Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Είχε κάποια χρόνια να βρεθεί καλοκαιράκι στον τόπο του. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο και ύστερα από κάποιες απόπειρες αναζήτησης εργασίας πάνω στο γνωστικό αντικείμενο των σπουδών του, έκρινε πως καλό θα είναι να μην αφήνει τον χρόνο να διαφεύγει όπως η άμμος μέσα από τα χέρια του. Έφυγε στα ξένα για τη θέση εργασίας που του προτάθηκε, δυσκολεύτηκε λίγο αρχικά στην προσαρμογή, ωστόσο δημιούργησε εκεί οικογένεια και προχώρησε στην επαγγελματική του διαδρομή.
Αποσπασματικά αφιέρωνε λίγες μέρες κάθε χρόνο για μια επίσκεψη στον τόπο της ρίζας του. Οι μέρες κυλούσαν πολύ γρήγορα, μοιρασμένες ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους. Οι αναμνήσεις που συνόδευαν τις επισκέψεις αυτές ήταν μάλλον συγκεχυμένες. Εικόνες και γεγονότα έμοιαζε να ασφυκτιούν μέσα στα πενιχρά χρονικά περιθώρια.
Και να που τώρα ερχόταν για να μείνει με περισσότερη άνεση χρόνου. Τα οικογενειακά ζητήματα είχαν δρομολογηθεί, τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και είχαν πάρει τον δικό τους δρόμο, τώρα είχε πια την “πολυτέλεια” να μπορεί να επικεντρωθεί σε μια αφοσιωμένη επίσκεψη/προσκύνημα στην πόλη του. Ήθελε μόνοςτου να επισκεφθεί κάποια “οδηγά σημεία” στον ιστό της πόλης, να ψηλαφήσει μνήμες, να βιώσει ξανά συναισθήματα.
Αυτά σκεφτόταν καθώς βάδιζε τον δρόμο προς τον Δημοτικό Κήπο, εκεί όπου όλες τις μέρες του χρόνου, ιδιαίτερα τις ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές, καθόταν με κάποιους συμμαθητές και φίλους σε κάποιο παγκάκι, για να απολαύσει ένα παγωτό αγορασμένο από το κοντινό περίπτερο. Εκεί όπου έβλεπε τα πουλιά να πετούν αδιάκοπα και άκουγε το χαρμόσυνο τιτίβισμά τους μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές θεόρατων δέντρων. Θυμόταν κάποιες κυρίες που τάιζαν με ψίχουλα ψωμιού τα περιστέρια και κείνα κατέβαιναν σαν ιπτάμενο σύννεφο για να τσιμπολογήσουν το κέρασμα που τους προσφερόταν, ενώ μικρά παιδιά με τους γονείς τους παρατηρούσαν με χαρά αυτό το “πηγαινέλα” των πουλιών. Θυμόταν τη μικρή λιμνούλα με τις πάπιες ανατολικά, ενώ από τη δυτική είσοδο το μονοπάτι οδηγούσε στον περιφραγμένο χώρο με τους αίγαγρους και παραδίπλα τα παγώνια ξεδίπλωναν τα εκθαμβωτικά φτερά τους.
Στη βόρεια πλευρά του Κήπου υπήρχε πάντα το ιστορικό “Καφέ Κήπος”, που είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες σε διαφορετικές εποχές. Τραγουδιστές και ζογκλέρ, χορευτές και ταχυδακτυλουργοί κεντούσαν με χρώμα και ήχο μαγικές βραδιές, όπως άκουνε να αφηγούνται οι παλαιότεροι. Ακόμα πιο παλιά, την εποχή που η Κρήτη βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κηδεμονία ξένων, ο φακός της κάμερας είχε αποτυπώσει προσωπικότητες της εποχής και εκπροσώπους των λεγόμενων “Μεγάλων Δυνάμεων” κάτω από τα φιλόξενα και θαλερά σκιάδια των μεγάλων δέντρων.
Είχε ακούσει από φίλους πως ο Κήπος έχει μόλις ανακαινιστεί, μετά από μια διετία κατά την οποία υπήρξε εργοταξιακός χώρος. “Ασφαλώς”, σκεφτόταν, “θα δούμε συναρπαστικές αλλαγές!”.
