Όταν καταλάγιασε ο θόρυβος χτες στην Αγκαλιά ρώτησα μια παρέα νεαρούς Σύριους, «γιατί δεν μείνατε να πολεμήσετε;». Καταλάβαινες από τα πρώτα λεπτά πως είχες μπροστά σου μετρημένους ανθρώπους με ζυγισμένα λόγια, με συμπεριφορά άψογη, μια συμπεριφορά που ούτε εγώ δεν ξέρω αν θα είχα μετά από τόσο κατατρεγμό. Αν κάποιος ήταν να σου πει αλήθεια, θα ήταν αυτοί.
Ένας νεαρός απάντησε: «Ήμουν στον στρατό δυο χρόνια. Τα δυο χρόνια αυτά ήταν αρκετά για να καταλάβω πως οι σφαγές που γινόταν δεν είχαν κανένα νόημα. Εγώ δεν δέχτηκα να σκοτώσω κανέναν γιατί καμιά από τις δυο πλευρές- τις τρεις – πέντε – δέκα κανείς δεν ξέρει πόσες πια πλευρές δεν μάχεται για κάποιο ιδανικό παρά για τα συμφέροντα λίγων αφεντικών και για να κάνουν το παιχνίδι των Αμερικάνων, των Γερμανών, των πολυεθνικών. Δεν έριχνα σφαίρες για την πατρίδα μου αλλά γιατί ήμουν μαριονέτα (puppet ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε) όσων θέλουν την πατρίδα μου διαλυμένη. Όποιος πάει να το πει αυτό τον σκοτώνουν, σε όποια πλευρά κι αν ανήκει. Εγώ δεν θα γίνω φονιάς για αυτούς. Η ανθρώπινη ζωή έτσι δεν έχει αξία (it was a value of nothing)».
Ο νεαρός με κοιτούσε στα μάτια και δεν κόμπιασε ούτε στιγμή. Μετέφρασε τα όσα μου είπε στην παρέα του. Ένας ακόμα με έπιασε από τον ώμο και επανέλαβε: «Δεν γινόμαστε φονιάδες για το τίποτα. Κρυφτήκαμε έξι μήνες στα βουνά για να κάνουμε αντάρτικο και τότε είδαμε πως όλοι εμάς κυνηγούσαν και οι μεν και οι δε και όλοι. Άρα είχαμε δίκιο και ήθελαν να μας εξαφανίσουν. Φύγαμε και θα φτιάξουμε ξανά την πατρίδα μας, όχι όμως όπως θέλουν οι Αμερικάνοι και οι πάμπλουτοι φίλοι τους ευρωπαίοι και άραβες και οι άλλοι αλλά όπως θέλουμε εμείς. Για όλους, να ζουν όλοι μέσα ειρηνικά».
Αυτή είναι η δική μου κατάθεση σε όσους ρωτούν «γιατί δεν έμειναν να πολεμήσουν». Η απάντηση είναι απλή: γιατί υπάρχουν πόλεμοι δίχως νόημα. Ο πόλεμος αυτός είναι δίχως νόημα.