Της Ευαγγελίας Καρεκλάκη
Ως μία γυναίκα «σατανική» και αδίστακτη που επέλεξε με ευκολία να βγάλει από τη μέση τον καρδιολόγο σύζυγο της μετά το διαζύγιο που της είχε ζητήσει το θύμα, ώστε να μην απωλέσει τα πλούτη και την κοινωνική καταξίωση που της πρόσφερε ο έγγαμος βίος, εμφανίζεται, με βάση την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η 43χρονη Βουλγάρα, η οποία έχει καταδικαστεί σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και αύριο αναμένεται να καθίσει στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ανατολικής Κρήτης για τη δευτεροβάθμια δίκη.
Στο εδώλιο όμως θα βρεθεί και ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του 62χρονου Σητειακού καρδιολόγου, Χριστόδουλου Καλαντζάκη, ο 42χρονος Βούλγαρος εραστής της χήρας, ο οποίος μάλιστα ήταν αστυνομικός με σημαντικές διακρίσεις και μυστικές αποστολές.
Ακόμα και αυτός, ο οποίος πρωτόδικα πήρε πάνω του την αποκλειστική ευθύνη, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς περί απειλών από το θύμα, φέρεται με βάση την πρωτόδικη απόφαση να την …πάτησε λόγω του παθιασμένου και εμμονικού έρωτα που είχε με την 43χρονη, η οποία αρνείται ότι είχε την παραμικρή ανάμιξη ή γνώση.
Υπήρξαν ζευγάρι στα νιάτα τους. Ξανασυναντήθηκαν διαδικτυακά το 2016 και πολύ γρήγορα «ξαναφούντωσε» η φλόγα του πάθους. Εκείνη ήταν ήδη τρία χρόνια παντρεμένη με τον καρδιολόγο. Είχαν παντρευτεί με πολιτικό το 2013, ενώ ήταν σε προχωρημένη κατάσταση εγκυμοσύνης στο γιο τους. Παρά τις έντονες αντιδράσεις της οικογένειας του, ο καρδιολόγος ακολούθησε την …καρδιά του.
Το 2016 άρχισαν τα πρώτα σύννεφα στην σχέση τους. Στη ζωή της 43χρονης είχε μπει για τα καλά ο παλιός της έρωτας. Ταξίδευε τακτικά στην πατρίδα της με διάφορα προσχήματα για να τον συναντά κρυφά.
Με βάση το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, πτυχές της οποίας παρουσιάζει το Cretalive.gr «ο αστυνομικός είχε αναπτύξει παράφορα ερωτικά συναισθήματα προς την συγκατηγορούμενη του, της οποίας κατέστη έρμαιο».
Υποστηρίζεται ότι η 43χρονη «πολύ σύντομα διαπίστωσε την εξάρτηση του και εκτιμώντας τις συνθήκες έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της εξόντωσης του άνδρα της και της πιθανής διαφυγής της από την Ελλάδα στη Βουλγαρία σε δεύτερο χρόνο. Άρχισε να τροφοδοτεί τον κατηγορούμενο με πληροφορίες ότι ο γάμος της είχε προβλήματα και τα διάνθιζε με ψευδείς πληροφορίες ότι την κακομεταχειρίζονταν και βιαιοπραγούσε σε βάρος της». Αναφέρεται ότι είχε καταφέρει να του περάσει την αίσθηση ότι κινδύνευε δίπλα στον καρδιολόγο.
Και σαν να μην έφθανε αυτό, έπεισε τον εραστή της, ο οποίος έπαιρνε έναν μισθό πείνας, να δανειστεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τα δεδομένα του, της τάξεως των 10.000 ευρώ, τα οποία δήθεν θα τα διέθετε στη διαδικασία διαζυγίου.
Στην απόφαση υποστηρίζεται ότι τα χρήματα αυτά τα ήθελε για την διαβίωση της και όχι προφανώς για το διαζύγιο καθώς ο καρδιολόγος είχε βάλει ενοχλημένος «κόφτη» στην αλόγιστη χρήση των πιστωτικών καρτών από την νεαρή σύζυγο του που επιδίδονταν σε πολυέξοδη ζωή και είχε ιδιαίτερη σχέση με το χρήμα.