Προχώρησε με ένα ελαφρό χτυποκάρδι και διάβηκε από τη δυτική είσοδο το μονοπάτι που οδηγούσε στο καφέ. Με έκπληξη είδε πως δεν πατούσε πια χώμα, αλλά κάποιο τσιμεντοειδές υλικό. Η συμπαγής συνθετική επιφάνεια, που ασφαλώς περιείχε ύλες ξένες προς τα φυσικά δομικά υλικά, είχε ήδη αρχίσει να πυρτακτώνεται κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού.
Το φράγμα με τους αίγαγρους δεν υπήρχε πια. Είναι αλήθεια πως από πολλά χρόνια είχε ακούσει να γίνονται πολλές συζητήσεις πάνω σε αυτό, συγκεκριμένα για το αν θα έπρεπε να υπάρχουν έγκλειστα ζώα στον χώρο του Δημοτικού Κήπου. Ασφαλώς όχι, διότι πρώτα απ’ όλα ο εγκλεισμός των ζώων τα οποία διατίθενται στους διερχόμενους ως είδος προς παρατήρησιν είναι εξ ορισμού απαράδεκτος. Κάποτε υπήρχαν μικροί πίθηκοι που φιλοξενούνταν σε κλουβιά και οι οποίοι, πέρα από τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσής τους, είχαν να αντιμετωπίσουν την περίεργη και ενοχλητική διάθεση των επισκεπτών να αστειευτούν μαζί τους. Ακόμα, κάποτε υπήρχαν πόνυ σε περιορισμένων διαστάσεων φράγματα στρωμένα με μεγάλα βότσαλα(!), τα οποία εξ ορισμού δυσχέραιναν τη βάδισή τους. Οι αίγαγροι από τη φύση τους προορίζονται για να διασχίζουν και να διασκελούν βραχώδη ορεινά τοπία, πάντως όχι για να μετεγκαθίστανται από το ένα Πάρκο σε άλλο. Αναρωτήθηκε αν οι αίγαγοι εκείνοι, οι οποιοι είχαν γεννηθεί στον χώρο του Δημοτικού Κήπου, θα ήταν σήμερα ικανοί να επιβιώσουν σε κάποιο τραχύ ορεινό τοπίο ή αν έχουν ήδη μεταφερθεί σε κάποιο πιο ευρύχωρο φράγμα άλλου Κήπου.
Ούτε τα παγώνια υπήρχαν. Αλλά δεν υπήρχε ούτε η Παιδική Χαρά με τις πολλές κούνιες και τα παγκάκια, όπου μπορούσαν να κάθονται οι συνοδοί των παιδιών ενώ εκείνα έπαιζαν. Μια -δυο μικρές κατασκευές τοποθετημένες πάνω σε γρασίδι είχαν αντικαταστήσει την Παιδική Χαρά. Στο γρασίδι έπαιζαν λιγοστά παιδιά και κάποιοι γονείς έστεκαν εκεί γύρω. Αναρωτήθηκε σε πόσες ημέρες το γρασίδι θα έχει καταστεί ακατάλληλο ακόμα και για βάδιση και ασφαλώς εντελώς ακατάλληλο για παιχνίδι, καθώς θα είχε “στολιστεί” με (εν πολλοίς μη ορατά μέσα στο γρασίδι) περιττώματα ζώων συντροφιάς, τα οποία κάποιοι ανεπαρκείς και ανεύθυνοι ιδιοκτήτες φροντίζουν να μην αποσύρουν.
Η αληθινά οδυνηρή έκπληξη από την αρχή του περιπάτου ήταν η απουσία των αμέτρητων μεγάλων και σκιερών δέντρων που κάποτε υποδέχονταν τους επισκέπτες, η απόλυτη έλλειψη του σύδεντρου που σηματοδοτεί με τρόπο μαγικό “οάσεις” όπως ο (κάποτε) Δημοτικός Κήπος Χανίων, ο Δημοτικός Κήπος Ρεθύμνου και όλοι οι ιστορικοί Δημοτικοί Κήποι.Μέσα σε μεγάλες νησίδες σκεπασμένες με γρασίδι υπήρχαν κάποια φτωχά σε ίσκιο δέντρα, τα οποία έμοιαζαν αμήχανα, ταλαίπωρα και περιστοιχίζονταν, στις παρυφές των πράσινων νησίδων, από μάλλον αξιοθρήνητα άνθη, τα οποία είχαν αντικαταστήσει τις πλούσιες και καλοκουρεμένες πράσινες μπορντούρες.
