Ο ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές των φαρμάκων αλλά τα νέα φάρμακα παραμένουν απρόσιτα – Οι MSF αναλύουν το κόστος των εργαλείων διάγνωσης και παρακολούθησης του HIVΚουάλα Λουμπούρ, 2 Ιουλίου 2013– Η τιμή της αντιρετροϊκής θεραπείας πρώτης και δεύτερης γραμμής μειώνεται χάρη στον αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών γενόσημων φαρμάκων, αλλά νεότερα αντιρετροϊκά φάρμακα εξακολουθούν να διατίθενται σε αστρονομικές τιμές, σύμφωνα με την Ετήσια Αναφορά «Untangling the Web of ARV Price Reductions» http://msfaccess.org/sites/default/files/AIDS_Report_UTW16_ENG_2013.pdf, που δημοσιεύουν σήμερα οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Médecins Sans Frontières / MSF) στη Διεθνή Διάσκεψη για το AIDS που συνέρχεται στην Κουάλα Λουμπούρ.
“Είναι καλή η είδηση ότι οι τιμές των βασικών αντιρετροϊκών φαρμάκων συνεχίζουν να μειώνονται καθώς όλο και περισσότερες εταιρείες μπαίνουν ανταγωνιστικά στην αγορά, αλλά τα νεότερα φάρμακα εξακολουθούν να κοστολογούνται ακριβά», είπε η Δρ. Jennifer Cohn, ιατρική συντονίστρια στην Εκστρατεία των MSF για την Πρόσβαση στα Βασικά Φάρμακα. «Οι MSF και άλλες ιατρικές οργανώσεις χρειάζονται τις νέες θεραπείες για τους ασθενείς που έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες επιλογές, αλλά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (πατέντες) καθιστούν τις θεραπείες αυτές οικονομικά απρόσιτες. Πρέπει επίσης να παρακολουθούμε προσεκτικά τα νέα, καλύτερης ποιότητας φάρμακα που θα εισέλθουν στην αγορά τα επόμενα χρόνια, καθώς αυτά θα είναι τα φάρμακα που θα χρειαστεί να εισάγουμε. Υπάρχει ακόμη δρόμος μέχρι να επιλυθεί το θέμα των υψηλών τιμών».
Τον τελευταίο χρόνο, με την άφιξη φαρμάκων επιπρόσθετης εγγυημένης ποιότητας , η «καλύτερη δυνατή» τιμή για μια εγκεκριμένη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) θεραπεία πρώτης γραμμής, ενός χαπιού ανά ημέρα (tenofovir/lamivudine/efavirenz) έχει μειωθεί κατά 19% από πέρυσι (από 172 σε 139 δολάρια το άτομο το χρόνο). Κάποιες χώρες, μάλιστα, έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν ακόμα χαμηλότερες τιμές για μεγάλες παραγγελίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς έχουν εισχωρήσει νέοι ανταγωνιστές στην αγορά των γενόσημων, οι τιμές δυο βασικών φαρμάκων στη θεραπεία δεύτερης γραμμής- atazanavir/ritonavir and lopinavir/ritonavir- έχουν μειωθεί κατά 28% το καθένα τον τελευταίο χρόνο, με την πλέον προσιτή συνδυαστική θεραπεία δεύτερης γραμμής να κοστολογείται σήμερα 303 δολάρια το χρόνο. Αυτό αντιστοιχεί σε μια μείωση της τάξης του 75% επί της τιμής της θεραπείας δεύτερης γραμμής από το 2006. Εντούτοις, η μειωμένη τιμή της αντιρετροικής θεραπείας δεύτερης γραμμής εξακολουθεί να έχει υπερδιπλάσιο κόστος από τη θεραπεία πρώτης γραμμής.
Αλλά ο ανταγωνισμός στα γενόσημα για τα νεότερα αντιρετροϊκά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων νέων κατηγοριών αντιρετροϊκών φαρμάκων, όπως οι αναστολείς της ιντεγκράσης, παρεμποδίζεται κυρίως λόγω των πατεντών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο ακριβά.
