Είμαι ο Βαγγέλης. Με τα τριπλά του χρόνια. Είναι ο γιος μου, ο εγγονός μου, όμως είναι ο αδερφός μου, είναι το σπλάχνο μου, είμαι εκείνος. Είμαι το ομοίωμά του, είμαι το αίμα του, είμαι εκείνος. Είμαι ο Βαγγέλης. Μα είμαι ζωντανός. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Στο μεταξύ πόσες φορές μ’ έχουν πεθάνει και μένα! Όσες αναγνωρίζω, γιατί υπάρχουν κι άλλες ανεπαίσθητες δολοφονίες, άλλα κρυφά φονικά που έχουν συντελεστεί στην πλάτη μου μα δεν τα ξέρω. Ή μάλλον κάνω πως δεν τα ξέρω γιατί δεν αντέχεται τόσο βάρος. Ναι, «όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους», λέει ο Καρυωτάκης.
Μόνον εγώ το ξέρω όμως το πώς είμαι ακόμα ζωντανός. Εκατό ζωές δε θα μου ’φταναν για να γράψω εκατό γραφές και χίλια τραγούδια για να χωρέσουν αυτόν τον ζωντανό θάνατο. Με παίδεψαν πολύ, με τυράννησαν με ποικίλα χοντροκομμένα και άπειρα πιο ανάλαφρα, αβάσταχτα όμως, πρώιμα μπούλινγκ. Εκείνα της δεκαετίας του ’60, μα που ήταν, λες εκ των υστέρων, ο κόσμος πιο απαίδευτος, όμως μέσα στην μετεμφυλιακή του μιζέρια, με το χνώτο του άκαμπτου χωροφύλακα στο σβέρκο, την αχορταγιά των κοτζαμπάσηδων της εποχής, τη βίτσα του δάσκαλου, την παντοκρατορία των στρατόκαβλων και την ανατολίτικη σατραπεία του πατέρα-αφέντη, να βρίσκουν τα αντίβαρά τους σε ανθρώπινες αγκαλιές που άνοιγαν πρόθυμα σε κάθε βασανισμένη γειτονιά. Κακά τα ψέματα, ο κόσμος ήταν πάντα ίδιος, κι έτσι καθώς φαίνεται θα πάει(χιλιάδες Μαρξ και Φρόυντ να γεννηθούν) αλλά, θαρρείς, τότε μια ιδέα πιο ανθρώπινος. Είχαν ζήσει πόλεμο και πείνα οι δικοί μας, είχαν στερηθεί κι είχαν διδαχτεί και είχαν μιαν ισόβια αγωγή στη συμπόνια.
«Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», λέει ο Αναγνωστάκης. Με παίδεψαν πολύ, με τυράννησαν με ποικίλα χοντροκομμένα και άπειρα πιο ανάλαφρα, αβάσταχτα όμως, πρώιμα μπούλινγκ. Εκείνα της δεκαετίας του ’60, μα που ήταν, λες εκ των υστέρων, ο κόσμος πιο απαίδευτος, όμως μέσα στην μετεμφυλιακή του μιζέρια.
Κρατούσα άσβεστη μια φλόγα αντίστασης, έτσι γλίτωσα απ’ τους βασανιστές μου. Δε μπορεί ο καθένας όχι, δεν έχουν όλοι τα ίδια ψυχικά συστατικά. «Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο», λέει ο Σεφέρης. Χωνόμουνα στην αγκαλιά της γιαγιάς μου, αμίλητος, -που να μιλήσεις! Ούτε τώρα θα μιλήσω. Δε θα μιλήσω ποτέ. Αν και, με τον δικό μου τρόπο μιλάω, και μιλάω ανοιχτά πάντοτε, πολύ ανοιχτά, δεν έχω ανάγκη κανέναν, -χρέος είναι εξάλλου- αφού, καθώς χωνόμουνα μέσα στα χαρτιά, μ’ ένα μολύβι έχτισα τον δικό μου κόσμο, δίπλα στο κόσμο μας. Και ανακάλυψα εκεί μια μορφή –όχι πλαστής- ευτυχίας. Βρήκα όμως την ψυχή, είχα το σθένος, πως να το πω, και έχτισα τις αξίες μου, αγάπησα τους ανθρώπους, έζησα παραδείσους ερωτικούς, ανέπτυξα την προσωπικότητά μου, χόρτασα ζωή. Όλα χειροποίητα. Και πάντοτε με εμπόδια. Οι τρικλοποδιές, τα χουνέρια και οι παγίδες μ’ έκαναν ακόμη πιο ατσάλινο. «Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας», θα’ λεγε ο Ταχτσής. Όχι μόνον.
