Της Κλεονίκης Αλεξοπούλου
Το Σεπτέμβριο του 2017 ο Μπρους Γκίλλεϊ (Bruce Gilley), καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ, με διδακτορικό και μεταπτυχιακό στα Πανεπιστήμια του Πρίνστον και της Οξφόρδης αντίστοιχα, δημοσιεύει το άρθρο «Για την υπεράσπιση της αποικιοκρατίας» (Case for colonialism) στο γνωστό επιστημονικό περιοδικό Third World Quarterly.[1] Ερευνητικές ομάδες κοινωνικών επιστημόνων από διάφορα μέρη του κόσμου συλλέγουν υπογραφές και γράφουν κείμενα όπου ζητούν να αποσυρθεί το άρθρο του -ύμνος υπέρ της αποικιοκρατίας. Τελικά παραπάνω απ᾽ τα μισά μέλη της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού παραιτούνται, εφόσον αποδεικνύεται ότι το άρθρο είχε εγκριθεί χωρίς να έχει προηγουμένως περάσει από όλα τα προβλεπόμενα στάδια αξιολόγησης. Παρόλ᾽ αυτά εκπρόσωποι του Πανεπιστημίου, στο οποίο εργάζεται, τον υπερασπίζονται στη βάση της ελευθερίας του λόγου που πρέπει να διέπει την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Στο πνεύμα των καιρών
Ο Γκίλλεϊ είναι σίγουρα μια ακραία περίπτωση, όμως δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση. Λόγω της πρωτοφανούς προκλητικότητας του άρθρου του όχι μόνο ως προς την ουσία των ιστορικών επιχειρημάτων και πολιτικών προτάσεων αλλά και ως προς τις διατυπώσεις που περιέχει, μπορεί να φαίνεται μια εξαίρεση σε μια τυχαία στιγμή. Όμως δεν είναι ούτε εξαίρεση, ούτε τυχαία. Πατάει γερά στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη σκέψη και πρακτική με πρόταγμα το ΤΙΝΑ,[2] για να πει χωρίς περιστροφές και προσχήματα αυτό που οι άλλοι είτε δεν τολμούν είτε θεωρούν περιττό. Γι’ αυτόν και για τους ομοϊδεάτες του, ακαδημαϊκούς και policy makers, είναι η κατάλληλη στιγμή, το ιστορικό momentum για την εκ των υστέρων δικαίωση και ενδεχομένως ακόμα και παλινόρθωση της αποικιοκρατίας.
Πίσω απ’ τα λεγόμενα του Γκίλλεϊ διαβάζουμε την ανοχή της Αμερικής του Τραμπ απέναντι στην κανονικοποίηση της ακροδεξιάς και του ρατσισμού. Διαβάζουμε τις πρόσφατες αντιφατικές δηλώσεις του Μακρόν ότι «η αποικιοκρατία στην Αλγερία ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» (προεκλογικά) αλλά ταυτόχρονα «η Αφρική έχει πολιτισμικά προβλήματα» (μετεκλογικά), ακολουθώντας τον προκάτοχό του Σαρκοζί, ο οποίος το 2007 είχε δηλώσει ότι «η τραγωδία στην Αφρική είναι ότι δεν έχει ολοκληρωτικά εισαχθεί στην ιστορία», αναφερόμενος στον ελλιπή εκσυγχρονισμό της. Εδώ η ιστορία ταυτίζεται με την πρόοδο από μια αποκλειστικά ευρωκεντρική σκοπιά. Διαβάζουμε ακόμα την ανησυχία των ηγεσιών της Δύσης απέναντι στην όχι πλέον ανερχόμενη αλλά καθιερωμένη δύναμη της Κίνας, που επενδύει εκτεταμένα σε υποδομές και εκμετάλλευση γης στην Αφρική αλλά και στην ίδια την Ευρώπη.
Για τις λέξεις και τα πράγματα
Πριν αναλύσουμε κριτικά τα επιχειρήματα του Γκίλλεϊ και του ευρύτερου αναθεωρητικού ρεύματος στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, ας αναλογιστούμε λίγο την ορολογία που χρησιμοποιούν. Αυτό θα διευκολύνει την ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στην προκλητική ιδέα της παλινόρθωσης της αποικιοκρατίας και το ούτως ή άλλως κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Η καρδιά του αιτήματος του Γκίλλεϊ βρίσκεται στη λεγόμενη «καλή ή αποτελεσματική διακυβέρνηση» (good / effective governance), η οποία ρητά ταυτίζεται με την προώθηση ενός νέου μοντέλου αποικιοκρατίας ή δυτικής κηδεμονίας.
