Oταν ο πατέρας μου, μου έφερε από το εξωτερικό το πρώτο μου πικάπ, το 1978, αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου δύο δίσκους. Το «Grease» με τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον Τζον (ήταν η μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία της εποχής), και τις «Μικρές Κυκλάδες» του Μίκη Θεοδωράκη με τη Σούλα Μπιρμπίλη. Το «Grease» εξακολουθεί και σήμερα να με ψυχαγωγεί, όπως όλα τα αμερικανικά μιούζικαλ. Οι «Μικρές Κυκλάδες» αποδείχτηκαν πολύ μεγάλες και σημαντικές για εμένα: Μου άνοιξαν μία πόρτα και μου έδειξαν έναν δρόμο που καθόρισε τον τρόπο σκέψης μου, τις επιλογές μου, τη ζωή μου ολόκληρη. Ξεκινώντας από τον «Μικρό Βοριά» και την «Πούλια πόχει εφτά παιδιά» ένιωσα την ανάγκη να γνωρίσω ακόμα περισσότερο τον Οδυσσέα Ελύτη και το έκανα, ακούγοντας ξανά και ξανά όλα τα ποιήματά του που είχε μελοποιήσει ο Θεοδωράκης, διαδικασία που με έσπρωξε να γνωρίσω καλύτερα και τον Θεοδωράκη και τους άλλους ποιητές που είχε μελοποιήσει όπως τον Σεφέρη και τον Λειβαδίτη… Τραγούδι το τραγούδι, στίχο τον στίχο, βιβλίο το βιβλίο, πέρασα από την ποίηση στη λογοτεχνία και από τον Θεοδωράκη, στον Χατζιδάκι, και στον Ξαρχάκο, για να αρχίσω να ανακαλύπτω και το ρεμπέτικο, και το δημοτικό που ως χαζό παιδί σνόμπαρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, νέος δημοσιογράφος που τότε κάλυπτα το νεοσύστατο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις ελάχιστες επαγγελματικές επαφές που είχα με τον υπουργό τότε Μίκη Θεοδωράκη, παρατήρησα συμπεριφορές (είχαν να κάνουν κυρίως με την επίμονη προώθηση του έργου του) που με είχαν ψιλοαπογοητεύσει. Που έκαναν τον μεγάλο Μίκη (τον μουσικό αλλά και τον άνθρωπο που θαρραλέα, και σε δύσκολες εποχές, δεν δίστασε να βγει μπροστά) να φαίνεται μικρότερος. Είχα θυμώσει τότε. Εμαθα όμως, στην πορεία της ζωής μου, να ξεχωρίζω το ταλέντο από τον χαρακτήρα, τους τρόπους και τα πιστεύω ενός ανθρώπου (το ότι κάποιος είναι καλός καλλιτέχνης δεν σημαίνει ότι είναι και σωστός ως προς τις π.χ. πολιτικές απόψεις του), την καλλιτεχνική δημιουργία από εκείνον που την υπογράφει (ξέρω, είναι μεγάλη κουβέντα αυτή…) και ο θυμός μου καταλάγιασε. Στο τέλος της μέρας, τρέφω ευγνωμοσύνη προς τους σημαντικούς καλλιτέχνες. Μια ευγνωμοσύνη που ακόμα και αν δεν είναι αρκετή για να τους δικαιολογήσει όταν θεωρώ πως «παρεκτρέπονται» (είναι κάτι που συμβαίνει ενίοτε στους πληθωρικούς και τους εγωκεντρικούς ανθρώπους) ή έστω όταν διαφωνώ με απόψεις και πράξεις τους, πάντως με υποχρεώνει να τους σέβομαι, να προσέχω τα λόγια μου όταν αναφέρομαι σε εκείνους.
Ξαφνικά, με αφορμή το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, τη στάση που πήρε και τον λόγο που εκφώνησε, ο μεγάλος Μίκης έχασε πάλι, στα μάτια πολλών, το μέγεθός του. Γράφτηκαν διάφορα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανάμεσά τους ειρωνείες, βρισιές, βγήκαν και τον χαρακτήρισαν ξεμωραμένο. Αλλοι βγήκαν για να τον υπερασπιστούν. Με σθένος αρχίσαμε πάλι να κουβεντιάζουμε για το φαινόμενο Θεοδωράκης. Να το αποθεώνουμε ή να το καταβαραθρώνουμε. Πρόκειται, νομίζω, για μια συζήτηση χωρίς αντικείμενο. Η αξία της μουσικής του για την Ελλάδα είναι δεδομένη. Ο τρόπος με τον οποίο περιφέρει τη δημόσια εικόνα του είναι θέμα δικό του, άντε και της οικογένειάς του. Τον έχουμε δει και άλλες φορές να την τσαλακώνει εκφράζοντας απόψεις και κάνοντας πολιτικές επιλογές που παραξενεύουν, σοκάρουν, δυσαρεστούν, προκαλούν, ενοχλούν και που θυμώνουν.
Oμως, ο ακραία εθνικιστής, όπως επίσης χαρακτηρίστηκε, Θεοδωράκης που ανέβηκε στην εξέδρα του συλλαλητηρίου είναι ο ίδιος κομμουνιστής Θεοδωράκης που είχε συνεργαστεί με την κυβέρνηση Μητσοτάκη για να το μετανιώσει στην πορεία. Είναι και ο Θεοδωράκης των φυλακών, της εξορίας, του Σωτηρία και του αντιδικτατορικού αγώνα. Αυτοί οι πολλοί άνθρωποι είναι ένας καλλιτέχνης: ο συνθέτης που έντυσε με τη μουσική του (αναφέρομαι κυρίως στα τραγούδια του) την ελληνικότητα. Αυτό θα κρατήσω. Γι’ αυτό τον σέβομαι. Γιατί ήμουν το παιδί που παίζοντας ξανά και ξανά στο πικάπ του τα «Ανθη της πέτρας» προσπαθούσε να καταλάβει τους… ακατανόητους στίχους που όμως φαίνονταν τόσο γοητευτικοί: «Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν / όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν / που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή…». Τώρα που η πέτρα, χωρίς τα άνθη της, έγινε όπλο στα χέρια του Ηλία Κασιδιάρη ο οποίος πετροβολάει (με τις δηλώσεις του) τον Θεοδωράκη εκμεταλλευόμενος την παρουσία του στο συλλαλητήριο, δεν μπορούμε να επικροτούμε τον λιθοβολισμό επειδή διαφωνούμε με την πολιτική στάση του συνθέτη. Oταν υπάρχει η μουσική του!
ΥΓ. Αλλο πράγμα, θα μπορούσε να πει κάποιος, η κριτική που ασκείται στο έργο του και άλλο πράγμα η κριτική που ασκείται στον ρόλο που διαδραματίζει ένα πρόσωπο στα πολιτικά πράγματα. Την ίδια στιγμή, άλλο πράγμα η αυστηρή, έστω, κριτική και άλλο η απαξίωση και η βίαιη αποκαθήλωση με αναθέματα και ύβρεις.