Επιμέλεια: Αθηνά Πετρακάκη
Η κατανόηση του φυσικού κόσμου προσφέρει πολλά μαθήματα στους ανθρώπους, τους διδάσκει να ζουν αρμονικά με το περιβάλλον και να διασφαλίζουν το μέλλον του.
Συχνά οι άνθρωποι διαταράσσουν αυτή την αρμονία, απογυμνώνοντας τη στεριά από το πράσινο, μολύνοντας τον αέρα, δηλητηριάζοντας τις θάλασσες, εξαφανίζοντας άλλους ζωντανούς οργανισμούς.
Ορισμένα είδη ζώων εξαφανίζονται με τρόπο φυσικό. Στη θέση τους εξελίσσονται άλλα είδη πιο επιτυχημένα στον ανταγωνισμό της επιβίωσης. Σήμερα όμως κινδυνεύουν να εξαφανιστούν πολύ περισσότερα είδη από όσα δικαιολογούν οι φυσικές διαδικασίες.
Η διαφορά έγκειται αποκλειστικά στη μανία των ανθρώπων να κυνηγούν, να υπερκαταναλώνουν και να καταστρέφουν το φυσικό ζωτικό τους χώρο.
Έτσι η εξαφάνιση ορισμένων ειδών είναι πια γεγονός.
Το αγρίμι που αρνείται να μερώσει
Χαρακτηρίζεται άφθαστος σε ομορφιά, σβελτάδα και εξυπνάδα. Και ακόμα, καρτερικός, πιστός και γενναίος όσο λίγα ζώα. Ο κρητικός αίγαγρος είναι ένα μοναδικό ενδημικό ζώο του νησιού. Είναι το ξακουστό αγρίμι που συναντάμε συχνά στα ριζίτικα τραγούδια «αγρίμια κι αγριμάκια μου», αλλά όλο και λιγότερο στα βουνά. Παλαιότερα ζούσε σε όλο σχεδόν το νησί, όμως το ανελέητο και αδιάκοπο κυνήγι, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, το έδιωξε από πολλές περιοχές και μείωσε δραματικά τον πληθυσμό του. Τελευταίο του καταφύγιο οι κορυφές των Λευκών Ορέων στη δυτική Κρήτη, ιδιαίτερα σε μια σειρά σχεδόν κατακόρυφων βράχων που ξεπερνούν τα 900 μέτρα, στο φαράγγι της Σαμαριάς.
Όσον αφορά τον πληθυσμό του, είναι άγνωστος ο ακριβής αριθμός. Μόνο εκτιμήσεις υπάρχουν, που αναφέρουν ότι εναπομείναντα ζώα στον Εθνικό Δρυμό της Σαμαριάς κυμαίνονται από 500 έως 2.000. Η πιο πρόσφατη εκτίμηση -και αυτή είναι ενός φοιτητή-ερευνητή βρετανικού πανεπιστημίου που αναφέρει ότι υπάρχουν περίπου 700 αίγαγροι.
Έτσι κι αλλιώς, το κρι-κρι προτιμά τις ορεινές, βραχώδεις περιοχές, με τις μεγάλες κλίσεις και τη χαμηλή βλάστηση από φρύγανα. Ντροπαλά στον φυσικό τους τόπο, τα αγρίμια αποφεύγουν τους ανθρώπους, ξεκουράζονται τη μέρα και μένουν μακριά από τα πολυσύχναστα μέρη. Το τρίχωμά τους εναρμονίζεται απόλυτα με το άγριο περιβάλλον των βράχων, παίρνοντας τόνους σκούρου καφέ, γκριζωπού και μαύρου σε ορισμένα σημεία. Τα αρσενικά έχουν χαρακτηριστικό μεγάλο γένι, ενώ οι μαύρες γραμμές της ράχης και του λαιμού γίνονται εντονότερες με το πέρασμα του χρόνου. Το ύψος τους φτάνει περίπου το ένα μέτρο, το βάρος τους τα 80 κιλά, ενώ τα μακριά τους κέρατα, κυρτά προς τα πίσω, φτάνουν ακόμη και το ένα μέτρο. Τα θηλυκά, από την άλλη πλευρά, είναι πιο κομψά και μικροκαμωμένα. Φτάνουν τα 70 εκατοστά ύψος, τα 65 κιλά βάρος και το μήκος των κεράτων τους δεν ξεπερνά τα 20 εκατοστά. Αν και είναι πολυγαμικό ζώο που συμβιώνει σε κοπάδια, ωστόσο την εποχή του ζευγαρώματος το αρσενικό επιλέγει να ζει πιο μοναχικά. Τα θηλυκά, πάλι, γεννάνε το Μάιο συνήθως ένα ή σπανιότερα δύο μωρά και εντάσσονται μαζί με τα μικρά τους σε ομάδες. Η περίοδος κύησής τους διαρκεί 170 μέρες κατά μέσον όρο και τα μικρά ακολουθούν τη μητέρα τους αμέσως μετά τη γέννα. Έχουν οξύτατη ακοή και όσφρηση και αντιλαμβάνονται την παρουσία του ανθρώπου από μακριά. Τότε, «βαράνε συναγερμό» και ειδοποιούν το υπόλοιπο κοπάδι με μια παράξενη κοφτή κραυγή. Οι αίγαγροι πίνουν λιγοστό νερό (ακόμη και θαλασσινό!), όποτε βρουν, ενώ συνήθως χρησιμοποιούν πηγές που κανείς άλλος δεν ξέρει.
