Του Σίμου Ανδρονίδη
«Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα τη φωνή των παιδιών την αυγή πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα. Κύριε, όχι μ’ αυτούς…» (Γιώργος Σεφέρης, ‘Υστερόγραφο’).
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της διαχείρισης και δη της άμεσης ιατρικής-επιστημονικής διαχείρισης της εξελισσόμενης πανδημικής κρίσης, είναι η έρευνα για την παρασκευή εμβολίων και η, σχεδόν έναν χρόνο μετά την εκδήλωση της κρίσης, Παρασκευή τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα σημειώσουμε πως η παρασκευή των εμβολίων δεν αναπτύχθηκε εκ κενώ, ούτε ακολούθησε κάποιον μεταφυσικό τρόπο, αλλά, αντιθέτως, στηρίχθηκε επιστημονικά πάνω στη συλλογή δεδομένων σχετικά με τον πανδημικό ιό και την δυνατότητα μίας σφαιρικής όσο και βαθύτερης χαρτογράφησης του. Η γνώση που συσσωρεύθηκε σχετικά με την λειτουργία και τους κώδικες λειτουργίες του ιού, αξιοποιήθηκε εντατικά.
Η δημιουργία μίας σειράς εμβολίων που αφενός μεν εκκινούν από μία κοινή ιατρική-επιστημονική βάση, και, αφετέρου δε, χρησιμοποιούν και διαφορετική τεχνολογία για να φθάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα (ανοσολογική απόκριση), προσδιορίζεται εμπρόθετα ως σημαίνον ιατρικό επίτευγμα εν καιρώ πανδημίας και εν καιρώ μετα-νεωτερικότητας, συμβάλλοντας στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης. Και ως προς αυτό, έχουμε να κάνουμε με το εμβόλιο που έχει ουσιαστικά φθάσει στον προθάλαμο της διανομής και της ευρείας κυκλοφορίας του, και το οποίο δύναται να σημασιοδοτήσει ή αλλιώς, να ενταχθεί στην κατηγορία της ιατρικής τομής.
Ένα εύλογο επιχείρημα σχετικά με την παρασκευή και περαιτέρω, με την κυκλοφορία των εμβολίων διαφόρων φαρμακευτικών εταιρειών, σχετίζεται ακριβώς με την ταχύτητα παρασκευής του και παράλληλα με την διαθεσιμότητα του, ιδίως στο βαθμό όπου η συνήθης διαδικασία που ακολουθείται με βάση τα πρωτόκολλα ασφαλείας, για την παρασκευή εμβολίων διαρκεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όμως, θεωρούμε πως το συγκεκριμένο ερώτημα και η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν πρέπει να αποκόπτεται από το ευρύτερο πλαίσιο παραγωγής-δοκιμής και διάθεσης του, καθότι η ταχύτητα παρασκευής, από την μία απαντά στα κοινωνικά, επιστημονικά και πολιτικά διακυβεύματα που έθεσε η γρήγορη εξάπλωση της πανδημικής κρίσης, και από την άλλη πλευρά αντισταθμίζεται και ‘επικοινωνεί’ με την τήρηση των αυστηρών προδιαγραφών ασφαλείας (κλινικές δοκιμές) και ελέγχου που τέθηκαν ανά στάδιο παρασκευής των εμβολίων.
Η ταχύτητα δεν τίθεται μπροστά από τις προδιαγραφές ιατρικής ασφάλειας,[1] αλλά συμβαδίζει μαζί τους, με στόχο την παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων που θα εδύνατο να επι-καλύψουν ανοσολογικά εκείνο του κομμάτι του πληθυσμού που απαιτείται ώστε να επιτευχθεί η περιώνυμη και συλλογική ανοσία.
Και αυτή η διάσταση που αναγάγει το εμβόλιο στο ίδιο ύψος του ιατρικού-επιστημονικού επιτεύγματος, οφείλει να αξιοποιηθεί κατάλληλα και δραστικά, κατά την περίοδο της εμβολιαστικής εκστρατείας και νωρίτερα, με επίδικο την αντιμετώπιση των διαφόρων αφηγήσεων που συναρθρώνουν την οιονεί δυσπιστία για τα εμβόλια και για την ‘σκοπιμότητα’ παρασκευής και χρήσης τους, με την άρνηση αξιοποίησης και χρήσης του ώστε να αμβλυνθεί δραστικά, έως του σημείου της εξαφανίσεως του, το ιικό φορτίο εντός της κοινότητας.
