ποιες είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ;
Οι εκλογές έχουν το χαρακτήρα πολιτικού μηνύματος όχι επειδή το λέμε εμείς αλλά επειδή αυτό προκύπτει από τις συνθήκες και τα αδιέξοδα σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Ο λαός έχει την ευκαιρία να πει ναι ή όχι στα μνημόνια και στις κοινωνικά άδικες και βάρβαρες πολιτικές. Να ψηφίσει για μια αυτοδιοίκηση μοχλό της κοινωνικής κινητοποίησης και της ανασυγκρότησης της χώρας ή για έναν θεσμό υπό ιδιωτικοποίηση, περιθωριοποίηση και παρακμή. Να πει τη δική του γνώμη αν θέλει να ενισχυθούν οι δυνάμεις και οι λογικές του φόβου, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας που θέλουν να διαλύσουν ό,τι έχει κατακτηθεί στην Ευρώπη, και να μας επιστρέψουν στο μεσαίωνα των τυφλών εθνικών ανταγωνισμών ή να ενισχυθεί και να αναθεμελιωθεί η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης στη βάση της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα κρίνει σε ποια Ευρώπη, με ποιους συσχετισμούς θα δώσει τη μάχη η Ελλάδα με μια αυριανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
–Αισιοδοξείτε ότι ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης θα αλλάξει;
Ας διευκρινίσουμε κατ’ αρχήν ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει μία Ευρώπη, αλλά δύο τουλάχιστον. Από τη μία είναι η Ευρώπη των αγορών, του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας, που εκφράζει κατεξοχήν η κ. Μέρκελ και το ευρωπαϊκό συντηρητικό κατεστημένο. Από την άλλη, είναι η Ευρώπη των αγώνων, της αλληλεγγύης, των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, της κοινωνικά δίκαιης και αειφόρου ανάπτυξης, που εκφράζουν τα κοινωνικά κινήματα η ευρωπαϊκή Αριστερά.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα στοίχημα. Ποια Ευρώπη θέλουμε; Εμείς, θέλουμε μια δημοκρατική Ευρώπη που θα έχει ως άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη σταθερή απασχόληση. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην Ευρώπη της λιτότητας και των μνημονίων, επειδή οδηγούν σε άνιση κατανομή των εισοδημάτων και φτωχοποίηση τις κοινωνίες.
Οι αριθμοί που ανακοίνωσε πρόσφατα η Eurostat είναι ανελέητοι. Όποια χώρα μπήκε σε καθεστώς μνημονίου πνίγηκε αμέσως από την έκρηξη του δημόσιου χρέους της και μάλιστα στις χειρότερες θέσεις βρίσκονται η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, με την Ιταλία να παρεμβάλλεται ανάμεσά τους.
Η κατάσταση που δημιουργείται για τους λαούς της Ευρώπης είναι αδιέξοδη. Η λιτότητα χτυπάει και την καρδιά της ΕΕ, όχι μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο πειραματόζωο, αλλά το πείραμα αφορά το σύνολο των πολιτών της Ευρώπης και των δημοκρατικών του ελευθεριών.
Στον ΣΥΡΙΖΑ είμαστε αισιόδοξοι ότι με τους αγώνες των πολιτών ένα νέο μοντέλο θα σαρώσει τον δημοκρατικό και εργασιακό Μεσαίωνα.
——————————–
Βιογραφικό Γιάννη Δραγασάκη
Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β΄ Περιφέρεια Αθηνών. Είναι αντιπρόεδρος της Βουλής.
Είναι μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και Πρόεδρος της Υποεπιτροπής Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Είναι μέλος της κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς».
Γεννήθηκε στην Ανατολή Λασιθίου Κρήτης το 1947. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εργασθεί σε διάφορες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα καθώς και ως οικονομολόγος – μελετητής. Στα μαθητικά του χρόνια, ανέπτυξε δραστηριότητα ως μέλος της νεολαίας “Γρηγόρης Λαμπράκης”. Ως φοιτητής συμμετείχε στην αντιδικτατορική δράση. Διετέλεσε Γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Λονδίνου. Υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ μέχρι το 1991 και του Συνασπισμού από την ίδρυσή του. Στις εκλογές του Ιουνίου 1989, εξελέγη βουλευτής Χανίων με τον ενιαίο Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου. Συμμετείχε, ως Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, στην Οικουμενική Κυβέρνηση του Ξ. Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990). Επανεξελέγη βουλευτής Β΄ Αθήνας στις εκλογές 1996, 2004, 2007 και 6ης Μαΐου 2012. Υπήρξε και στο παρελθόν Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, και επί πολλά έτη μέλος της διαρκούς Επιτροπής της Βουλής για την οικονομία και τον προϋπολογισμό. Συμμετείχε επίσης ως μέλος στην αντιπροσωπεία του ελληνικού κοινοβουλίου στον Ο.Α.Σ.Ε..