Η νοστιμιά του κρέατός του (θεωρείται εκλεκτό έδεσμα και σπάνιος μεζές) καθιστά τον αίγαγρο θύμα των λαθροκυνηγών. Εκτιμάται, ότι ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, που είναι πιο δύσκολη η φύλαξη του Δρυμού της Σαμαριάς, χάνονται 150 έως 200 από τα σπάνια αυτά ζώα. Άλλωστε, ο Εθνικός Δρυμός της Σαμαριάς δημιουργήθηκε πρωτίστως για τη σωτηρία του αίγαγρου. Σε μια προσπάθεια δε να προστατέψουν οι ειδικοί το είδος, μετέφεραν ορισμένους πληθυσμούς στα μικρά νησιά Θοδωρού, Δίας και Άγιοι Πάντες. Μόνο που τα νησάκια αυτά, επειδή δεν είναι το φυσικό τους περιβάλλον, δεν μπορούν να τους εξασφαλίσουν αρκετή τροφή, ενώ, σε τόσο «κλειστό» περιβάλλον οι ασθένειες είναι συνήθως πιο απειλητικές. Ενδεικτικό της κατάστασης αυτής είναι ότι στους Άγιους Πάντες, από 100 με 120 ζώα που είχαν μετεγκατασταθεί εκεί, απομένουν πλέον μόνο 30, αφού τα υπόλοιπα τα θέρισαν οι ασθένειες. Οι Κρητικοί αποκαλούν τον αίγαγρο «αγρίμι» και χρησιμοποιούν τη λέξη «κρι-κρι» μόνο για τους… τουρίστες. Από ότι λέγεται, το όνομα κρι-κρι το πήρε στην Αμερική, όταν το 1950, όταν ένας Κρητικός, πρόεδρος κοινότητας, έπιασε ένα μικρό αγρίμι και θέλησε να το κάνει δώρο στον τότε πρόεδρο της Αμερικής Tρούμαν. Ο Αμερικανός πρόεδρος δέχτηκε το δώρο και το ζώο μεταφέρθηκε στον ζωολογικό κήπο όπου φημολογείται πως πέθανε μετά από λίγο καιρό. Το όνομα του αγριμιού τότε έγινε για τους Αμερικανούς «κρι-κρι», από την πρώτη συλλαβή της λέξης «Κρήτη».
Ο ερημίτης γυπαετός των ψηλών βουνών της Κρήτης
Ο Γυπαετός θεωρείται σήμερα το σπανιότερο είδος αρπακτικού στη χώρα μας και γενικότερα στα Βαλκάνια, αφού ο πληθυσμός του εντοπίζεται μόνο στην Κρήτη και δεν αριθμεί περισσότερα από έξι αναπαραγωγικά ζευγάρια. Επίσης, είναι ένα από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης.