Η ποιότητα της διακυβέρνησης των κρατών σήμερα ποσοτικοποιείται από διεθνείς φορείς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα με τη βοήθεια ορισμένων δεικτών, ώστε να μπορούν να γίνονται συγκρίσεις στο χώρο και στο χρόνο (μεταξύ χωρών ή/και σε διαφορετικές περιόδους). Τις τελευταίες δεκαετίες η «διακυβέρνηση» εμφανίζεται ως μια διαδικασία διαχείρισης των ζητημάτων του κράτους, χωρίς συγκεκριμένο εξουσιαστικό υποκείμενο όπως αντίθετα δήλωνε ο παραδοσιακός όρος «κυβέρνηση» (government). Ενώ αυτή η μεταστροφή ανοίγει απ’ τη μια πλευρά την πόρτα σε άλλους φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής όπως κινηματικές οργανώσεις ή οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, από την άλλη πλευρά η πολιτική αποκτά έτσι τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο στη διοίκηση (management) των επιχειρήσεων.
Στην ίδια γραμμή πλεύσης, ο όρος «πολιτική» (politics) που συνεπάγεται τη λήψη αποφάσεων και την τέλεση ενεργειών για ένα σύνολο θεμάτων, αντικαθίσταται στον ακαδημαϊκό και πολιτικό στίβο όλο και περισσότερο απ’ τον όρο policy που συνεπάγεται κατακερματισμένα στρατηγικά σχέδια για επιμέρους θέματα. Κατά ένα τρόπο έχουμε να κάνουμε με την αποικιοποίηση του λεξιλογίου της πολιτικής από το τεχνοκρατικό λεξιλόγιο της οικονομικής σφαίρας και της αγοράς.
Αντίθετα, στην εποχή της αποικιοκρατίας το εξουσιαστικό υποκείμενο ήταν ξεκάθαρο. Oι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι αποικιακοί αξιωματούχοι είχαν όμως τουλάχιστον ένα κοινό με τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση: την εμμονή με την αποτελεσματικότητα (effectiveness). Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και η δημόσια συζήτηση στις μητροπόλεις (στα κοινοβούλια και στον τύπο) περιστρεφόταν γύρω από την αποτελεσματικότητα των κατοχικών δυνάμεων. Το 1885 στο Συνέδριο του Βερολίνου, όταν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις διαιρούσαν την Ήπειρο της Αφρικής σε ζώνες κυριαρχίας, το βασικό κριτήριο παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων ήταν η «αποτελεσματική κατοχή» (effective occupation). Για να αναγνωριστεί π.χ. η γαλλική κυριαρχία στις περιοχές της Δυτικής Αφρικής, έπρεπε η Γαλλία να αποδείξει ότι είχε τον στρατιωτικό έλεγχο των περιοχών αυτών, με την Τρίχρωμη (σημαία) να κυματίζει, και ότι μπορούσε να εγκαθιδρύσει αποικιακή διοίκηση, ώστε να συλλέξει φόρους, να προωθήσει τον εκχρηματισμό της οικονομίας, να αναπτύξει το εμπόριο και την αγροτική παραγωγή καθώς και να «βελτιώσει» τις συνθήκες ζωής των Αφρικανών μέσω της εργασίας, των υποδομών και της παροχής εκπαίδευσης και υγείας.
Οι κατακτήσεις της κριτικής σκέψης στο στόχαστρο
Η αντι-αποικιακή κριτική, που άνθισε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 παράλληλα με τα κινήματα ανεξαρτησίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, κατηγορείται απ’ τον Γκίλλεϊ ότι απέτυχε να θεμελιώσει τα επιχειρήματά της σε δύο πεδία: στο ότι η αποικιοκρατία ήταν αντικειμενικά επιβλαβής και στο ότι ήταν υποκειμενικά απονομιμοποιημένη (illegitimate).