Έκανα κι εγώ μικρότερος κάποια μικρομπούλιγκ, κάποιους πλήγωσα, δε μπορεί. Ο Βαγγέλης –με την άγια ικεσία και την πεντάμορφη αγνότητα στο βλέμμα του- είναι η χωλή Μαρία (κουτσάβλα), η χοντρή κυρία (βαρέλα), η ζαρωμένη γιαγιά (πουρόγρια), ο κουνιστός συμμαθητής (γυναικούλα), ο φιλάσθενος περαστικός (χτικιάρης), ο σακατεμένος παππούς (σκατόγερος). Ατερμάτιστη η ανερμάτιστη ρατσιστική Βαβέλ. Όταν η ζωή σου γίνεται μαρτύριο, μπορεί να οδηγηθείς εθελουσίως στην έξοδο. «Ευτυχώς που υπάρχει κι η αυτοκτονία», δηλώνει ένας Γάλλος, ο Γκουαταρί νομίζω. «Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι», αρχίζει ο Σικελιανός το ποίημά του «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα» εξυμνώντας το άφευκτον της γενναίας αυτοχειρίας. Μα εδώ πρόκειται για πεντακάθαρο έγκλημα.
Αδικώ τις πόλεις που τις βρίζω συχνά –κι όχι άδικα- για άλλους λόγους. Τώρα θα πω «ζήτωσαν τα πολύβουα άστεα» που λειτουργούν ως σύγχρονα καταφύγια θηραμάτων («χωράμε όλοι στο τραπέζι, και τα όρνια και τα σπουργίτια» θα’ λεγε ο Έλιοτ). Βέβαια κανένα καλό αρσενικό –και καλά αρσενικά είναι μόνο τα υψηλής ευαισθησίας- δεν γλυτώνει απ’ την επικροτούμενη τσογλανερί των αιώνιων εσατζήδων, το φασιστικό σώμα που δεν θα καταργηθεί από κανέναν Τσίπρα του πλανήτη. Αυτά τ’ αρσενικά, τα καλύτερα, είναι που δε γλιτώνουν ούτε απ’ τις γυναίκες, τις ερωμένες, τους ερωμένους, τους φίλους μα ούτε κι απ’ τις ίδιες της μανάδες τους. Και δεν υπαινίσσομαι τίποτε το ομοφυλόφιλο –χωρίς βέβαια να το εξαιρώ. Αυτοί είναι οι «γιοι χωρίς μητέρα», έτσι τους βάφτισε ο Ζαν Ζενέ, οι ανθρωπινότεροι των άλλων, των πολλών. Εκείνων των ανασφαλών πορδών που υπηρετούν ισοβίως στο «Λεβεντομαλακιστάν», οι αγάμητες κομπλεξάρες. («Παντέρμη Κρήτη, κόσμημα της γης, μην πας πλέον χαράμι για τα θλιβερά σου κυνικά χωριατόπουλα που τους έμαθες καλά να μην ξεχωρίζουν το τσουτσουνάκι τους απ’ την μπιστόλα, άλλαξε πια τροπάριο, Λεβεντογέννα μου!») .
Τώρα δε μπορεί να με πειράξει πια κανείς απ’ αυτούς. Δεν τρέφω μίσος. Αηδία, μιαν απέραντη αηδία. Και οίκτο. Μα στο βάθος βασιλεύει ένας καγχαστικός θρίαμβος. Τώρα πια δε μπορούν να με «φάνε» εκείνοι. Αν μπορούσαν θα το ’καναν ευχαρίστως. Ακόμη και τώρα που γερνάνε. Μα τι ανάγκη! Έχουν αφήσει άλλους στη θέση τους, αξιότερους σαδίκλες. Είναι αυτοί που με σκότωσαν ξανά στο πρόσωπο του Βαγγέλη. Και που, αν μπορούσα, θα τους σκότωνα κι εγώ με τη σειρά μου χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί η εκδίκηση αυτή είναι ιερή, δεν προσωποποιείται, είναι προϊόν μιας αδικίας ιστορικής, ανήκει στο διηνεκές. Μα δε θα γίνει έτσι ποτέ. Θα κοιμηθώ απόψε παίρνοντας αυτό το σπαραγμένο γιαβράκι στα όνειρά μου, όπως θα κάνω από δω και πέρα κάθε νύχτα, κι όταν κάποτε κάποιο τρένο κι εμένα θα με πάρει, Βαγγέλη μου, του Χάρου μου θα σε κάνω διήγημα.
16 Μαρτίου 2015