Χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα σκληρές εκφράσεις, ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου, με ανακοίνωση που υπογράφεται από τον πρόεδρο Νίκο Λογοθέτη, αναλύει τους λόγους για τους οποίους οι δικηγόροι αντιδρούν στις προβλέψεις του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανακοίνωση, πρόκειται για την 7η κατά σειρά επιχειρούμενη τροποποίηση στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών.
Αναλυτικά η θέση του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου σχετικά με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο:
«Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας»
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου, σε απόλυτη σύμπνοια με τους υπόλοιπους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας, συνεχίζει τις κινητοποιήσεις και την αποχή των μελών του θέλοντας να εκφράσει την έντονη αντίθεση του στις επιχειρούμενες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί πρότυπο κακής νομοθέτησης αφού η σύνταξη του δεν είναι προϊόν διαβούλευσης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής από, εγνωσμένου κύρους, εκπροσώπους φορέων που συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία, όπως είθισται και επιβάλλεται (από το Ν. 4622/2019 περί καλής νομοθέτησης και το Εγχειρίδιο Νομοπαρασκευαστικής Μεθοδολογίας του 2020) σε τέτοιου είδους και έκτασης δομικές αλλαγές σε βασικά νομοθετήματα της έννομης τάξης όπως οι συγκεκριμένοι Κώδικες. Η υπεύθυνη και με συγκεκριμένες προτάσεις τοποθέτηση των Δικηγορικών Συλλόγων, των Καθηγητών των Νομικών Σχολών και των επιστημονικών και επαγγελματικών ενώσεων αγνοήθηκε επιδεικτικά κατά την δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε.
Έτσι, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο όνομα της δήθεν επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, εισάγει προς ψήφιση μία δέσμη ρυθμίσεων οι οποίες:
(Ι) Σε ότι αφορά τον Ποινικό Κώδικα:
(α) Αυστηροποιούν το πλαίσιο των ποινών δίνοντας στον Ποινικό Κώδικα μία τιμωρητική διάσταση περασμένων δεκαετιών που σήμερα θεωρείται αναποτελεσματική, αλυσιτελής και ξεπερασμένη από τις σύγχρονες φιλελεύθερες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Με τις νέες ρυθμίσεις αυξάνεται το πλαίσιο των επιβαλλόμενων ποινών σε πολλά εγκλήματα, οι οποίες παραμένουν υπερβολικές ακόμη και στην περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων στο δράστη.
(β) Διακρίνονται από ένα έντονο ποινικό λαϊκισμό και καταργούν το όποιο φιλελεύθερο πνεύμα διέπνεε το ποινικό μας σύστημα μέχρι σήμερα, αφού η αναστολή της ποινής είναι πλέον η εξαίρεση που χορηγείται σε πλημμεληματικές ποινές μέχρι ενός έτους και με την προϋπόθεση ότι ο δράστης δεν έχει προηγούμενες καταδίκες που υπερβαίνουν τους δώδεκα μήνες, ενώ πλημμεληματικές ποινές μέχρι δύο έτη θα μετατρέπονται σε χρηματικές και θα εκτελούνται σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας με κοινωφελή εργασία. Ποινές που υπερβαίνουν τα δύο έτη θα οδηγούν στον εγκλεισμό του δράστη στη φυλακή για διάστημα από ένα έως και έξι μήνες κατά περίπτωση. Οι ανήλικοι παραβάτες θα αντιμετωπίζουν το ποινικό σύστημα και τις συνέπειές του από την ηλικία των 10 ετών αντί των 12 που ίσχυε μέχρι σήμερα, κατά τρόπο απαράδεκτό και αντίθετο με κάθε σύγχρονη έννοια παιδαγωγικής και θεραπευτική προσέγγισης της νεανικής παραβατικότητας.
(γ) Συμβάλλουν και επιταχύνουν στον υπερκορεσμό του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος, αφού με τις προωθούμενες ρυθμίσεις ακόμη και ήπιας έντασης πλημμεληματικές παραβάσεις θα οδηγούν, όπως προαναφέρθηκε, σε εγκλεισμό και κοινωνικό εξοστρακισμό μη επικίνδυνους παραβάτες, την ίδια στιγμή που αυξάνουν τον πραγματικό χρόνο έκτισης των ποινών και την παραμονή των καταδίκων στο σωφρονιστικό σύστημα, αγνοώντας επιδεικτικά τις πραγματικές δυνατότητές του. Το εγχώριο σωφρονιστικό σύστημα είναι ήδη κορεσμένο, και γηρασμένο με ελλείπεις και υποστελεχωμένες δομές και απαρχαιωμένες υποδομές που δεν πληρούν τις στοιχειώδεις συνθήκες ανθρώπινης κράτησης και αποτελούν μόνιμη αιτία καταδίκης της Χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
(ΙΙ) Σε ότι αφορά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
(α) Προκαλούν μετά βεβαιότητας συμφόρηση στα ποινικά ακροατήρια συσσωρεύοντας την εκδίκαση του συνόλου σχεδόν των πλημμεληματικών παραβάσεων στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο παραγνωρίζοντας την δυναμική των ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απαιτούν σε πολλές περιπτώσεις πολυμελείς συνθέσεις που παρέχουν μεγαλύτερης έκτασης εγγυήσεις ευθυκρισίας και ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων ανά δικάσιμο, αφού το δικαστικό έργο επιμερίζεται σε όλα τα μέλη της σύνθεσης και όχι σε ένα δικαστή, τα σύνθετα ουσιαστικά και νομικά ζητήματα αντιμετωπίζονται ευκολότερα και ταχύτερα στις συσκέψεις, η ποινική Δικαιοσύνη απονέμεται πληρέστερα και αποτελεσματικότερα. Η συμπίεση της ποινικής ύλης σε δικαστήρια μονομελούς σύνθεσης θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας στην υποβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων, στην αύξηση των ουσιαστικών ή νομικών σφαλμάτων και στην δημιουργία κλίματος ανασφάλειας δικαίου.