Αναφέρεται ότι το θύμα ήταν ένας γιατρός με κινητή και ακίνητη περιουσία που άγγιζε τα 6-7 εκατομμύρια ευρώ. Κάποια στιγμή φέρεται να είχε αποθηκεύσει σε σημείο που μόνο αυτός γνώριζε ένα ποσό της τάξεως των 200.000 ευρώ. Αντιλήφθηκε ότι είχε κλαπεί μέρος των χρημάτων, δηλαδή ένα ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο πίστευε ότι το είχε κλέψει η σύζυγος του, κάτι που τον είχε στεναχωρήσει πολύ, δεν θέλησε ωστόσο να το τραβήξει αφενός λόγω του παιδιού, αφετέρου λόγω των συναισθημάτων που έτρεφε ακόμα για εκείνη.
Όμως το καλοκαίρι του 2017 έκανε γνωστό στην σύζυγο του ότι θα κινούσε διαδικασία διαζυγίου και της πρότεινε τρεις εναλλακτικές με στόχο να χωρίσουν πολιτισμένα και να μην δώσουν τροφή για σχόλια στην μικρή κοινωνία της Σητείας.
Κατά την απόφαση όμως, η 43χρονη δεν ήταν διατεθειμένη να φύγει …άδοξα μετά από ένα πενταετή πολυτελή βίο. «Η κατηγορούμενη δεν αποδέχθηκε καμία λύση, πλην όμως αντιλήφθηκε ότι η ωφέλεια που είχε από το γάμο της με το θύμα, θα τελείωνε άδοξα και η ίδια μετά από πέντε έτη πολυτελούς διαβίωσης θα αναγκαζόταν να επανέλθει στην προ του γάμου της κατάσταση, δηλαδή σε συνθήκες ένδειας και κοινωνικής ανυποληψίας. Τότε ήταν που αντιλαμβανόμενη ότι ο χρόνος που απέμενε για να εκμεταλλευτεί το θύμα για την οικονομική και κοινωνική της εξασφάλιση, λιγόστευε. Αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της. Σύμφωνα με αυτό, ο σύζυγος της θα εξοντώνονταν χωρίς τη δική της εμφανή συμμετοχή και μετά τη λήψη της περιουσίας του δια της κληρονομίας θα ήταν ελεύθερη να μεταβεί όπου ήθελε και να την σπαταλήσει. Ήταν προφανές ότι το όργανο της εκτέλεσης των σχεδίων της ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν παθιασμένα και εμμονικά ερωτευμένος μαζί της. Ήταν δεν αυτός ένα άτομο, που υπό τη μέγγενη του ερωτικού του πάθους διακινδύνευε την οικονομική του διαβίωση, δανειζόμενος δυσανάλογα οικονομικά ποσά για να τα αποστείλει στην ερωτική του σύντροφο και που, όπως είχε διαπιστώσει, μπορούσε να εκτελέσει τη δολοφονία του συζύγου της. Ήταν ευχερές γι΄ αυτήν, λοιπόν-αποφαίνεται η απόφαση- να πείσει τον κατηγορούμενο για την τέλεση του αδικήματος που εν τέλει με επιτυχία εκτέλεσε. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησε την πειθώ και την υπόσχεση σε αυτόν μιας τρυφηλούς ζωής στο μέλλον».
Ο καρδιολόγος εκτελέστηκε σε φονική ενέδρα τον Οκτώβριο του 2017. Οι βάσεις για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της δολοφονίας τέθηκαν, σύμφωνα με την απόφαση, σε ένα ταξίδι της 43χρονης στη Βουλγαρία, τον Αύγουστο του 2017. «Ο παράφορος έρωτας του αστυνομικού των ειδικών δυνάμεων με τις απόρρητες αποστολές αποτέλεσε την εδραία βάση πάνω στην οποία η 43χρονη δόμησε τον σχεδιασμό της».