Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδης*
Τα δάκρυα της χαροκαμένης μάνας πάντα θα τρέχουν πικρά. Μοιάζουν με τη θάλασσα που όσο γλυκό νερό κι αν της ρίξουμε, εκείνη θα παραμένει αλμυρή.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων της μεγαλύτερης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Ο καιρός ήταν πάρα πολύ κακός ενώ το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα από αρκετές μέρες πριν και όλη η περιοχή, όσο έβλεπε το μάτι του ανθρώπου, είχε καλυφθεί με το κάτασπρο σεντόνι του γέρου χειμώνα. Στο μικρό ορεινό χωριό, κάπου στην καρδιά της ορεινής Ρούμελης, της ιδιαιτέρας μου πατρίδας, τα μέλη μιας πολυμελούς οικογένειας προερχόμενα άλλα από τα γύρω χωριά, άλλα από τον μακρινό Καναδά και άλλα από την Αθήνα, είχαν συναχτεί ώστε να παραβρεθούν όλοι στη βάπτιση του μικρότερου μέλους της οικογένειας, που είχε γεννηθεί πριν από δυο χρόνια περίπου και που κατοικούσε στο χωριό με την οικογένειά του. Η βάπτιση και το όνομα που είχαν επιλέξει οι γονείς του να του δώσουν είχε ιδιαίτερη σημασία για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ιδιαίτερα για τη γιαγιά και τούτο για τον πιο κάτω λόγο. Πριν από ενάμισι περίπου χρόνο την οικογένεια την είχε χτυπήσει ο αγλύκαντος χάρος με το κοφτερό κι άπονο σπαθί του, ανοίγοντας της πληγή που δεν έμελλε να κλείσει ποτέ. Ο μικρότερος γιος της οικογένειας αυτής μαζί με ένα φίλο του δεκαέξι Μαΐων και οι δυο, αποφάσισαν να πάνε να διασκεδάσουν στο πανηγύρι του διπλανού χωριού με το μηχανάκι. Παρά τις εκκλήσεις των μανάδων τους να μην πάρουν το μηχανάκι, εκείνα, παιδιά όπως ήταν, δεν τις άκουσαν και έφυγαν με το δίκυκλο. Στο γυρισμό όμως σε κάποια απότομη στροφή έγινε το μεγάλο κακό. Όπως έδειχναν τα πράγματα και κατά την ομολογία του ενός επιζήσαντα οδηγού και ιδιοκτήτη του δικύκλου, είχαν καταναλώσει υπερβολική ποσότητα αλκοόλ και παιδιά όπως ήταν αγνόησαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν κι έφυγαν κατά τα ξημερώματα για το χωριό τους. Όμως, στην κακή στροφή, δεν πρόσεξε ο οδηγός και το κακό έγινε. Το τι επακολούθησε στο μικρό χωριό δεν περιγράφεται. Όλα τα παλικάρια του χωριού τον μαυροφόρεσαν. Όλες οι νέες τον μοιρολόγησαν. Τέλος όλοι τον έκλαψαν. Η χαροκαμένη μάνα έλεγε, ότι η χαρόντισσα ζήλεψε τη λάμψη των ματιών του και για να τα αποκτήσει έστειλε τον αγλύκαντο γιο της, τον Χάρο, να της τα πάει. Και αυτό έκανε ο άπονος γιος. Λόγια μιας πονεμένης μάνας, μιας χαροκαμένης μάνας που δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη. Όμως μέσα απ’ το μοιρολόι της ευχόταν να είναι η τελευταία μάνα που κλαίει το παιδί της. Αυτά τα λόγια έλεγε η χαροκαμένη μάνα στο μοιρολόι της κ.α.π. Και από κείνη την αποφράδα μέρα και μετά δεν έβγαλε τα μαύρα ρούχα από πάνω της και τα μάτια της δεν στέγνωσαν ποτέ, έως ότου στέρεψαν και δεν έτρεχαν άλλα δάκρυα πια. Στη συνέχεια σαν να μην έφτανε αυτό, πάνω στο χρόνο έχασε και τον άντρα της η δόλια και άτυχη κείνη γυναίκα. Και να τώρα έπειτα από δυο χρόνια ερχότανε πάλι η χαρά στο ίδιο σπίτι που ο πόνος περίσσευε.