Έφτασε μπροστά από το ιστορικό καφέ. Τα μάτια του θάμπωσαν από το πυρακτωμένο, συμπαγές υλικό που είχε αντικαταστήσει το χαλίκι το δάπεδο της αυλής. Το ωραίο, θολωτό στέγαστρο στη νότια πλευρά του καφέ, εκείνο με τη στέγη από ξύλο και αδιαφανές πλεξιγκλας, με τις βουκαμβίλιες που άπλωναν τα ανθισμένα κλαδιά τους επάνω και γύρω, δεν υπήρχε. Δεν υπήρχαν ούτε κάποια δέντρα που περιέβαλαν τον χώρο της αυλής και δημιουργούσαν έναν συνεκτικό ιστό πρασίνου. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μόνο μια εικόνα γενικού αφανισμού.
Λίγες ομπρέλες λευκές έστεκαν συνεπτυγμένες. “χαμηλοφτερουγιασμένες”, σε έναν χώρο που ήδη “έβραζε” από τη ζέστη. Απόντες οι θαμώνες του καφέ, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που εκτιμούσαν τη δροσιά του τοπίου.
Βόρεια της εισόδου του Δημοτικού Κινηματογράφου, νάσου και πάλι μια μικρή, ορθογώνια επιφάνεια με γρασίδι, πάνω στο οποίο αναπαυόταν μια αποκεφαλισμένη προτομή, η οποία αντιστοιχούσε σε πρόσωπο που θα έζησε περίπου δύο αιώνες πριν, όπως έδειχνε η ενδυμασία του ανδρός: “Καλά, δεν μπορούσαν να τοποθετήσουν την προτομή, έστω αυτό το υπόλειμμά της, σε κάποια βάση από σίδερο; Ηταν τόσο δύσκολο να τοποθετήσουν και μια ενημερωτική μαρμάρινη πινακίδα;”.
Μέσα στην απόλυτη ερημιά άκουσε ο ίδιος αυτά τα λόγια του και το παράπονό του. Σκέφτηκε, με μεγάλη θλίψη, πως το αυτονόητο έχει καταντήσει να ηχεί ως παράδοξο.
Προχώρησε προς την έξοδο από την κεντρική πύλη της νότιας πλευράς. Ήθελε να δει αν υπήρχαν, στην εξωτερική πλευρά του τοίχου, οι ρίζες του δέντρου που είχαν σχηματίσει ένα εκπληκτικό μνημείο της φύσης, ένα μοναδικό γλυπτό που ξεπρόβαλλε μέσα από τον τοίχο. Θυμόταν ότι στις ρίζες αυτές πάνω είχαν ξεψυτρώσει λούπινα, με τα πλούσια παλαμοειδή φυλλώματά τους και τις υπόλευκες ταξιανθίες τους, που έμοιαζαν με “ανθισμένα καντηλέρια”, όπως έλεγε. Πολλοί τουρίστες είχαν σταθεί για να φωτογραφήσουν αυτή τη σπάνια εικόνα.
Όχι, το δέντρο δεν υπήρχε, ούτε οι ρίζες του.
Κάποιες γυναίκες περνούσαν και συζητούσαν με γαλόφωνα: “Ξέρεις πόσα περιστέρια και πουλιά ξεσπιτώθηκαν; Με το που κόπηκαν τα δέντρα, εξορίστηκαν τα πουλιά. Τριγυρνάνε απελπισμένα πέρα-δώθε, στοιβάζονται σε κάγκελα μπαλκονιών, χτίζουν φωλιές πίσω από κλιματιστικά, κάθονται πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ, απίστευτες εικόνες!” έλεγε η μία και η άλλη συμπλήρωνε :”Τα Χανιά, η Πόλη των Γιασεμιών, τώρα είναι η απόλυτη τσιμεντούπολη!”.