Στο πρώτο πεδίο οι ιστορικοί έχουν αποτύχει, κατά τη γνώμη του, να αποδείξουν ότι τα «κόστη» ή η «ζημία» (costs) της αποικιοκρατίας είναι μεγαλύτερα απ’ τα οφέλη της (benefits). Απαριθμεί μια σειρά από εγγενείς στην επιστήμη της ιστορίας δυσκολίες, όπως η δυσκολία να μετρήσει κανείς αυτό που λέμε counterfactual history, το τι θα γινότανε αν δεν είχε υπάρξει αποικιοκρατία. Επίσης θεωρεί ότι οι ιστορικοί παραβιάζουν θεμελιώδεις επιστημολογικές αρετές χρησιμοποιώντας μεροληπτικά δεδομένα ή επιλεκτικές περιπτώσεις (case studies), πέφτoντας σε αντιφάσεις ή αποφεύγοντας τον ορισμό κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσαν να διαψευστούν οι υποθέσεις εργασίας τους.
Στο δεύτερο πεδίο υποτίθεται αποτυγχάνουν να αποδείξουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων ή πολιτών δεν αναγνώριζε την εξουσία των αποικιοκρατών και δε συνεργαζόταν με τις αρχές. Στη συνέχεια ο Γκίλλεϊ ισχυρίζεται ότι η ζημία και τα κόστη που επέφεραν τα μετα-αποικιακά καθεστώτα ήταν σαφώς μεγαλύτερα και καταληκτικά υποστηρίζει την «ανάσταση» παλιών ή τη σύσταση νέων αποικιών.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο Γκίλλεϊ υποστηρίζει καταρχάς ότι γενικώς και αορίστως όλοι οι ιστορικοί που ασκούν κριτική στην αποικιοκρατία είναι ανίκανοι να στηρίξουν μεθοδολογικά τα επιχειρήματά τους, πράγμα που είναι από μόνο του μάλλον απίθανο· δίνει το στίγμα μιας όχι απλά στρατευμένης αλλά φανατικής πολεμικής και ως εκ τούτου κάνει ακόμα και τον καλοπροαίρετο αναγνώστη εξαρχής καχύποπτο.
Δεύτερον, οι πηγές στις οποίες στηρίζονται οι ιστορικοί (μεταξύ των οποίων και η γράφουσα), ώστε να βγάλουν συμπεράσματα για μακρο-αλλαγές στο πεδίο των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεσμών, είναι κατά κύριο λόγο τα αποικιακά αρχεία που άνοιξαν τις πόρτες τους τις τελευταίες δεκαετίες για τους ερευνητές, μετά τη λήξη εμφυλίων πολέμων ή την πτώση στρατιωτικών δικτατοριών και μονοκομματικών καθεστώτων (τουλάχιστον στην περίπτωση της Αφρικής). Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος της μεροληψίας που αντιμετωπίζει η ερευνητική κοινότητα των ιστορικών που μελετούν την οικονομική και την κοινωνική ιστορία είναι, από έλλειψη κριτικού πνεύματος, να υιοθετηθεί η ματιά των αποικιοκρατών. Αυτοί που ασχολούνται με την προφορική ιστορία, απ’ την άλλη πλευρά, έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν έρευνες σε μικρο-επίπεδο για τα βιώματα, τις αναμνήσεις, καθώς και τα εκ των υστέρων συναισθήματα μικρών κομματιών του πληθυσμού που έζησαν τα χρόνια της αποικιοκρατίας (πλέον υπερήλικες)· προφανώς τα περιθώρια γενίκευσης εδώ στενεύουν λόγω περιορισμένης αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος.
Τρίτον, ο Γκίλλεϊ κατηγορεί μεταξύ άλλων τους αναγνωρισμένους πολιτικούς επιστήμονες Τζέφρεϊ Χερμπστ (Jeffrey Herbst) και Κρόφορντ Γιάνγκ (Crawford Young)[3] ότι πέφτουν σε εσωτερικές αντιφάσεις επειδή μια κριτικάρουν τα αποικιακά κράτη ότι ήταν πολύ παρεμβατικά και μια ότι δεν προώθησαν αρκετά την οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση. Όμως δεν υπάρχει τίποτε το στρεβλό στο να αξιολογεί κανείς τη διαμόρφωση και τη δράση των αποικιακών κρατών βάσει των στόχων που οι ίδιες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις είχαν θέσει, ανεξαρτήτως αν τους συμμερίζεται.