Ζει αποκλειστικά σε ημιορεινά και ορεινά οικοσυστήματα 500–4.000 μέτρα. Τα κόκαλα των νεκρών οπληφόρων ζώων αποτελούν την κύρια πηγή της τροφής του, την οποία αναζητά μόνος ή σε ζευγάρια. Ο Γυπαετός υπερασπίζεται τεράστιες εκτάσεις («επικράτειες»), στις οποίες το ζευγάρι τρέφεται και φωλιάζει, ενώ δύσκολα ανέχεται μέσα σε αυτές την παρουσία άλλων ενηλίκων του ιδίου είδους.
Ο Γυπαετός φτάνει σε μέγεθος τα 1,10 μέτρα (από το κεφάλι έως την άκρη της ουράς), το άνοιγμα των φτερούγων του είναι γύρω στα 2,80 μέτρα και το βάρος του κυμαίνεται από 5-7 κιλά. Τα ενήλικα πουλιά αναγνωρίζονται εύκολα από τις μακριές, μυτερές φτερούγες και τη ρομβοειδή ουρά που θυμίζουν τεράστιο γεράκι, ενώ το στήθος και η κοιλιά τους έχουν συνήθως πορτοκαλί χρώμα. Στο κεφάλι, κοντά στο ράμφος, φέρει μια μακριά τούφα με μαύρες τρίχες που μοιάζει με γένι. Μάλιστα, σε αυτό το γνώρισμα οφείλει το είδος το επιστημονικό του όνομα, Gypaetus barbatus, που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «Γυπαετός, ο γενειοφόρος».
Ο Γυπαετός είναι ορεσίβιο είδος, συχνάζει σε περιοχές μεγάλου υψομέτρου (1.500-4.000 μέτρα), ενώ το χειμώνα που οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι είναι καλυμμένοι με χιόνια απαντάται και σε χαμηλότερο υψόμετρο (500-800 μέτρα) στα ημιορεινά. Φωλιάζει στην καρδιά του χειμώνα (από μέσα Δεκεμβρίου μέχρι τέλη Ιανουαρίου) μέσα σε μικρές σπηλιές σε απόκρημνα βράχια ή βαθιά φαράγγια με πλαγιές μεγάλης κλίσης. Γεννά δύο αυγά, μετά από περίοδο επώασης 55-57 ημερών και το μοναδικό μικρό που επιζεί μένει στη φωλιά για 4 περίπου μήνες. Το νεαρό πουλί θα πετάξει για πρώτη φορά στα τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, ενώ θα είναι σεξουαλικά ώριμο για να αναπαραχθεί μετά από τουλάχιστον 6 χρόνια.
Οι νεαροί γυπαετοί εγκαταλείπουν την φωλιά τους μετά από 120-130 ημέρες και παραμένουν στη γενέθλια επικράτεια για 3-5 μήνες επιπλέον.
Η μέση επιφάνεια της επικράτειας ενός ζευγαριού κυμαίνεται από 200-400 τετραγωνικά χιλιόμετρα και συνεπώς η κατανομή του είδους είναι σχετικά αραιή. Τα νεαρά πουλιά, τα πρώτα χρόνια της ζωής τους καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις εξερευνώντας άλλες περιοχές, αλλά τις περισσότερες φορές επιστρέφουν στη γενέτειρα περιοχή. Αντίθετα, τα ενήλικα πουλιά παρουσιάζουν έντονη φιλοπατρία και δείχνουν εντελώς απρόθυμα να αφήσουν την περιοχή τους για να εποικήσουν γειτονικούς ορεινούς όγκους, ακόμη και αν αυτοί βρίσκονται μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά.
Ο Γυπαετός είναι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με κόκαλα (70-90% της διατροφής του). Στην Κρήτη οι βοσκοί το αποκαλούν «Κοκαλά», καθώς από πολύ παλιά το βλέπουν να σπάει τα μεγαλύτερα κοκάλα με μια χαρακτηριστική τεχνική.
Τα πετάει από μεγάλο ύψος σε απότομα μυτερά βράχια ακολουθώντας τα με μια σπειροειδή κάθοδο. Αυτή τη διαδικασία την επαναλαμβάνει αρκετές φορές μέχρι να σπάσουν και στη συνέχεια τρώει τα κομμάτια ξεκινώντας από το μεδούλι. Τα μικρότερα κοκάλα τα καταπίνει ολόκληρα και το στομάχι του, με τα πανίσχυρα γαστρικά υγρά που διαθέτει, τα χωνεύει με ευκολία. Αυτή η διατροφική του συνήθεια φαντάζει περίεργη, αλλά από τη στιγμή που έχει λυθεί το πρόβλημα της πέψης, τα κόκαλα αποτελούν μια πολύ θρεπτική και εύκολα αποθηκεύσιμη τροφή, για την οποία επιπλέον έχει ελάχιστους ανταγωνιστές.