Η πρώτη κυρία είχε κοντοσταθεί στην είσοδο του Κήπου και συνέχιζε: “Αμ’ πού να δεις τη Νέα Χώρα… Δεν φτάνει που έκοψαν τα αιωνόβια αλμυρίκια, μα φύτεψαν και κάτι φοίνικες ψωραλέους, σαν σπανομαρούλες, τσιμέντωσαν τα πάντα και έγινε Κρανίου Τόπος…΄Αξιοποίηση λέγεται αυτό; Σηκώθηκαν και τα κτήρια ως επάνω, σε πιάνει ασφυξία να τα βλέπεις! Άσε τώρα που έβαλαν πάνω στα πεζοδρόμια πελώριες τσιμεντοειδείς “χοχλάκες”, άγνωστο για ποιο λόγο. Προχτές, πάλι, είδα βιδωμένα εδώ κι εκεί, κατά τρόπο ασυνάρτητο, κάτι μικρά “σκαμνάκια” από ξύλο και λαμαρίνα, που είναι εντελώς απαράδεκτα στην εμφάνιση, αλλά και επικίνδυνα, όπως παρεμβάλλονται στον χώρο διέλευσης πεζών. Σε λίγο ούτε στα πεζοδρόμια της ακτής θα μπορούν να κυκλοφορούν οι άνθρωποι!”. “Ευτυχώς που σώθηκαν οι Άγιοι Απόστολοι, ας είναι καλά οι αγώνες των ανθρώπων!.”, απαντούσε η άλλη κυρία κουνώντας περίλυπη το κεφάλι της.
Κατηφόρισε σκεπτικός προς την πλατεία Δημοτικής Αγοράς. Αντίκρισε το ίδιο ασκεπές κτίριο, σκέλεθρο παλαιάς ομορφιάς και δόξας, περιζωσμένο από λαμαρίνες. Θυμήθηκε την επισήμανση που είχε κάνει κάποιος συγγενής και συνδημότης, εμπειρότατος περί τα κατασκευαστικά έργα: “Η Αγορά, το μόνο που χρειαζόταν για την επισκευή της σκεπής της ήταν δυο τροχήλατες, ειδικές σκαλωσιές και τρεις-τέσσερις εργάτες!”.
Στον δρόμο απέναντι είδε και πάλι τους ίδιους κόκκινους κώνους που είχε δει να περιζώνουν, άγνωστο γιατί, δρόμους και γωνίες της γειτονιάς του. Θυμήθηκε κάποιους νεαρούς ποδηλάτες που μόλις χτες έκαναν προκλητικά “σούζες” πάνω στα πεζοδρόμια και παρενοχλούσαν τους πεζούς, στις διαμαρτυρίες των οποίων απαντούσαν ότι δεν φταίνε αυτοί που ο ποδηλατόδρομος της οδού Κυδωνίας διακόπτεται άνευ λόγου και αιτίας.
“Και τι ποδηλατόδρομος”, μουρμούρισε καθώς σκεπτόταν όλα αυτά,”πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο δεν υπάρχουν τέτοιας λογής ποδηλατόδρομοι μεταξύ δρόμου και πεζοδρομίου! Καλά, δεν το έχετε πάρει χαμπάρι πως τα Χανιά δεν είναι Δουβλίνο; Πρέπει ντε και καλά, δίχως καμμιά περίσκεψη, δίχως να υπάρχουν οι ανάλογες υποδομές, να γίνει ακόμα περισσότερο χαοτική η κυκλοφορία στην πόλη, για να λέμε ότι έχουμε και ποδηλατόδρομους;”.
Αποθαρρυμένος και αποκαμωμένος περπάτησε με αργά βήματα ως το σπίτι του. Η δροσιά της αυλής τον συνέφερε κάπως. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα του σπιτιού, άκουσε μια γνώριμη φωνή:
-Ξύπνα, υπναρά μου! Ο καφές σου είναι έτοιμος!
Άνοιξε τα μάτια και είδε τη σύντροφό του. Τη ρώτησε:
-Είδες το χάλι στον Δημοτικό Κήπο, στην Αγορά και στη Νεα Χώρα;
-Όνειρο έβλεπες, καημένούλη μου, ήσουν κουρασμένος από το ταξίδι… Τiποτα δεν έγινε, οι αρμόδιοι είπαν πως τελικά δεν θα πειράξουν το πράσινο της πόλης, βλέπεις ξεσηκώθηκαν έγκαιρα τα οικολογικά σωματεία και όλος ο κόσμος!
-Ουφφφ… Όνειρο ήταν, λοιπόν…