Η καλύτερη δυνατή τιμή μιας πιθανής θεραπείας διάσωσης για τους ανθρώπους που δεν έχουν ανταποκριθεί στη θεραπεία δεύτερης γραμμής (ραλτεγκραβίρη +ετραβιρίνη- δαρουναβίρη + ριτοναβίρη) κοστολογείται 2.006 δολάρια στις φτωχότερες χώρες-15πλάσιο περίπου κόστος από τη θεραπεία πρώτης γραμμής. Οι χώρες που δεν μπορούν να διασφαλίσουν αυτές τις χαμηλότερες τιμές πληρώνουν ακόμα περισσότερα. Για παράδειγμα, η Ταϊλάνδη και η Τζαμάικα πληρώνουν 4,760 και 6,570 δολάρια αντίστοιχα μόνο για το νέο φάρμακο δαρουναβίρη. Η Παραγουάη πληρώνει 7,782 δολάρια μόνο για την ετραβιρίνη και η Αρμενία πληρώνει 13,213 δολάρια μόνο για την ραλτεγκραβίρη-δηλαδή μόνο για το ένα από τα τρία ή τέσσερα φάρμακα που χρειάζονται για μια πλήρη θεραπευτική αγωγή.
Η εξασφάλιση χαμηλών τιμών σε μελλοντικά φάρμακα είναι επίσης προτεραιότητα. Ειδικοί του HIV υπογραμμίζουν ότι νέα ισχυρά και καλώς ανεκτά φάρμακα, όπως η αναστολέας της ιντεγκράσης ντολουτεγκραβίρη, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον σε βελτιωμένες θεραπείες πρώτης και δεύτερης γραμμής, με αποτέλεσμα να επείγει ακόμα περισσότερο η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά τα νεότερα φάρμακα.
“Η κλιμάκωση της θεραπείας για HIV και η διατήρηση των ανθρώπων σε θεραπεία εφόρου ζωής, θα εξαρτηθεί από τη μείωση των τιμών στα νέα φάρμακα», δήλωσε ο Arax Bozadjian, Φαρμακοποιός HIV για την Εκστρατεία των MSF για την Πρόσβαση στα Βασικά Φάρμακα. «Σήμερα, δεν υπάρχουν αντίγραφα εγγυημένης ποιότητας για την πλειοψηφία των νέων φαρμάκων για το HIV. Οι τιμές παραμένουν πολύ μεγάλο πρόβλημα στις χώρες μεσαίου εισοδήματος. Οι υπάρχουσες συμφωνίες εκούσιας αδειοδότησης θέτουν όρους που δεν είναι αρκετά καλοί, καθώς στην πλειοψηφία τους δεν έχουν προσανατολισμό τη Δημόσια Υγεία, έτσι ώστε πολλές χώρες μεσαίου εισοδήματος να αποκλείονται, και να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις αναγκαίες θεραπείες».
Χάρη στο γεγονός ότι η Ινδία, που είναι παραγωγός γενόσημων, αντιτάχθηκε στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, η τιμή της θεραπείας πρώτης και δεύτερης γραμμής κατάφερε να μειωθεί, όταν εισήλθαν στην αγορά των γενόσημων και άλλοι παραγωγοί. Καθώς όλο και περισσότερα νέα φάρμακα για το HIV κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε χώρες με σημαντική δυνατότητα παραγωγής γενόσημων, όπως η Ινδία, είναι πολύ σημαντικό να βρεθούν λύσεις που θα επιφέρουν μείωση των τιμών. Οι αιτήσεις για κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας θα πρέπει να απορρίπτονται όταν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, όπως επαναβεβαίωσε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ινδίας κατά της Novartis τον Απρίλιο του 2013. Όταν οι πατέντες εμποδίζουν την πρόσβαση, οι υποχρεωτικές άδειες πρέπει να εκδίδονται προς το συμφέρον της Δημόσιας Υγείας. Η Ινδία εξέδωσε την πρώτη υποχρεωτική άδεια το 2012 για ένα αντικαρκινικό φάρμακο που κρίθηκε εξαιρετικά ακριβό, και αντίστοιχες κινήσεις θα πρέπει να γίνουν και για τιμές φαρμάκων για το HIV που είναι απρόσιτες.