(β) Εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας ειδικά οι ρυθμίσεις που περιορίζουν την αρμοδιότητα Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και Εφετείων καθώς και την ουσιαστική δικαιοδοτική συμβολή των ενόρκων στα ποινικά δικαστήρια μικτής σύνθεσης, περιορίζοντάς τον ρόλο τους στην κατάφαση ή μη της ενοχής και στο ύψος της βασικής ποινής.
(γ) Αντιστρατεύονται το Κράτος Δικαίου, παραβιάζουν την αρχή της δίκαιης δίκης και παραβλέπουν τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας να τηρεί τις δεσμεύσεις σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτές απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα πρόσθετα πρωτόκολλα αυτής, τα οποία από την κύρωση τους έχουν καταστεί μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης και δή αυξημένης τυπικής ισχύος σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Είναι αντίθετη στην ΕΣΔΑ η ουσιαστική κατάργηση των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Τριμελούς Εφετείου, το οποίο θα κρίνει με άλλη σύνθεση τις εφέσεις των αποφάσεων του ίδιου δικαστηρίου (παραβίαση δηλαδή τόσο του αριθμητικού όσο και του ποιοτικού κριτηρίου που πρέπει να πληροί ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο).
(δ) Επιφέρουν ανεπίτρεπτους δογματικούς τριγμούς στον φιλελεύθερο χαρακτήρα της ποινικής δίκης που διαπνέεται από τις αρχές της αμεσότητας και της προφορικότητας οι διατάξεις που επιχειρούν να περιστείλουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και να επιβάλλουν οι προανακριτικές καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων να αναγιγνώσκονται από το Δικαστήριο, παρά την αντίθεση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του καθώς και οι διατάξεις εκείνες που μετατρέπουν σε διαπιστωτική την κατ’ έφεση δίκη, στην οποία δεν θα κλητεύονται μάρτυρες, εμποδίζοντας ουσιαστικά την εκ νέου εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης. Οι διατάξεις αυτές, ευθέως αντίθετες στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ απειλούν να ναρκοθετήσουν αν όχι να καταργήσουν την έννοια της δίκαιης δίκης.
(ε) Περιστέλλουν θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου αφού με την εισαγόμενη διάταξη του άρθρου 349 Κ.Π.Δ καταργούν το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή συνηγόρου, το οποίο είναι κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα. Οι ποινικές δίκες θα μπορούν να αναβάλλονται αναρίθμητες φορές λόγω παρέλευσης του ωραρίου, αλλά μόνο μία φορά στο πρόσωπο οποιουδήποτε διαδίκου ή του συνηγόρου του, παραγνωρίζοντας την σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, τις πολλαπλές υποχρεώσεις ενός συνηγόρου καθώς και του δικαιώματος ενός διαδίκου να τον εκπροσωπήσει συνήγορος της επιλογής του.
Ισοδυναμεί δε με περιστολή υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου τόσο η αύξηση των εκκλητών ορίων στις πρωτόδικες καταδικαστικές αποφάσεις κατά περίπτωση, όσο και η επιβολή βαρύτατων δικαστικών εξόδων από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης που εκκινούν από 600€ και φτάνουν κατά περίπτωση τα 4.000€, διατάξεις ιδιαίτερα προβληματικές και από συνταγματικής άποψης.
(στ) Συντείνουν στον κοινωνικό αυτοματισμό αποτρέποντας την προσφυγή των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη, ναρκοθετούν την κοινωνική ειρήνη και καταστρατηγούν το συνταγματικό δικαίωμα καταφυγής στον φυσικό δικαστή, ιδίως δε οι διατάξεις που εισάγουν νέα παράβολα ή αυξάνουν αδικαιολόγητα τα υφιστάμενα.
Όλες τις ανωτέρω αδυναμίες και συνταγματικές αντινομίες της 7ης κατά σειρά επιχειρούμενης τροποποίησης στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών (από τον Ιούλιο του 2019) έχει επισημάνει το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας η Συντονιστική Επιτροπή και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων σε συναντήσεις με αρμοδίους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε άρθρα και πολυσέλιδα υπομνήματα διαπρεπών καθηγητών του Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας. Η Ολομέλεια καθώς και το σύνολο των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας έχουμε τονίσει, εμφατικά και μετ’ επιτάσεως, ότι θεωρούμε ως αυτονόητο καθήκον αντίδρασης αυτήν την αποχή από τα καθήκοντα μας, αποδεικνύοντας ότι έχουμε απόλυτη επίγνωση του θεσμικού μας ρόλου και της κοινωνικής μας αποστολής.
Ο αγώνας μας αυτός δεν αφορά συντεχνιακά δικαιώματα. Αφορά την κοινωνία. Αποτελεί έκφραση και αποτύπωση της διαρκούς αγωνίας του νομικού κόσμου για την διατήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης που απειλούνται σοβαρά από τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία”.