Στα Χανιά βρέθηκε την Τρίτη, και στο Ρέθυμνο την Τετάρτη, ο συγγραφέας Γιάννης Μακρυδάκης από τη Χίο όπου, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου Του Θεού το Μάτι (εκδ. Εστία), μας μίλησε για το θέμα «Άλλο είναι η Ζωή κι άλλο αυτό που ζούμε». Στην κατάμεστη αίθουσα του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου (Νεώριο Μώρο) στα Χανιά παραβρεθήκαμε κι εμείς για να ακούσουμε τις ενδιαφέρουσες απόψεις ενός νέου ανθρώπου που σπούδασε Μαθηματικά, ασχολήθηκε με τους υπολογιστές ζώντας όλη του τη ζωή στα αστικά κέντρα, και τελικά γύρισε στο σπίτι του παππού του στη Χίο όπου άρχισε να καλλιεργεί τη γη, να προσέχει τα ζώα του και να γράφει!
«Οι ήρωές μου είναι το πρόσχημά μου για να μιλήσω για πράγματα άλλα, που με απασχολούν και σχετίζονται με τη ζωή στη φύση σε αντιπαράθεση με τη ζωή στην κρίση» είπε αναφερόμενος στον ταβερνιάρη αγρότη Παναγή, «όπου ζει καταγής», τον ήρωα του βιβλίου του «Το ζουμί του Πετεινού». «Γενικά οι ήρωές μου είναι λίγο λοξοί, περιθωριακοί» θα σχολιάσει λίγο πριν μπει και αυτός στο ζουμί της ομιλίας του. «Τόσο καιρό ζούσα στις πόλεις, όπου σιγά-σιγά ένιωθα πως νοικιάζω τον εαυτό μου σε κάποιους με αντάλλαγμα χρήματα, τα οποία σπαταλούσα στη συνέχεια για να τραφώ και να ζήσω, χωρίς μάλιστα να ελέγχω τι τρώω και τι πίνω. Κι άρχισα να νιώθω άσχημα γι’ αυτό». Με αυτή την προσωπική συνειδητοποίηση ενάντια στην εικονική πραγματικότητα που ζούσε, με ένα 20ήμερο διάλειμμα ζωής, συγκρότησε τη σημερινή του άποψη ο Γιάννης Μακρυδάκης για τη ζωή και την αντίσταση. Στη διάρκεια της ομιλίας του, με χιούμορ και ευρηματικότητα, μας είπε πολλά, μεταξύ αυτών και τα εξής:
– Από μικρά παιδιά, στο σχολείο, μαθαίνουμε τον διπλανό μας ως έναν ανταγωνιστή κι εμποτιζόμαστε έτσι με το δηλητήριο του ανταγωνισμού και του ατομικισμού. Ξεχάσαμε έτσι τον διπλανό μας, τον συνάνθρωπο, αλλά και εμάς τους ίδιους καθώς από το κάθε άτομο πρέπει να ξεκινήσει η αλλαγή.
– Στην εικονική πραγματικότητα που ζούμε στις πόλεις έχουμε γίνει υποχείρια, «κυκλοφορητές χρήματος». Αναγάγαμε το χρήμα σε αυταξία από απλό μέσο ανταλλαγής. «Παλιά, και μάλιστα όχι πολύ παλιά, στη γενιά του παππού μου μόλις, οι άνθρωποι ήταν πολυμήχανοι, μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, ξέραν αυτό, κι εκείνο και το άλλο. Τώρα εξειδικευτήκαμε, από πολυμήχανοι γίναμε υπολογιστές. Υπολογίζουμε τα έξοδα και αν βγαίνει ο μισθός μας για να ζήσουμε. Εκφυλιζόμαστε ως άνθρωποι έτσι, ως πλάσματα. Νομίζουμε ότι αν έχουμε λεφτά είμαστε εντάξει, όλα ΟΚ. Και που είναι τώρα τα λεφτά που είχαμε; Όλη η προηγούμενη ευημερία που πήγε; Πουθενά, γιατί ο πραγματικός πλούτος, αυτός που μένει, είναι τα παραγωγικά σου μέσα, η γη σου και το νερό. Η πραγματική οικονομία είναι η φύση».
– Τα σημαντικότερα ζητήματα είναι αυτά της διατροφής και της ενέργειας σήμερα. Και τα δύο είναι προβληματικά. Καταρχάς στο διατροφικό: «το 2008 ο αστικός πληθυσμός της γης έγινε περισσότερος από τον αγροτικό, για πρώτη φορά. Τότε περίπου ξέσπασε και η κρίση, μπούκωσε το πράγμα. Κι εμείς αντί να προβληματιστούμε συνεχίσαμε. Κι έτσι συνέβη το ίδιο στην Κίνα το 2012: ο αστικός πληθυσμός ξεπέρασε τον αγροτικό. Από αυτό το ζήτημα προέρχονται όλα τα κακά της μοίρας μας. Επειδή, καλούνται οι λίγοι να θρέψουν τους πολλούς». Όπως σωστά εξήγησε ο Μακρυδάκης στην ομιλία του, «αυτό έχει οδηγήσει στα φάρμακα που παίρνουμε, στη βιομηχανοποιημένη παραγωγή, στους σπόρους που τους αγοράζουμε πληρώνοντας το αντίτιμο, και δεν είναι και αγνοί κιόλας…».