«Στην κλινική μας στη Βομβάη, όλο και περισσότεροι ασθενείς χρειάζονται τα νεότερα ακριβά φάρμακα για το HIV, αλλά ούτε οι ίδιοι ούτε η κυβέρνηση μπορούν να αντέξουν το κόστος τους σε βάθος χρόνου” δήλωσε η Leena Menghaney, Διευθύντρια της Εκστρατείας των MSF για την Πρόσβαση στα Βασικά Φάρμακα στην Ινδία. “Οι χώρες πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των υψηλών τιμών χωρίς περιστροφές, διασφαλίζοντας ότι δεν χορηγούνται αδικαιολόγητα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, και εκδίδοντας υποχρεωτικές άδειες όταν τα φάρμακα κοστολογούνται πολύ ακριβά, ώστ! ε να είναι δυνατή η διάθεση πιο φτηνών γενόσημων φαρμάκων”.
Μια δεύτερη αναφορά που δημοσιεύεται σήμερα από τους MSF στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης για το AIDS, με τίτλο «Putting HIV Treatment to the Test» http://msfaccess.org/sites/default/files/HIV_Report_VL_ENG_2013.pdf, εξετάζει τo κόστος του τεστ του ιικού φορτίου HIV. Ο έλεγχος του ιικού φορτίου είναι ο πιο αξιόπιστος τρόπος παρακολούθησης της θεραπείας για το HIV στις αναπτυσσόμενες χώρες, που σε σύγκριση είτε με την κλινική είτε την ανοσολογική παρακολούθηση (CD4), μπορεί να ανιχνεύσει πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ακρίβεια αν οι ασθενείς έχουν προβλήματα να εφαρμόσουν τη θεραπεία τους και χρειάζονται επιπλέον και συμβουλευτική ή αν πράγματι δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Οι νέες συστάσεις του ΠΟΥ για τις θεραπείες συνιστούν την τακτική παρακολούθηση του ιικού φορτίου στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αλλά το κόστος και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας έχουν εμποδίσει μέχρι στιγμής την εξάπλωση αυτών των τεχνολογιών στις αναπτυσσόμενες χώρες.
«Ο στόχος όλων των προγραμμάτων αντιρετροϊκής θεραπείας θα έπρεπε να είναι η καταστολή του ιού μέσω των αντιρετροϊκών φαρμάκων ώστε να επίπεδα του ιού να μην είναι ανιχνεύσιμα στο αίμα», σημείωσε ο Dr. Cohn. «Ο έλεγχος του ιικού φορτίου είναι ο καλύτερος τρόπος να παραμείνουν οι ασθενείς στην οικονομική αντιρετροϊκή θεραπεία πρώτης γραμμής για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και να χορηγούνται νέα φάρμακα μόνο σε εκείνους που τα χρειάζονται. Με τη μείωση του κόστους της θεραπείας δεύτερης γραμμής, είναι καιρός να αρχίσουμε ! να ελέγχουμε το ιικό φορτίο των ασθενών διασφαλίζοντας ότι αυτό λειτουργεί για όσους είναι σε θεραπεία, από το να περιμένουμε μέχρι να είναι πολύ αργά και να αρρωστήσουν πάλι ή να πεθάνουν».
Οι MSF παρέχουν αυτή τη στιγμή αντιρετροϊκή θεραπεία σε 285.000 ανθρώπους σε 21 χώρες.
Με την υποστήριξη του Διεθνή Οργανισμού Χρηματοδότησης Φαρμάκων κατά του HIV, της ελονοσίας και της φυματίωσης (UNITAID), οι MSF προσπαθούμε να συγκρίνουμε και να αποδείξουμε τη δυνατότητα μιας αποκεντρωμένης τακτικής παρακολούθησης του ιικού φορτίου, και της μέτρησης του αριθμού των CD4 κυττάρων με τεστ στο χώρο παροχής υπηρεσιών (point-of-care tests) για την εισαγωγή αντιρετροϊκής θεραπείας μέσω συγκριτικής επιχειρησιακής έρευνας σε επτά χώρες στην υπο-σαχάρια Αφρική.