Οι κυριότερες απειλές είναι η λαθροθηρία και η χρήση δολωμάτων, που στοχεύει στην εξολόθρευση κορακιών και αδέσποτων σκύλων. Επίσης, η πιθανή έλλειψη τροφής την περίοδο της εκκόλαψης του νεοσσού, όταν αυτός δεν μπορεί να τραφεί με κόκαλα, αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο του αναπαραγωγικού κύκλου.
Τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει κι ένας άλλος πιθανός κίνδυνος γενικά για τα αρπακτικά πτηνά, που είναι οι ανεμογεννήτριες που έχουν τοποθετηθεί σε πολλές βουνοκορφές
Ο Γυπαετός θεωρείται σήμερα το σπανιότερο είδος αρπακτικού στη χώρα μας και γενικότερα στα Βαλκάνια, αφού ο πληθυσμός του, όπως αναφέρθηκε, εντοπίζεται μόνο στην Κρήτη και δεν αριθμεί περισσότερα από έξι αναπαραγωγικά ζευγάρια.
Φουρόγατος ο μυστηριώδης κάτοικος του Ψηλορείτη
Ο μυστηριώδης αγριόγατος της ή φουρόγατος αποτελεί ενδημικό υποείδος του ευρωπαϊκού αγριόγατου. Είναι το μόνο άγριο αιλουροειδές του νησιού, το οποίο είναι περιορισμένο σε μικρό τμήμα της Κρήτης. Ο φουρόγατος για πολλά χρόνια θεωρούνταν εξαφανισμένος, ένα «ζώο φάντασμα», και οι μαρτυρίες για την ύπαρξη του περιοριζόταν σε βοσκούς. Μοναδικό χειροπιαστό επιστημονικό στοιχείο που υπήρχε μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα ήταν δύο δέρματα που είχε αγοράσει το 1905 μια Αγγλίδα επιστήμονας στα Χανιά. Ωστόσο, στις 10 Απριλίου του 1996 δύο φοιτήτριες του πανεπιστημίου της Perugia που μελετούσαν τα σαρκοφάγα ζώα της Κρήτης σε συνεργασία με το μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, έστησαν παγίδες κοντά στον Πλάτανο Αμαρίου. Σε μία από αυτές πιάστηκε ένας αγριόγατος, παίρνοντας σάρκα και οστά. Αργότερα, βοσκός εντόπισε μια φωλιά με 5 μικρά γατάκια στο δάσος του Ρούβα.
Το σώμα του φουρόγατου είναι μεγαλύτερο από τις κοινές γάτες, και στα αρσενικά φτάνει σε μήκος τα 50cm και μαζί με την ουρά τα 80cm. Η ουρά του είναι στενότερη στη βάση και πιο φουντωτή στην άκρη, υπάρχουν μαύροι δακτύλιοι, ενώ το άκρο είναι πάντα μαύρο. Επίσης, το χρώμα του τριχώματος είναι ανοιχτό καφέ με σκούρες κηλίδες και ραβδώσεις. Τρέφεται με λαγούς, πουλιά, έντομα και τρωκτικά, ενώ ζει σε βραχώδεις περιοχές και απομονωμένα δάση σε υψόμετρο 900-1200m. και γεννάει 4-7 μικρά, 1-2 φορές το χρόνο.
Το εξαιρετικά σπάνιο αυτό ζώο ζει κυρίως στον Ψηλορείτη. Σημαντικότατη θεωρείται ολόκληρη η περιοχή του Αμαρίου, για τον πληθυσμό του κρητικού αγριόγατου. Ο βιότοπός του ορίζεται από τις πλαγιές από τις Κουρούτες μέχρι το δάσος του Ρούβα.
