Με αφορμή την πιθανότητα να βάλει λουκέτο το μεγαλύτερο ιδιωτικό κανάλι της τηλεόραση, το Mega Channel, πραγματοποιείται ένας διάλογος και μέσω του facebook μεταξύ απλών πολιτών και δημοσιογράφων. Είναι τετριμμένο αυτό που θα πούμε, αλλά οι απόψεις ποικίλλουν. Εδώ, δε θα παρουσιάσουμε απόψεις ξεκάθαρα μισανθρωπικές, λαϊκιστικές και ισοπεδωτικές που θεωρούν συλλήβδην όλους τους εργαζόμενους ένοχους επειδή εργάζονταν στο συγκεκριμένο κανάλι αλλά δύο ξεχωριστές απόψεις οι οποίες αν και δε συμπίτουν έχουν αρκετά κοινά στοιχεία.
Πρόκειται για τη θέση που εξέφρασαν οι δημοσιογράφοι Γιάννης Ανδρουλιδάκης και Δημήτρης Τσίρκας.
Και οι δύο δημοσιογράφοι δεν ειναι υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας του Mega υπό αυτό το καθεστώς και συμφωνούν ότι οι εργαζόμενοι αποτελούν τα θύματα της κατάστασης που διαμορφώνεται, όμως ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης σημειώνει ότι πολλοί λίγοι εργαζόμενοι όχι μόνο στα ΜΜΕ αλλά παντού επιλέγουν ποιος είναι ο εργοδότης τους, δηλώνει τη συμπαράταξή του σε πιθανό αγώνα των εργαζόμενων για να συνεχίσουν να εργάζονται. Ο Δημήτρης Τσίρκας, αναγνωρίζει για ποιον λόγο υπάρχει χαρά από πολλούς ανθρώπους, δεν αισθάνεται χαρά που κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι άνθρωποι που εργάζονται στο κανάλι όμως καταλήγει ότι το επίκεντρο δε μπορεί να είναι το μέλλον των εργαζόμενων αλλά η παύση λειτουργίας ενός ιδιωτικού καναλιού που χρωστά τεράστια ποσά και έχει συνδεθεί με ένα καθεστώς διαπλοκής και διαφθοράς.
Η θέση του Γιάννη Ανδρουλιδάκη:
Παρατηρώ ένα πανηγυρικό κλίμα αναφορικά με το κλείσιμο του Mega (αν τελικά επιβεβαιωθεί), το οποίο συνοδεύεται συχνά από σκωπτικά, ειρωνικά ή επιθετικά σχόλια για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενές του, οι οποίοι/ες κατηγορούνται -μεταξύ άλλων- ότι «τόσον καιρό δεν έλεγαν τίποτα».
Θέλω να εκφράσω την απόλυτη αντίθεσή μου σε αυτή την αντίληψη.
Στον καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι/ες είμαστε υποχρεωμένοι/ες να πουλάμε την εργατική μας δύναμη για να ζήσουμε. Δεν επιλέγουμε εμείς ούτε πού θα δουλέψουμε ούτε ποιο ακριβώς θα είναι το αντικείμενο της δουλειάς μας (ένα τμήμα της περίφημης «αλλοτρίωσης στον καπιταλισμό» εδράζει ακριβώς εδώ) ούτε και ποια θα είναι η τιμή μας στην αγορά -έστω και αν η συλλογική μας δύναμη μας επιτρέπει να την επηρεάσουμε και να τη διαπραγματευτούμε. Εξάλλου, ακριβώς επειδή μιλάμε για καπιταλισμό, η συντριπτική πλειονότητα των εργασιών έχουν παρασιτικά χαρακτηριστικά ή είναι εντελώς και απολύτως παρασιτικές.