Από την στιγμή όπου η όλη διαδικασία του εμβολιασμού δεν καθίσταται υποχρεωτική, θα υπογραμμίσουμε πως η υπενθύμιση της παρασκευής των εμβολίων (ακόμη και των διαφόρων θεραπειών που βρέθηκαν για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού0), ως επιστημονικό επίτευγμα που δύναται να συμβάλλει και να λειτουργήσει ως το πλέον σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του ιού, αποτελεί σημαίνουσα προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση και αμφισβήτηση των αμφισβητιών και πρωταρχικά, των αρνητών[2] των εμβολίων και του εμβολιασμού. Από την στιγμή όπου και ζητούμενο συνιστά ο εμβολιασμός ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.
Ένα τμήμα των αρνητών των εμβολίων και της εν γένει διαδικασίας του εμβολιασμού, υιοθετεί μοτίβα ενός, κατά τον Γάλλο φιλόσοφο των ιδεών Pierre-Andre Taguieff, «θυματικού ανταγωνισμού»,[3] πλέγμα που εν προκειμένω τροφοδοτείται και εμβαπτίζεται στα νάματα της ιδιαίτερης ‘αυτο-θυματοποίησης’: ‘Δεν είμαστε παρά τα παράπλευρα ‘θύματα’ στον ανταγωνισμό των κρατών και ειδικότερα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών για την απόσπαση μεγαλύτερου μεριδίου στην αγορά.’
Είναι σε αυτό το λεπτό σημείο όπου οι ρητορικές των διαφόρων αρνητών εγγράφουν μία ‘φορτισμένη’ συνωμοσιολογική χροιά, θέτοντας εαυτόν στη θέση του ‘θύματος’ και συνακόλουθα, του ‘πειραματόζωου’ για τα ‘κέρδη των λίγων,’ οι οποίες και είναι θιασώτες μίας ‘ψευδεπίγραφης’ πανδημίας την οποία και χρησιμοποιούν για τους δικούς τους αλλότριους σκοπούς, εκεί όπου οι ίδιοι δηλαδή, δεν βλέπουν είτε μία ‘ψευδεπίγραφη’ κατάσταση είτε μία ‘απλή γρίπη’ (σχετικοποίησης της πανδημικής κρίσης).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, για την αμφισβήτηση αυτού του είδους των αντιλήψεων-αφηγήσεων, κύριο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η επί-κληση της επιστήμης και της ιατρικής γνώσης, ενταγμένης σε ένα στρατηγικό σχήμα που δεν θα διστάζει να βουτήξει στα βαθιά νερά της άρνησης και ιδίως της άρνησης που παραπέμπει στον συνωμοσιολογικό λόγο ως μοχλό ερμηνείας της όλης κατάστασης, ως μοχλό που δεν φείδεται σχημάτων, καθιστάμενος και επιθετικός.
Ίσως για πρώτη φορά από τις απαρχές της πανδημίας, διαφαίνεται η ευκαιρία μίας μετωπικής αντιπαράθεσης της ιατρικής επιστήμης (και ευρύτερα, της επιστήμης, εάν υιοθετήσουμε μία δι-επιστημονική προσέγγιση), και της πανδημικής συνωμοσιολογίας και του κομματιού της εκείνου που στρέφεται ενάντια στη χρήση του εμβολίου το οποίο και αναπαρίσταται ως ‘εργαλείο’ της ‘νέας τάξης πραγμάτων,’ όχι με τους όρους της ‘πεφωτισμένης αλήθειας’ που φέρει η επιστήμη και ο γιατρός ως φορέας της, ούτε με τους όρους του πολιτικού ‘διδακτισμού’ που σπεύδει να κηρύξει πανστρατιά για τον εμβολιασμό,[4] αλλά με στοιχεία εστίασης στη γνώση και του πως αυτή μπορεί να συνδράμει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων.
Εδώ, η επίκληση της ιατρικής επιστήμης και της παραγωγής εμβολίων, μπορεί να συνδυασθεί με ιστορικές αναφορές του πως τα εμβόλια ανά διαφορετικές ιστορικές περιόδους αποτέλεσαν μείζονα προϋπόθεση για την εξάλειψη θανατηφόρων ασθενειών, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την βελτίωση του επιπέδου της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αυτό δεν σημαίνει όμως ό,τι δεν πρέπει να συνεχιστούν οι κλινικές έρευνες ως προς την αποτελεσματικότητα-επίδραση του εμβολίου σε κατηγορίες πληθυσμού όπως οι έγκυες γυναίκες (και όχι μόνο).