– Στην ενέργεια επίσης εντοπίζεται η αποσύνδεση του ανθρώπου από τη φύση του. «Κάποτε», είπε, «οι άνθρωποι σκεφτόντουσαν πόσα ξύλα θα τους βγάλει το χωράφι τους, πότε να κλαδέψουν, πόσο θα κάψουν για να τους φτάσει… Τώρα, κλείστηκαν στα διαμερίσματα, που εγώ αποκαλώ κλουβιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και αποσυνδέθηκαν από αυτή τη διαδικασία. Πατούν ένα κουμπί και δεν σκέφτονται πως και με τι κόστος παράγεται το ρεύμα, τι ενέργεια καταναλώνεται. Αυτό αυτομάτως οδηγεί σε μία σπατάλη. Κανείς μας δεν κάνει τίποτα για να αναπληρώσει έστω και το 1% απ’ ότι χαλάει»!
– «Αστισμός»! Αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποίησε ο Γιάννης Μακρυδάκης για να περιγράψει αυτό που μας συμβαίνει ως μια ασθένεια, ως μια βλάβη στην αντίληψη. «Έχουμε πάθε αστισμό, δηλαδή δεν αντιλαμβανόμαστε τι μας συμβαίνει, έχουμε αναπτύξει άγνοια των συνεπειών και των κινήσεών μας, δεν έχουμε πια την αντίληψη του τι μας συμβαίνει και πως επιδρά στη ζωή μας η κάθε μας κίνηση».
– «Όση γνώση πήραμε όλα αυτά τα χρόνια –τεχνολογικά επιτεύγματα, θεραπείες για τις ασθένειες, πήγαμε στο φεγγάρι!-, άλλη τόση έχουμε χάσει. Δεν γνωρίζουμε στοιχειώδη πράγματα για να επιζήσουμε».
– «Δώσαμε τους σπόρους μας στην Monsando, μια πολυεθνική που παράγει μεταλλαγμένα, και αν αυτή αποφασίσει αύριο ότι δεν θα μας τους πουλήσει, θα πεθάνουμε από πείνα», είπε και πρόσθεσε: «Ό,τι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε είναι οι σπόροι, το νερό και το οξυγόνο. Α, και οι άνθρωποι γύρω μας. Αυτό το ξεχάσαμε. Ξεχάσαμε ότι είμαστε πλάσματα, ότι έχουμε ίδιες ανάγκες μ’ ένα κότσιφα: τροφή, νερό και ν’ αναπνεύσουμε. Αντί γι’ αυτά, εμείς ζητάμε ανάπτυξη, ανάπτυξη και ανάπτυξη! Και όλο το σύστημα από κάτω είναι σαθρό. Με αυτή την ανάπτυξη φτάσαμε ως εδώ, και τώρα ζητάμε περισσότερη ανάπτυξη για να ξεπεράσουμε την κρίση! Πόσο ανόητο είναι αυτό; Ενώ, ανάπτυξη είναι η δουλειά μας πάνω στη φύση, πάνω στους πόρους μας».
– «Γιγαντώνεται η παραγωγή για να υπηρετήσει τις ανάγκες του γιγαντισμού! Τρώμε τις σάρκες μας με το να κάνουμε εμπόρευμα τα τρία ζωτικά μας στοιχεία, γη, νερό και αέρα. Ταυτόχρονα, το σύστημα μας έχει γεμίσει τύψεις, μας έχει καταστήσει συνυπεύθυνους. Δηλαδή πως; Αγοράζουμε συνεχώς συσκευασμένα προϊόντα, και μετά σου λέει ‘Ανακύκλωσε, εσύ φταις που φτάσαμε εδώ, εσύ μολύνεις, ανακύκλωσε’. Κι αυτό επειδή ψωνίζουμε από μακριά, από τις πολυεθνικές, και παράγουμε απορρίμματα. Παράγουμε απορρίμματα! Πόσο παρανοϊκή αντίφαση εμπεριέχει αυτή η φράση…».
– «Για όλα αυτά γράφω, ιστορίες διάφορες που αποτελούν προσχήματα για να επικοινωνήσω με τον κόσμο, να περάσω αυτά τα μηνύματα. Να πω ότι ο καθένας από εμάς πρέπει να αλλάξει. Η προσωπική επανάσταση θα φέρει τη συλλογική. Να μας δούμε ξανά ως άτομα, ως προσωπικότητες, όχι ως αριθμούς. Να γυρίσουμε στη γη. Να γυρίσουμε στις αξίες. Δεν είναι ουτοπία κάτι τέτοιο. Αν για τους μεγαλύτερους η συνήθεια νικάει, οι νεότεροι ολοένα στρέφονται στον κοινοτισμό».
Δεν κερδίζουμε τίποτα χωρίς κόπο, ήταν το βασικό μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Γιάννης Μακρυδάκης, και το κατάφερε πολύ καλά σε μια όμορφη βραδιά στο Νεώριο Μόρο.
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο”. Έχει γράψει τα βιβλία “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946” (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και “10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940”, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του “Aνάμισης ντενεκές” (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, “Η δεξιά τσέπη του ράσου”, νουβέλα (Εστία 2009), “Ήλιος με δόντια”, μυθιστόρημα (Εστία 2010), “Λαγού μαλλί”, νουβέλα (Εστία 2010), “Η άλωση της Κωσταντίας”, μυθιστόρημα (Εστία 2011), “Το ζουμί του πετεινού”, νουβέλα (Εστία 2012).