Μια επίθεση με τσεκούρι δεν είναι «τυχαίο γεγονός». Είναι το τελευταίο καμπανάκι σε έναν δρόμο που γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινός για χιλιάδες διανομείς σε όλη τη χώρα.
Οι ίδιοι που μας φέρνουν το φαγητό μας, τον καφέ μας, τα ψώνια μας – μέρα, νύχτα, σε βροχή ή καύσωνα – είναι αυτοί που εργάζονται ανασφάλιστοι, εξαντλημένοι και απροστάτευτοι.
Η “gig economy”, αυτή η περίφημη «νέα οικονομία της ευελιξίας», βαφτίζει τους εργαζόμενους «συνεργάτες». Τους αποδίδει την ευθύνη για τα πάντα και το δικαίωμα για σχεδόν τίποτα. Ο εξοπλισμός τους, το κράνος τους, η ασφάλειά τους – όλα βγαίνουν από την τσέπη τους.
Η αλήθεια είναι πικρή: ο διανομέας αμείβεται όσο αποδίδει, και απολύεται αν δεν «αποδώσει» αρκετά. Είναι αναλώσιμος, όχι εργαζόμενος. Είναι freelancer, όχι ασφαλισμένος. Και αν τραυματιστεί; Αν δεχτεί επίθεση; Αν πέσει θύμα ληστείας ή τροχαίου; Τότε… απλώς δεν είναι πια χρήσιμος.
Η Πολιτεία – με την ανοχή ή την ενεργή στήριξη εργοδοτικών μοντέλων «τύπου Χατζηδάκη» – νομιμοποιεί την εργολαβία, επιβραβεύει την ασυδοσία και θεσμοθετεί την επισφάλεια. Με πρόσχημα την ευελιξία, έχουμε οδηγηθεί σε μια εργασιακή ζούγκλα, όπου οι πιο αδύναμοι ζουν …από τύχη.
Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση. Δεν είναι θέμα «κακής συγκυρίας». Είναι πολιτική επιλογή.
Είναι το τίμημα της κερδοφορίας.