Τέταρτον, ο Γκίλλεϊ φτάνει να υποστηρίζει ότι η κατάργηση της δουλείας ήταν κατάκτηση της αποικιοκρατίας, υποθέτω αναφερόμενος στην πρωτοβουλία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αιώνα να μεταβεί στο ελεύθερο «νομιμοποιημένο» εμπόριο (legitimate commerce) και να σημάνει τη λήξη του διατλαντικού δουλεμπορίου, αφού είχε βέβαια εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα κέρδη απ’ το δουλεμπόριο για τρεις αιώνες.
Πέμπτον, ο Γκίλλεϊ απορρίπτει εντελώς τη θέση του Άντονι Γκέραλντ Χόπκινς (Hopkins 1997) ότι η αποικιοκρατία ήταν «ξένη επιβολή που στερούνταν λαϊκής νομιμοποίησης», μιλώντας για ενδείξεις αποδοχής της αποικιακής εξουσίας από την πλευρά των υπηκόων, ελλείψει εφικτών εναλλακτικών. Τέτοιες ενδείξεις συναίνεσης ήταν οι «εθελούσιες» ενέργειες μεγάλων κομματιών του πληθυσμού, όπως η μαζική μετανάστευση κοντά σε πόλεις-αποικιακά κέντρα.
Αγνοεί επιδεικτικά τόμους ιστορίας που έχουν γραφτεί για τους μηχανισμούς της αστικοποίησης που συνδέεται άρρηκτα με την εμπορευματοποίηση και τον εκχρηματισμό της οικονομίας, διαδικασίες οι οποίες δεν ενεργοποιήθηκαν από την πλειοψηφία των ιθαγενών πληθυσμών, αλλά κυρίως επιβλήθηκαν απ’ τις αποικιακές αρχές με τη συνεργασία τοπικών αρχόντων. Συχνά οι ιθαγενείς είτε κατά μόνας είτε συλλογικά (ολόκληρες κοινότητες) μετανάστευαν για να αποφύγουν τη φορολογία ή την καταναγκαστική εργασία. Παντού και πάντοτε στην ιστορία των λαών υπάρχουν άλλοτε ισχυρές κι άλλοτε χαλαρές συμμαχίες μεταξύ των εξουσιαστών και ενός κομματιού των εξουσιαζόμενων. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να νομιμοποιηθεί ο κατακτητής· με τον ίδιο τρόπο που οι δωσίλογοι κι οι μαυραγορίτες δε νομιμοποιούν τη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα. Και στην αποικιακή Αφρική και στην κατοχική Ελλάδα υπήρξαν παράλληλα αξιοσημείωτες πράξεις αντίστασης.[4]
Ένα σημαντικό ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί σε μια πιο νηφάλια ανάλυση είναι η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση μιας πληθώρας ιστορικών δρώντων με συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα: μητροπολιτικά κέντρα εξουσίας, αποικιακές αρχές (κράτος-στρατός), καπιταλιστές-επενδυτές, chartered εταιρίες, ιεραπόστολοι, έποικοι, τοπικοί άρχοντες, αφομοιωμένοι (assimilados) κι ιθαγενείς. Πράγματι, το πλέγμα των κοινωνικών δρώντων και των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ τους είναι ευρύ και φαινομενικά δε μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα απλουστευμένο δίπολο· όμως αυτό δεν αναιρεί την ταξικότητα των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων παραγωγής που στην περίπτωση των αποικιών αποκτά και φυλετικά χαρακτηριστικά.
Προχωρώντας προς τα πίσω: για μια νέα αποικιοκρατία!
Ας εντοπίσουμε τώρα και τις συνδηλώσεις του αναθεωρητικού λόγου. Για παράδειγμα, ο Γκίλλεϊ δέχεται μόνο τα μετρήσιμα μεγέθη ως αποδεικτικά στοιχεία. Όπως οι Καλύβας και Μαραντζίδης (2015) μετράνε τους νεκρούς της κάθε πλευράς στον Ελληνικό εμφύλιο, έτσι κι αυτός μετράει τους νεκρούς της μετα-αποικιακής περιόδου για να τους συγκρίνει με τους νεκρούς των αποικιακών χρόνων και να συμπεράνει ποια καθεστώτα ήταν τα πιο καταστροφικά. Γι’ αυτόν το μη μετρήσιμο δεν είναι πραγματικό ή αλλιώς δεν είναι πραγματικότητα, αν δε μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά. Όμως οι έννοιες «εξουσία», «αυτεξουσιότητα» και «χειραφέτηση» και οι πραγματικότητες που αυτές εκφράζουν δεν έχουν θέση σε μια τέτοιου τύπου ανάλυση κόστους-οφέλους, γιατί δε μπορούν να μετρηθούν.
