Έχουμε μια κατάσταση όπου, ο ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ, χρεώνεται τελικά για υπηρεσίες που δεν του παρέχονται, καθιστάμενοι «τρόπο τινά» οι εναγόμενοι, ως αδικαιολογήτως πλουτήσαντες σε βάρος της περιούσιας του ασφαλισμένου και καταναλωτή, χωρίς να υποστούν καμία απώλεια από την μη παροχή των υπηρεσιών τους, λόγω μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών.
Από το πλαίσιο πάλι του Συνταγματικού Δημόσιου Δικαίου, η υποχρεωτικότητα της καταβολής των εισφορών για την ασφάλιση υγείας και η χρέωση τους στον ασφαλισμένο καταναλωτή, ενώ υποχρεωτικά εκ τους νόμου, δεν παρέχονται υπηρεσίες υγείας, καθιστά τις παραπάνω ασφαλιστικές εισφορές, στην ουσία φόρο υπέρ των δυο πρώτων εναγομένων, αφού πλέον οι παραπάνω «εισφορές υγείας» έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του φόρου.
Ειδικότερα, έχουμε χρηματική και αναγκαστική παροχή, χωρίς ειδική αντιπαροχή, υπέρ των υπόχρεων ιδιωτικών φυσικών προσώπων.
Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα, οι επιβαλλόμενες εισφορές υγείας, να επιβάλλονται παράνομα και να καταλογίζονται παράνομα, αφού, ως φόρος, θα πρέπει το ύψος αυτού και οι συντελεστές υπολογισμού τους, να καθορίζονται από τον νόμο και όχι από κανονιστική διοικητική πράξη.
Στην περίπτωση του ΟΑΕΕ, προβλέπεται ότι, τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών «αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε.» (άρθρο 5 παρ. 2 του Κανονισμού του ΟΑΕΕ).
Έτσι λοιπόν οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι οποίες καταλογίζουν, σε βάρος ασφαλισμένου στον ΟΑΕΕ ασφαλιστικές εισφορές υγείας, ενώ λόγω της μη καταβολής τους οι εναγόμενοι αρνούνται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον ασφαλισμένο, είναι άκυρες.
Ιωάννης Μυταλούλης
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