[2] Η δημοσκόπηση της εταιρείας δημοσκόπησης ‘Metron Analysis,’ ανέδειξε μερικά ενδιαφέροντα ευρήματα που συνδέονται με την αποδοχή ή μη των εμβολίων ως του πλέον απαραίτητου βήματος για την διαχείριση και αντιμετώπιση της πανδημίας. Πιο συγκεκριμένα, «Οι μισοί Έλληνες (51%) δηλώνουν ότι θα ήθελαν να κάνουν το εμβόλιο για τον κορονοϊό όταν κυκλοφορήσει αρχές του 2021. Αλλά ένα ποσοστό 41% λέει ότι δεν θα το έκανε. Μάλιστα, 23% από τους ψηφοφόρους της ΝΔ δεν θα το έκανε, όπως και 41% του ΣΥΡΙΖΑ, 20% του ΚΙΝΑΛ, 49% του ΚΚΕ, σύμφωνα την δημοσκόπηση της Metron Analysis για το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega». Εν πρώτοις, διακρίνουμε ό,τι η διαφορά μεταξύ αυτών που δηλώνουν πως θα εμβολιαστούν και μεταξύ αυτών που δηλώνουν πως θα το αποφύγουν δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αποκαλύπτοντας το υπόβαθρο της καχυποψίας που ενυπάρχει και αναπαράγεται στη δημόσια σφαίρα σχετικά με την ‘αναγκαιότητα’ του εμβολιασμού. Όμως η κατηγορία των ατόμων που δηλώνουν πως δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, πόρρω απέχει από το είναι στατική, μονολιθική και κλειστή, καθώς εντός της, αθροίζονται διαφορετικές απόψεις και αφηγήσεις. Αυτό σημαίνει ό,τι σε ένα ποσοστό όπως αυτό, δεν χωρούν μόνο συνωμοσιολογικές αφηγήσεις για τα εμβόλια και τον εμβολιασμό. Μία περαιτέρω ανάλυση των επιμέρους χαρακτηριστικών της κατηγορίας αυτής, θα ενείχε μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον και θα μας βοηθούσε να χαρτογραφήσουμε πληρέστερα τις απόψεις-θέσεις. Και κατά δεύτερον, διακρίνουμε πως η άρνηση του εμβολιασμού, για διάφορους λόγους, διαπερνά εγκάρσια το κομματικό-πολιτικό φάσμα από τα Δεξιά προς τα Αριστερά, μετακινούμενο κύρια προς την δεύτερη πολιτικοϊδεολογική σφαίρα, με το 41% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και το 49% των υποστηρικτών του ΚΚΕ, να αναφέρουν πως δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, παρά την αντίθετη και διακηρυγμένη πρόθεση των ηγεσιών των δύο κομμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, δύναται να ανακύψει μία συνθήκη ανισορροπίας, μεταξύ της θετικής εμβολιαστικής πρόθεσης της ηγεσίας πολιτικών κομμάτων όπως το ΚΚΕ στην οποία και δύναται να ανιχνεύσουμε μία εμπιστοσύνη στην επιστήμη και δη στην ιατρική επιστήμη που αποκτά ιστορικές αναφορές, και της αρνητικής διάθεσης σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων του. Το χαμηλότερο ποσοστό αρνητών ανιχνεύεται στο Κίνημα Αλλαγή, κάτι που εν μέρει εξηγείται από το δημογραφικό-ηλιακό υπόβαθρο των υποστηρικτών του που πολλοί είναι άνω των 65. Το χαμηλότερο ποσοστό των αρνητών γενικά, εντοπίζεται στην ηλικιακή κατηγορία άνω των 65 ετών και είναι 22%. Βλέπε σχετικά, Ένας στους τρεις δηλώνει ότι δε θα κάνει το εμβόλιο,’ Ιστοσελίδα ‘Healthview.gr,’ 27/11/2020,
[3] Βλέπε σχετικά, Taguieff Andre-Pierre, ‘Ο εξτρεμισμός και τα είδωλα του. Επίκαιρες σκέψεις για τον τζιχαντισμό, την άκρα δεξιά, τον αντισημιτισμό, τον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία,’ Πρόλογος-Μετάφραση-Επιμέλεια: Πανταζόπουλος Ανδρέας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 140.
[4] Σε αυτό το πλαίσιο, κινήθηκε η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής, Φώφη Γεννηματά, καλώντας τους αρχηγούς των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων να σπεύσουν να εμβολιαστούν πρώτοι δίνοντας το καλό παράδειγμα, στο σημείο όπου αυτή η θεώρηση, ακόμη και με καλές προθέσεις, υποκρύπτει έναν ‘διδακτισμό’ προς τους πολλούς που μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.