Μία άλλη συνδήλωση είναι ότι τα ιστορικά υποκείμενα δρουν εν κενώ. Δεν έχει σημασία που τα χαρακτηριστικά της α´ ιστορικής περιόδου (αποικιοκρατία) επηρεάζουν την έκβαση της β´ ιστορικής περιόδου (μετα-αποικιακή περίοδος) ούτε ότι οι άνθρωποι κάνουν επιλογές μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο καθορισμένο όχι μόνο από ιστορικές τομές αλλά και συνέχειες (path dependency). Στην αναθεώρηση της αποικιοκρατίας, συγκρίνονται το α’ με το β’ σαν να είναι καθόλα ανεξάρτητες μεταβλητές.
Στη συνέχεια ο Γκίλλεϊ συγκρίνει τα ιδεώδη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού πάνω στα οποία θα οικοδομηθούν οι νέες αποικίες με την πραγματικότητα των μεταποικιακών σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Αφρική, συγκρίνει δηλαδή δυο ανόμοια πράγματα, κάτι που έχει υπάρξει και κάτι που δεν έχει υπάρξει. Επειδή τα μεταποικιακά καθεστώτα στην Αφρική αδυνατούν να εφαρμόσουν τη νομιμότητα, καλούνται ξένοι φορείς να παρέμβουν ώστε να αντιμετωπίσουν φαινόμενα διαφθοράς. Αγνοεί μάλλον ο συγγραφέας τα πολυάριθμα παραδείγματα διαφθοράς όπου το ένα απ’ τα δυο εμπλεκόμενα μέρη προέρχεται απ’ τον Παγκόσμιο Βορρά με πιο πρόσφατο παράδειγμα το σκάνδαλο κρυφού δανείου ύψους 2 δις απ’ τη Suisse Credit στην κυβέρνηση της Μοζαμβίκης.[5]
Τέλος, ισχυρίζεται ότι τα δυτικά κράτη θα έχουν πλήρη κυριαρχία στις νέες αποικίες, με τη συναίνεση των κυβερνωμένων καθώς εκείνοι θα αναγνωρίσουν την αποτελεσματικότητα των εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων που θα κυβερνούν. Το πιο δύσκολο, λέει, είναι να πειστούν οι ίδιες οι δυτικές δυνάμεις να αναλάβουν το εγχείρημα των νέων αποικιών, καθώς στο παρελθόν το βασικό κίνητρο του υποτιθέμενου «μη οικονομικού ιμπεριαλισμού»[6] δεν ήταν η εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων αλλά η εθνική υπερηφάνεια και το μεγαλείο των αυτοκρατοριών. «Ενώ τα οφέλη των αυτοκρατοριών διαχέονταν στον πληθυσμό, τα κόστη βάρυναν μόνο τις μητροπολιτικές δυνάμεις» (Gilley 2017, 10), θέση που έχουν αντικρούσει πολλοί ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με την αναδιανομή πλούτου και εισοδήματος μέσω του εμπορίου, των φορολογικών και εργασιακών συστημάτων της αποικιοκρατίας και τις δημόσιες επενδύσεις.[7]
Απέναντι στον ολοκληρωτισμό του ΤΙΝΑ
Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι βέβαια να αποδείξουμε πώς ο ίδιος ο Γκίλλεϊ πέφτει σε επιστημολογικές παγίδες, αν και μας δίνει όλα τα εργαλεία για να το κάνουμε, καθώς η εμπειρική θεμελίωση των επιχειρημάτων του πάσχει σε εξαιρετικό βαθμό και χαρακτηρίζεται απ’ την τυραννία μεμονωμένων παραδειγμάτων σε μια σειρά από θέματα. Ο σκοπός είναι από τη μια να ενημερωθούμε για την πρόσφατη προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας της αποικιοκρατίας, και από την άλλη να εξάγουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα.
Η συζήτηση για την αποκατάσταση της αποικιοκρατίας έχει αυτόματα πολιτικές προεκτάσεις, παρά τη ψευδαίσθηση ότι η εποχή μας διαπνέεται από την απο-ιδεολογικοποιημένη «κοινή λογική», που προωθούν οι κυρίαρχες φωνές στην ακαδημία αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στον καθημερινό λόγο τους. Ο Γκίλλεϊ θεωρεί ότι η αντι-αποικιακή κριτική σκέψη υποπίπτει σε μεθοδολογικά σφάλματα, επειδή έχει πολιτικές (και κινηματικές) και όχι επιστημονικές ρίζες. Εδώ ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχει έννοια που δεν είναι ιδεολογικά φορτισμένη, διαμορφωμένη σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της επιστημολογικά σημαντικής αρχής της «αξιολογικής ουδετερότητας» του Βέμπερ στις κοινωνικές επιστήμες ή των πιο ευτελών τσιτάτων περί «δύο άκρων» ή «ίσων αποστάσεων» στο δημόσιο λόγο. Όλα είναι ιδεολογικά, όλα είναι πολιτικά και όλα είναι ιστορικά καθορισμένα· με πρώτα τα προτάγματα των νοσταλγών της αποικιοκρατίας που οραματίζονται τον Παγκόσμιο Νότο σε μια ημι-μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ιστορική αλήθεια; Δεν υπάρχουν ιστορικά «γεγονότα» απ’ τα οποία μπορούμε να μάθουμε; Υπάρχουν. Η ιστοριογραφία όπως και η αριστερή πολιτική σκέψη μπορούν να υπερβούν το στείρο θετικισμό και την τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής που υιοθετεί η νεοφιλελεύθερη πρακτική, αλλά και τον «απόλυτο σχετικισμό» ή τον υποκειμενισμό των πολλαπλών ερμηνειών και πραγματικοτήτων στον οποίο έχει παγιδευτεί σ’ ένα βαθμό η μεταποικιακή θεωρία.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να φωτίσουμε τις κριτικές θεωρίες του 19ου και 20ου αιώνα που στον πυρήνα τους τοποθετούν τις σχέσεις εξουσίας, αξιοποιώντας νέα συγκριτικά εμπειρικά δεδομένα. Χρειαζόμαστε μια νέα παγκόσμια πολιτική οικονομία που θα πατά με τα πόδια στη γη αλλά θα έχει το κεφάλι στον ουρανό. Θα αποτυπώνει τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις της εποχής μας αλλά θα εσωκλείει τον σπόρο της αλλαγής. Γι’ αυτό χρειάζεται να επανακαθορίσουμε την ατζέντα, από τα επιστημολογικά παραδείγματα μέχρι τις πολιτικές προτεραιότητες της εποχής μας. Να θέσουμε τα ερωτήματα αντί να απαντούμε απλώς σε ερωτήσεις που άλλοι έχουν θέσει για μας. Να βρούμε εναλλακτικές απαντήσεις και να τις κάνουμε πράξη. Να μην εφαρμόζουμε έτοιμες συνταγές. Να μην αναθέτουμε σε ειδικούς τις ζωές μας. Αυτή είναι μια πρώτη απάντηση στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό του ΤΙΝΑ.
Υποσημειώσεις:
1. | ↑ | Gilley, B. (2017), The case for colonialism. |
2. | ↑ | Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τον όρο «TINA» (There Is No Alternative), είναι ένα σλόγκαν που χρησιμοποιούταν συχνά απ’ τη Μάργκαρετ Θάτσερ, για να δείξει ότι η οικονομία της αγοράς είναι το μόνο σύστημα που λειτουργεί και δεν υπάρχει εναλλακτική. |
3. | ↑ | Herbst, J. (2014), States and power in Africa και Young, C. (1994), African colonial state. |
4. | ↑ | Hobsbawm, E. J. (1959), Primitive rebels. |
5. | ↑ | Hanlon, J. (2002), Are donors to Mozambique promoting corruption? |
6. | ↑ | Hammond, R. J. (1966), Portugal and Africa, σελ. 411. |
7. | ↑ | Βλ. Gardner, L. (2012), Taxing colonial Africa; Huillery, E. (2014). The black man’s burden: The cost of colonization of French West Africa. The Journal of Economic History, 74(1), 1-38; Alexopoulou, Kleoniki (2018, forthcoming). “Local conditions and metropolitan visions. Fiscal policies and practices in Portuguese Africa, 1850s-1970s”. In: Ewout Frankema and Anne Booth (ed.). Fiscal capacity of colonial states in Asia and Africa. Cambridge University Press. |