Το ερώτημα «γιατί δε μίλαγες τόσον καιρό» δεν αποτελεί επιχείρημα απέναντι σε κανέναν/καμία εργαζόμενο/η. Οι εργαζόμενοι/ες, ακριβώς επειδή αποτελούν μια τάξη υποτελή και κατεχόμενη, γενικά περνούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους χωρίς να «λένε τίποτα». Αυτό συμβαίνει επειδή αντίθετα με την αφελή ιδέα ότι η δουλεία είναι κατά βάση πηγή εξέγερσης, η δουλεία είναι σε γενικές γραμμές πηγή μεγαλύτερης δουλείας κι αυτή είναι μια συνθήκη που επιτρέπει στην εξουσία να αναπαράγεται εδώ και αιώνες. Το ξεπέρασμά και η υπέρβασή της είναι συνισταμένη διάφορων συνθηκών, ανάμεσά στις οποίες κορυφαία είναι η οργάνωση (και η τυχαιότητα, αλλά αυτή είναι μια μάλλον φιλοσοφική συζήτηση). Μόνο που η οργάνωση δεν είναι ένα ηθικό αίτημα που ικανοποιείται μεταφυσικά: οι εργαζόμενοι/ες δεν είναι καλοί άνθρωποι που οργανώνονται για ψυχολογικούς λόγους ή αποκτούν συνείδηση δια της αποκαλύψεως, είναι κατά κανόνα η υλική τους θέση που τους γεννά συνείδηση. Οταν λοιπόν μια δεδομένη κατάσταση οξύνει τη συνείδηση διαμέσου των υλικών συνθηκών, αυτή είναι μια καλή είδηση για την κοινωνία.
Εχουμε δουλέψει όλοι και όλες σε δουλειές που δεν είναι ωφέλιμες κοινωνικά -ακόμα κι αν οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται ακριβώς έτσι. Εχουμε βρεθεί επίσης απέναντι σε συναδέλφους που σε κρίσιμες ή λιγότερο κρίσιμες ώρες επέλεξαν την ατομική λύση (ή μη λύση), απέναντι σε συναδέλφους που δείλιασαν ή ακόμα χειρότερα στάθηκαν ανοιχτά στο πλευρό της εργοδοσίας.
Οσους από εμάς οργανωθήκαμε σε οποιεσδήποτε εστίες οργανωμένης αντίστασης τα τελευταία χρόνια ή νωρίτερα, μας ενδιαφέρει πρωτίστως η συνάντηση με αυτές τις αντιφάσεις του κόσμου της εργασίας, η επικοινωνία με τους φόβους του και η υπέρβαση της συνθήκης της υποταγής. Δεν είναι κάτι που γίνεται με μαγικό τρόπο, δεν είναι κάτι που γίνεται χωρίς αντιφάσεις και κυρίως δε γίνεται χωρίς να συνειδητοποιηθούν άνθρωποι που δεν μας μοιάζουν για την ώρα αρκετά ή καθόλου συνειδητοί.
Ας αναρωτηθεί ο καθένας και η κάθε μία πόσες φορές ορθώθηκε απέναντι σε μια πολιτική της οποιασδήποτε επιχείρησης στην οποία εργαζόταν, όταν δεν τον έπληττε προσωπικά.
Εκτός κι αν κάνουμε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα των ανυπέρβλητων επαναστατών που δε δίστασαν ποτέ και απέναντι σε τίποτα (και στήσουμε μια αντίστοιχη δικτατορία που θα κρεμάει τους υπόλοιπους στην κεντρική πλατεία), θα αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο μαζί με το 95% των εργαζομένων που δεν είναι συνειδητοί, που έχουν υπάρξει υποταγμένοι, γλείφτες και «ρουφιάνοι», που θελήσαμε κάποια στιγμή να τους ανοίξουμε το κεφάλι γιατί διέλυαν τη συνθήκη της εργατικής αλληλεγγύης, γιατί δρούσαν αντικοινωνικά για να διασφαλίσουν μια οποιαδήποτε ατομική εξασφάλιση. Και τέτοιοι δεν υπάρχουν μόνο στο Mega, υπάρχουν παντού και σε κάθε κλάδο.
Αν δεν αλλάξουν αυτοί, δεν πρόκειται να αλλάξει ο κόσμος. Αν δεν αντέχουμε να συναντηθούμε με αυτούς και την αλλαγή τους, δεν μας ενδιαφέρει στα αλήθεια η αλλαγή των συνειδήσεων. Ενα πρώτο «όχι» έχει συχνά εκθετικά αποτελέσματα γιατί ανοίγει μια ρωγμή στη συνθήκη που μέχρι τότε αυτός που το λέει αποδεχόταν.