Στη βάπτιση του μικρού ήταν όλοι οι χωριανοί καλεσμένοι και όλοι απέφευγαν να αναφέρουν το όνομα του μακαρίτη κι αδικοχαμένου γιου της. Σε μια κοινωνία όμως δεν λείπουν και οι απερίσκεπτοι ή για άλλους ζηλόφθονοι, κακόψυχοι πολύ, που βρίσκουν την ευκαιρία να δηλητηριάσουν περισσότερο τις πονεμένες ψυχές ρίχνοντας πάνω τους δηλητήριο που στάζουν τα πικρά χείλη τους, ξύνοντας συγχρόνως, την έτσι και αλλιώς ανοιχτή πληγή τους. Αυτό ακριβώς έκανε μια χωριανή και γειτόνισσα της χαροκαμένης μάνας, και κείνη τη μέρα, κάπως χαρούμενης γιαγιάς. Την πλησιάζει για μια στιγμή και της λέει δήθεν λυπημένη: «Άι γειτόνισσα, πόσο καλύτερα θα ήταν αν δεν έχανες το παλικάρι σου, το Δημήτρη σου», έτσι τον έλεγαν. Η γιαγιά όμως δεν την άφησε να πει τίποτα άλλο. Σηκώνεται πάνω και με ύφος αυστηρό κι αγέρωχο της είπε: «Άι γειτόνισσα, μη λες άλλα, σταμάτα εδώ» και συνέχισε «φεύγα τώρα αμέσως από μπροστά μου και μη μου ξύνεις άλλο την πληγή». Τέλος το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρωινές ώρες. Οι χωριανοί έφευγαν ο ένας κατόπιν του άλλου και αργότερα όλοι της οικογένειας αποτραβήχτηκαν να κοιμηθούν ευχαριστημένοι. Η γιαγιά όμως είπε πριν πέσουν για ύπνο οι άλλοι, «εγώ παιδιά μου θα πάω να κοιμηθώ στο χαγιάτι και δεν θέλω κουβέντα γι’ αυτό από κανέναν» και συνέχισε «εκεί έχω το κρεβάτι μου από τότε που έχασα τον πατέρα σας και εκεί θα πάω κι απόψε» και καληνυχτίζοντας τους έφυγε. Όταν όμως βεβαιώθηκε ότι τους είχε πάρει όλους ο ύπνος σηκώθηκε, πήρε μια ζακέτα και δυο κουτιά σπίρτα και γλιστρώντας από το χαγιάτι σαν σκιά πήρε το δρόμο που την έβγαζε στο κοιμητήριο. Το έκανε αυτό γιατί με όλη τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που είχε διαμορφωθεί στο σπιτικό της πώς να έλεγε ότι εκείνη θα έπρεπε να πάει στο κοιμητήριο να ανάψει το καντηλάκι του παιδιού της και του άντρα της. Βέβαιο ήταν ότι θα τους στεναχωρούσε και αυτό δεν ήθελε να συμβεί. Από την άλλη μεριά όμως να αφήσει τα καντήλια σβηστά, αυτό δεν το έκανε ποτέ, κάθε βράδυ πήγαινε και τα άναβε. Να τα αφήσει απόψε, μέρα χαράς και μάλιστα την μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης; Ε, αυτό δεν θα το έκανε ποτέ. Γι’ αυτούς τους λόγους βρήκε την παραπάνω λύση παίρνοντας το δρόμο περασμένα μεσάνυχτα. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στο κοιμητήριο ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα μαραμένα σαν φθινοπωρινά φύλλα χείλη της.
Κι εφόσον ακούμπησε τα κρύα μάρμαρα, πρώτα του τάφου το παιδιού της και ύστερα του άντρα της, άναψε τα καντήλια, ευτυχώς δεν είχαν μουσκευτεί τα σπίρτα γιατί και αυτό το σκιάζονταν και πήρε φεύγοντας από το σπίτι δυο κουτιά. Έπειτα μοιρολόγησε λίγο, τους είπε τα χαρούμενα νέα, κι εφόσον στάλαξαν οι βρύσες των ματιών της όσα δάκρυα είχαν απομείνει είπε τα πιο κάτω πονεμένα λόγια με γνήσια ρουμελιώτικη προφορά.
«Αμ τι, θα σας άφνα ιγώ κι δε θα έρχουμαν να σας ανάψου τα καντήλια;» και συνέχισε «θα σ’ άφνα ιγώ πιδί μ παραπονημένου μες στα σκουτάδια; οχ πιδί μ , ιγώ είμι μάνα κι όσου ζου δε θα σ’ αφήσου πουτέ στα σκουτάδια παλικάρ μ» και λέγοντας τα παραπάνω λόγια ικανοποιημένη πια, πήρε το δρόμο του γυρισμού, ενώ το δρολάπι, η βροχή και το χιόνι της χτυπούσε αλύπητα το γέρικο πρόσωπο, όμως βαθιά στα μύχια της ψυχής της ένιωθε μια απερίγραπτη ζεστασιά.
*συγγραφέας ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων