Γεννήθηκε στο τέλος του 40 κι ήρθε στο φως της οικουμένης. Αλήθεια τι μπορούσε άλλο να προσμένει; Ήταν ολόφωτο το καλοκαίρι και είχε ο μήνας δεκοχτώ. Άρχισε να μεγαλώνει με το σφυρί και το αμόνι. Λύγισε σίδερα η γενιά του για να βγει από την μιζέρια , χαρά να δώσει στην ζωή της , ανάταση μέχρι τ` αστέρια.
Όταν χόρτασε Ο Γιάγκος το ψωμί, ζήτησε και παντεσπάνι, χωρίς να κοιτάξει για να δει, ό ήλιος για όλους αν εφάνη. Κάποτε βγήκε μια κραυγή από το Πολυτεχνείο, μια νύχτα τόσο σκοτεινή με τσουχτερό το κρύο. Έλαμψε τότε η Ελλάδα από τιμή και υπερηφάνεια.
Δεν πρόλαβε ο Γιάγκος να χαρεί για το έπος της γενιάς του, και ήρθε για την Κύπρο μέρα σκοτεινή. Ελλάδα μου κλαίω για σε, που τρώεις τα παιδιά σου και σε εμφύλιους σπαραγμούς, ματώνεις την θωριά σου. Όταν από τα συντρίμμια σου σηκώνεσαι, αρχίζεις να γυρίζεις πάλι , στης διχόνοιας το τροπάρι. Δεν σε σεβάστηκαν πατρίδα οι πρωτοπόροι της γενιάς μου. Ασέλγησαν στην δική σου ιστορία, χωρίς καμία τιμωρία. Ελλάδα μάνα μου
καλή γλυκειά του ήλιου θυγατέρα. Ακόμη μια φορά σ` αφήσαν ορφανή. Δεν σε φοβάμαι του ήλιου πατρίδα , όσες μπόρες κι άν περάσεις. Είσαι μεγάλη και δυνατή. Έχεις κοπέλες και παλικάρια, που θα παλέψουν σαν λιοντάρια. Να σε κρατήσουν ζωντανή αιώνια
και τιμημένη, κι από την τέφρα σου αναστημένη.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