Για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και φορολογικές ελαφρύνσεις, από το 2019, μίλησε ο Γιάννης Δραγασάκης. Παράλληλα όμως, ουσιαστικά, εξέφρασε ανησυχία για πρόσθετα μέτρα.
Προϋπόθεση για την χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής από το 2019 είναι να προχωρήσουν οι Ευρωπαίοι στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σημείωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μιλώντας σε εκδήλωση του οργανισμού «διαΝΕΟσις». Μείωση του χρέους που θα συνοδεύεται με μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018, θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να πληρώνει λιγότερα για το χρέος και περισσότερα για την ανάπτυξη, γεγονός που θα καθιστά και το χρέος βιώσιμο, ανέφερε ο κ. Δραγασάκης.
«Αν η μείωση των πλεονασμάτων επιτευχθεί χωρίς πρόσθετα μέτρα, τότε θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε ένα τριετές πρόγραμμα στοχευμένων φορολογικών ελαφρύνσεων, στήριξης των εξωστρεφών και καινοτόμων επιχειρήσεων, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Και να συζητήσουμε τις ακριβείς αναλογίες μιας τέτοιας κατανομής», ανέφερε όμως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αναφέροντας ουσιαστικά ότι υπάρχει πιθανότητα πρόσθετων μέτρων.
«Είναι, συνεπώς, ένα αίτημα δίκαιο και αμοιβαία επωφελές», πρόσθεσε, ενώ συμπλήρωσε ότι όσοι αυτοβούλως συνδέουν το αίτημα αυτό με νέες δεσμεύσεις ή μνημόνια, δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία.
Στην τοποθέτησή του επιτέθηκε στη ΝΔ, κατηγορώντας την αξιωματική αντιπολίτευση ότι επιδιώκει την αποτυχία της διαπραγμάτευσης προκειμένου η χώρα να αναγκαστεί να υπογράψει ένα τέταρτο Μνημόνιο.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση, τόνισε ότι κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η αποφασιστική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, η συστηματική καταπολέμηση του προβλήματος της ανασφάλιστης και της μαύρης εργασίας.
«Σε κάθε περίπτωση όλα όσα συνδέονται με τη διαπραγμάτευση θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στο πρώτο τρίμηνο, το αργότερο μέσα στο πρώτο πεντάμηνο του 2017», συνέχισε, προσθέτοντας ότι αυτό είναι αναγκαίο, ώστε να υπάρχει χρόνος να γίνουν αρκετές δοκιμαστικές πράξεις δανεισμού, για να μη συμβεί «ό,τι και το 2014, όταν η έκδοση ενός ομολόγου αποδείχτηκε επιτυχής, αλλά η αμέσως επόμενη κατέληξε σε φιάσκο, επηρεάζονταν αρνητικά όλες τις μετέπειτα εξελίξεις».