Η αγριόγατα βρίσκεται σε οριακό σημείο επιβίωσης, καθώς κινδυνεύει με εξαφάνιση κυρίως λόγω της χρήσης δηλητηρίων στη φύση. Πιστεύεται ότι οι πρώτοι έποικοι της Κρήτης μετέφεραν εξημερωμένες γάτες στην Κρήτη, πιθανότερα από την Αφρική, οι οποίες ανήκαν σε πιο μικρόσωμο υποείδος. Οι γάτες αυτές πέρασαν στη φύση και εξελίχτηκαν. Εναλλακτικά, η γάτα προϋπήρχε στην Κρήτη πριν από τον χωρισμό της από την ηπειρωτική χώρα.
Κιρκινέζι
Το κιρκινέζι αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά είδη γερακιού στην Κρήτη, που απειλείται όμως με εξαφάνιση. Έχει την ικανότητα να αιωρείται σε σταθερό σημείο στον αέρα, ενάντια στην φορά του ανέμου.
Το κιρκινέζι είναι ένα μικρόσωμο γεράκι που φωλιάζει σε βράχια ή σε παλιά σπίτια και κυνηγάει τη λεία του σε ανοικτές εκτάσεις με φρύγανα, ενώ το χειμώνα συχνάζει και σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πριν μεταναστεύσει για την Αφρική. Ζει σε θερμές περιοχές (30-50°C) με χαμηλό υψόμετρο και τρέφεται κυρίως με τρωκτικά, ερπετά και έντομα, όντας πολύ ευεργετικό για τους γεωργούς.
Ακανθοποντικός
Ο Κρητικός ακανθοποντικός αποτελεί ένα απειλούμενο θηλαστικό, το οποίο απαντάται αποκλειστικά στο νησί της Κρήτης. Το όνομα του το παίρνει από τις σκληρές χοντρές τρίχες που βρίσκονται στη ράχη και στην ουρά του.
Το πρόσωπο του έχει περισσότερο γκρίζα απόχρωση και είναι περισσότερο μυτερό από τα άλλα είδη ακανθοποντικών. Η γούνα του ποικίλει από κίτρινη έως κόκκινη, το πρόσωπο και ή ράχη του ποικίλει από γκρι έως καφέ, ενώ έχει πάντα άσπρο χρώμα στην κοιλιά του.
Ο ακανθοποντικός βγαίνει από την πολύ μικρή του φωλιά την νύχτα για να τραφεί με χόρτα και σπόρους. Εκτός από φυτική τροφή, μπορεί να φάει σαλιγκάρια και έντομα.
Η εγκυμοσύνη του διαρκεί 5-6 βδομάδες, που είναι πολύ μεγάλη διάρκεια για ποντικό. Είναι εντυπωσιακό ότι κατά τη γέννα, άλλες θηλυκές περιποιούνται τη μητέρα, ενώ το νεογνό γεννιέται αρκετά ανεπτυγμένο και με ανοιχτά μάτια.
Οι ακανθοποντικοί κινδυνεύουν με εξαφάνιση, ενώ είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν δείγματα του. Δεν έχουν μελετηθεί εις βάθος, γεγονός που περιορίζει τις γνώσεις μας για το είδος και την εξέλιξη του.
Κρητικός βάτραχος
Ο Κρητικός βάτραχος είναι ένα από τα τρία ενδημικά είδη αμφιβίων της Ελλάδας, το οποίο απαντάται μόνο στο νησί της Κρήτης. Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός του έχει μειωθεί αισθητά λόγω πολλών παραγόντων.
Ο Κρητικός βάτραχος ζει κατά κανόνα σε μόνιμα ή εποχικά έλη, λίμνες γλυκού νερού και γενικά όπου υπάρχει γλυκό νερό (κανάλια αποστράγγισης, δεξαμενές, ρυάκια, φράγματα κλπ) τα οποία βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο. Ένας λόγος της μείωσης του πληθυσμού του είναι η μείωση των ενδιαιτημάτων του και η καταστροφή των υδάτινων πόρων από τον άνθρωπο.
Ωστόσο, μια από τις μεγαλύτερες απειλές είναι η εισαγωγή του αμερικανικού βουβαλοβάτραχου που κάποιος απερίσκεπτος άφησε ελεύθερους στην λίμνη της Αγιάς πριν από κάποια χρόνια, με αποτέλεσμα το ενδημικό είδος να έχει μειωθεί δραματικά.