Όταν τοπικοί μηχανισμοί είναι αποδυναμωμένοι, η εξουσία περνά αθόρυβα στα χέρια ιδιωτικών και διεθνών παικτών. Ποιος ελέγχει ποιον και ποιο είναι το τίμημα για τα Χανιά;
Τα Χανιά είναι, στα χαρτιά, μια μικρή επαρχιακή πόλη της περιφέρειας. Στην πράξη, όμως, εδώ και χρόνια συνυπάρχουν πάνω στον ίδιο γεωγραφικό καμβά δύο διαφορετικοί κόσμοι: ο κόσμος της τοπικής κοινωνίας —αντιμέτωπος με την υποστελέχωση υπηρεσιών, την έλλειψη κρατικών υποδομών, την αδυναμία ουσιαστικής πολιτικής χάραξης— και ο κόσμος των πολυεθνικών, των στρατιωτικών υπερδομών και των ιδιωτικών εργολαβιών, που λειτουργούν με όρους δικών τους συμφερόντων.
Η ταχύτατη γιγάντωση των αμερικανονατοϊκών βάσεων στην περιοχή δεν αποτελεί πια «είδηση». Η επέκτασή τους σε φυσικό, οικονομικό και θεσμικό πεδίο έχει εδραιωθεί. Και το ερώτημα δεν είναι πια «αν» υπάρχουν επιπτώσεις στη δημόσια ζωή — αλλά ποιες ακριβώς είναι, πόσο βαθιές έχουν ριζώσει και ποιος έχει τη δύναμη να τις ελέγξει.
Οικονομία διαπλοκής χωρίς αντίβαρα
Η κυκλοφορία τεράστιων χρηματικών ποσών που σχετίζονται με τις βάσεις —για προμήθειες, κατασκευές, καύσιμα, υπηρεσίες— έχει δημιουργήσει ένα παράλληλο οικονομικό σύστημα, στο οποίο συμμετέχουν τοπικοί επιχειρηματίες, υπεργολάβοι, μεσάζοντες και εταιρείες με δεσμούς τόσο με τις βάσεις όσο και με τη δημόσια διοίκηση.
Πρόσφατα, αποκαλύφθηκε πως Χανιώτες επιχειρηματίες εμπλέκονται σε υπόθεση δωροδοκίας νατοϊκών αξιωματούχων στη Ρουμανία, με νήματα που οδηγούν στην Κρήτη. Στο φάκελο αναφέρεται εμπλοκή εταιρείας που στο παρελθόν είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό με καύσιμα των βάσεων, ενώ προμήθευσε τον στόλο του USS George H.W. Bush με εξοπλισμό αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, ο οποίος προερχόταν όμως από δωρεά του ελληνικού δημοσίου.
Ποιοι ελέγχουν αυτούς τους κύκλους προμηθειών; Ποιοι επωφελούνται; Και, το κυριότερο, ποιοι θεσμοί στα Χανιά έχουν την ισχύ, την ανεξαρτησία και το θεσμικό ανάστημα να τολμήσουν να παρέμβουν;
Είναι κοινό μυστικό πως οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στα Χανιά υπολειτουργούν.
Η κριτική απουσιάζει. Οι δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ της βάσης είναι πιο συχνές από την απαίτηση για διαφάνεια, τοπικά ανταποδοτικά ή αυστηρούς όρους οικολογικής προστασίας. Και ο Δήμος Χανίων εμφανίζεται πολλές φορές περισσότερο ως παράρτημα δημοσίων σχέσεων της αμερικανικής παρουσίας, παρά ως ανεξάρτητος πολιτικός φορέας τοπικής διακυβέρνησης.
Ούτε τα τοπικά μέσα ενημέρωσης έχουν την ισχύ ή τη βούληση να συγκρουστούν με τη δομή πανίσχυρων συμφερόντων που έχει διαμορφωθεί. Όσοι το κάνουν, συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με απομόνωση, ή την υπόγεια πίεση διαφημιστικών αποχωρήσεων.
Κι αν έρθουν κι οι πετρελαϊκές;
Τα ερωτήματα αποκτούν ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα ενόψει του σχεδιασμού για εξορύξεις νότια της Κρήτης, σε περιοχές όπου οι αμερικανικές βάσεις παίζουν στρατηγικό ρόλο.
Αν στα Χανιά εμφανιστούν κολοσσοί της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας, ποιος φορέας στα Χανιά θα έχει την ισχύ και τη βούληση να τους ελέγξει;
Ποιος θα παρακολουθεί την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων;
Ποιος θα αποτρέψει φαινόμενα διαφθοράς;
Και ποιος θα προστατεύσει τους πολίτες όταν απέναντί τους θα έχουν εταιρείες όπως η Chevron με κύκλο εργασιών σχεδόν εξίσου μεγάλο με τον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας;
Ένας δημόσιος διάλογος που δεν έγινε ποτέ
Οι τοπικοί άρχοντες σπανίως αγγίζουν αυτά τα ζητήματα. Συνήθως αποφεύγουν την πολιτική συζήτηση, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για θέματα “εκτός των αρμοδιοτήτων τους”.
Όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο εντός αρμοδιοτήτων από την προστασία της διαφάνειας, την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, την εξασφάλιση ότι οι διεθνείς παρουσίες —στρατιωτικές ή οικονομικές— λειτουργούν υπό όρους ισοτιμίας και όχι επιβολής.
Η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα. Είναι παραίτηση από την πολιτική ευθύνη.
Το πρόβλημα είναι ότι η τοπική κοινωνία δεν έχει κανέναν μηχανισμό ελέγχου ή λόγο στον σχεδιασμό.
Αν η τοπική αυτοδιοίκηση δεν ανακτήσει τη θεσμική της κυριαρχία, αν η κοινωνία των πολιτών δεν διεκδικήσει διαφάνεια και ισονομία, τότε θα συνεχίσουμε να χάνουμε τον έλεγχο των Χανίων. Τα Χανιά ήδη έχουν μετατραπεί σε μία πόλη που σε πολλά ζητήματα, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού και οι συνέπειες βιώνονται εδώ.
Άραγε, αυτό θέλουμε για τον τόπο μας;



