Με ένα πολύ όμορφο κείμενό τους οι Μανόλης Βαρουξάκης και Γιάννης Κυριακάκης, πρώην περιφερειακοί σύμβουλοι Κρήτης, αναφέρονται στις συνέπειες που θα έχει η εξίσωση του φόρου στην τσικουδιά:
Έναν αιώνα τώρα οι αγρότες στην Κρήτη έχουν άδειες για ρακοκάζανα και παράγουν τσικουδιά από τα σταφύλια τους.
Η τσικουδιά για τους Κρητικούς είναι κάτι περισσότερο από ένα παραδοσιακό ποτό. Είναι χωρίς υπερβολή κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας αυτού του τόπου. Ρέει άφθονη σε καφενεία, σπίτια, παρέες, γιορτές, γλέντια. Ταπεινή η καταγωγή της αφού προέρχεται από τα υπολείμματα της παρασκευής του κρασιού, τα στράφυλα. Βλέπεις, παλιότερα, η φτώχεια δεν άφηνε να πετάξεις τίποτα.
Είναι κι όλη η τελετουργία της απόσταξης, είναι κι οι παρέες που μαζεύονται στον τρύγο και στα καζάνια.
Έχει πολύ χαμηλή τιμή στα καφενεία, συχνά δωρίζεται, χαρίζεται και κερνιέται στα μαγαζιά κι απορούν οι επισκέπτες για τη γενναιοδωρία των ανθρώπων αυτού του τόπου.
Μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, το 1981, η αμπελουργία άρχισε να φθίνει. Αμπέλια ξεριζώθηκαν, η παραγωγή σταφίδας και επιτραπέζιων σταφυλιών μειώθηκε σημαντικά. Το ίδιο και η παραγωγή κρασιού.
Εκσυγχρονισμός βλέπεις. «Ελευθερία του εμπορίου», εξευτελιστικές τιμές για τον αγρότη σε συνδυασμό με την επιδότηση άλλων καλλιεργειών (που άφησαν εκτός επιδότησης την αμπελουργία και πολλές άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες) οδήγησαν στην μονοκαλλιέργεια και στο ξερίζωμα των περισσότερων αμπελιών.
Σήμερα είναι παράνομο να φυτέψεις αμπέλι χωρίς άδεια από το κράτος με τις άδειες να δίνονται μόνο σε εταιρείες-οινοποιεία.
Παρ’ όλα αυτά στις μέρες μας, τον Οκτώβρη – Νοέμβρη τα καζάνια αποτελούν τόπο συνάντησης πολλών ανθρώπων. Τα χωριά θυμίζουν κάτι από τα παλιά, αποκτούν ζωντάνια. Έστω και για λίγο, έστω και σαν ανάμνηση παλιότερων εποχών και περασμένων «μεγαλείων».
Το 1988 απόκτησαν τη δυνατότητα εμφιάλωσης τσικουδιάς κι οι ποτοποιοί. Όμως οι περισσότεροι, μαγαζιά, καφενεία, σπίτια, συνέχισαν να αγοράζουν από γνωστό τους παραγωγό και μόνο οι τουρίστες αγοράζουν εμφιαλωμένη ως σουβενίρ.
Μετά το ξεκίνημα της κρίσης οι εταιρείες διακίνησης αλκοολούχων ποτών είδαν τις πωλήσεις τους να πέφτουν. Ακριβά ποτά αντικαταστάθηκαν από τσικουδιά, ούζο και τσίπουρο. Και προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που «κόπτεται» για τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» – έτσι λένε κομψά το δίκιο του ισχυρότερου, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων – δεν έχασε την ευκαιρία.
Προ ημερών το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε και διέταξε να εξισωθεί ο φόρος με αυτόν που έχει το ουίσκι κι άλλα ακριβά ποτά.
Το ειδικό καθεστώς που υπήρχε, είχε σαν στόχο την προστασία των ιδιοκτητών και καλλιεργητών αμπελιών για μικρή παραγωγή και σχεδόν ιδιωτική χρήση γι’ αυτό και η φορολόγηση ήταν μικρή.
Η φορολογία εκτινάσσεται από 0,59 ευρώ το κιλό σε 5,1 ευρώ κι αν δεν ισχύσει η έκπτωση 50% ο επιβαλλόμενος φόρος θα αυξηθεί κατά 18 φορές, στο ποσό των 10,2 ευρώ το κιλό! Μετά απ’ αυτό το προϊόν θα περάσει στα χέρια μεσαζόντων.
Σταδιακά η δραστηριότητα θα εγκαταλειφθεί, η τελετουργία θα χαθεί, τα καζάνια θα κλείσουν και το προϊόν θα παραδοθεί στην αγγλική DIAGEO, στη γαλλική Pernod Richard και την ελληνική ΚΑΡΟΥΛΙΑΣ που διακινούν ο καθένας 5-6 μάρκες ουίσκι, βότκα κ.λ.π.
Η τσικουδιά, όπως την ξέραμε, θα εξαφανιστεί.
Γιατί σ’ ένα κόσμο που όλα μετατρέπονται σε εμπορεύματα η τσικουδιά ήταν μια ανορθογραφία στην «αγορά».
Η αμπελουργία, μια δραστηριότητα των Κρητικών για πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια, ενώ φθίνει δέχεται άλλο ένα χτύπημα.
Αλλά είπαμε οι καιροί αλλάξανε. Τώρα ανήκουμε στη «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια» που δε φαίνεται να εγκρίνει αυτή τη δραστηριότητα κι οδηγεί σε συντριβή την αγροτιά. Οι ολετήρες της Ε.Ε. περνούν και ξαναπερνούν από πάνω μας.
Δεν τους αρκεί που ξεριζώσαμε τ’ αμπέλια μας.
Θέλουν να ξεριζώσουμε και την ψυχή μας.