Είμαι αλληλέγγυος στον αγώνα των εργαζομένων του Mega και ελπίζω ο αγώνας αυτός να συναντηθεί με την κοινωνία, έτσι ώστε να κάνει ένα ακόμα βήμα προς τα εμπρός.
Μπορεί κανείς να χαίρεται για το κλείσιμο του ΜΕΓΚΑ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χαίρεται και για την ανεργία μερικών εκατοντάδων ανθρώπων. Το ένα δεν συνεπάγεται αυτόματα το άλλο. Οι εργαζόμενοι του καναλιού που δεν είχαν άμεση ευθύνη για την προπαγάνδα και τον ελεεινό πολιτικό του ρόλο δεν φταίνε σε κάτι και δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τον Πρετεντέρη και την Τρέμη. Από εκεί και πέρα όμως η λειτουργία του ήταν εξόχως βλαπτική για τα συμφέροντα των εργαζομένων και γι αυτό πανηγυρίζει τόσος κόσμος.
Όσοι όμως προτάσσουν πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα των υπαλλήλων του ΜΕΓΚΑ τι ακριβώς προτείνουν; Να διατηρηθεί εν ζωή παίρνοντας ένα ακόμη θαλασσοδάνειο από τις δημόσια ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες για να συνεχίσει την φανατικά αντιλαϊκή του προπαγάνδα; Με την ίδια λογική να μην κλείσει και το μεταλλείο στις Σκουριές για να μην μείνουν άνεργοι κάποιες χιλιάδες άνθρωποι. Δεν είδα όμως πολλούς στην Αριστερά να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο αφού αναγνωρίζουν πως η δημόσια υγεία και η προστασία του περιβάλλοντος είναι πιο σημαντικά από την απασχόληση με κάθε κόστος κάποιων ανθρώπων. Ακόμα χειρότερα, αυτή η λογική είναι εντελώς ηττοπαθής. Ξεκινά από τη θέση ότι δεν μπορούμε να έχουμε κανένα λόγο πάνω στην ποιότητα και τη λειτουργία των ΜΜΕ, αυτά αναγκαστικά θα είναι υπό τον πλήρη έλεγχο των επιχειρηματιών και της διαπλοκής. Το μόνο που μπορούμε να διεκδικήσουμε είναι κάποιες θέσεις εργασίας, ακόμα και με κόστος τα συμφέροντα συνολικά των εργαζομένων. Αυτή όμως είναι η λογική του κεφαλαίου και των υπηρετών του – δεχτείτε ό,τι σας δίνουμε, ικανοποιήστε όλες μας τις απαιτήσεις προκειμένου να έχετε δουλειά.
Τέλος δεν πρέπει να συγχέεται το κλείσιμο της ΕΡΤ από τον Σαμαρά το 2013, με το διαφαινόμενο κλείσιμο του ΜΕΓΚΑ σήμερα. Το πρώτο ήταν μία πολιτική απόφαση που επιβλήθηκε αυταρχικά στο πλαίσιο των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων που απαιτούσε η τρόικα. Το κίνημα που αναπτύχθηκε στράφηκε ενάντια σ’ αυτόν τον αυταρχισμό και τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου από την πολιτική εξουσία. Χωρίς να παραβλέπει τα προβλήματα της ΕΡΤ. Το ΜΕΓΚΑ αντίθετα, είναι μία ιδιωτική επιχείρηση, προ πολλού χρεοκοπημένη με όρους αγοράς, που επιβιώνει σκανδαλωδώς εδώ και χρόνια με τραπεζικά δάνεια. Αν κλείσει θα κλείσει διότι οι μέτοχοι του δεν δέχονται να το στηρίξουν οικονομικά και όχι λόγω φίμωσης από την πολιτική εξουσία. Το να μετατίθεται, το κέντρο της συζήτησης στην τύχη των εργαζομένων του, αν δεν είναι προϊόν αφέλειας, είναι συνειδητή αναπαραγωγή του κυρίαρχου λόγου.