Αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός άφησαν τον υπουργό Πολιτικής Προστασίας Νίκο Χαρδαλιά, κατά την συνέντευξη τύπου για την εξειδίκευση των μέτρων μετά το διάγγελμα του Πρωθυπουργού, να ανακοινώσει και μάλιστα σε μία αράδα, την εκ νέου μείωση των χειρουργικών επεμβάσεων ως 80% στα δημόσια νοσοκομεία της Αττικής.
Για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα σίγουρα θα ήταν πιο δόκιμο τη σχετική ανακοίνωση να κάνει είτε ο υπουργός είτε ο υφυπουργός Υγείας, αν και δεν βρίσκεται εκεί η ουσία του ζητήματος.
Είναι η δεύτερη φορά που η κυβέρνηση καταφεύγει σε ένα τέτοιο απαράδεκτο, ανθυγιεινό και άκρως επικίνδυνο μέτρο για τις ζωές χιλιάδων συνανθρώπων μας που πάσχουν από διάφορα νοσήματα και απαιτείται έγκαιρη χειρουργική παρέμβαση. Όμως τα δημόσια νοσοκομεία ουσιαστικά τους κόβουν αυτή τη δυνατότητα ουσιαστικά επειδή έναν χρόνο μετά την εμφάνιση της φονικής πανδημίας δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την ουσιαστική αναβάθμιση της δημόσιας υγείας, δεν έχουν γίνει οι απαιτούμενες προσλήψεις υγειονομικών, δεν έχουν λυθεί χρόνια προβλήματα ελλείψεων σε υλικοτεχνική υποδομή και ιατρικά υλικά.
Κόλαφος από ΟΕΝΓΕ
Σε άμεση αντίδρασή της, η ΟΕΝΓΕ (νοσοκομειακοί γιατροί) έκανς λόγο για «ένα καταστροφικό μέτρο που όχι μόνο δεν υπακούει σε κανένα απολύτως υγειονομικό κριτήριο αλλά εκτινάσσει την βαριά νοσηρότητα και θνητότητα από χειρουργικές παθήσεις».
Κατηγορεί δε την κυβέρνηση για «εμμονή σε τέτοιου είδους μέτρα ως δήθεν “μέτρα επιδημιολογικής επιτήρησης”» και το πιο σοβαρό που καταγγέλλει είναι ότι με μια τέτοια απόφαση (η κυβέρνηση) «στρώνει το έδαφος στους ιδιώτες μεγάλο-κλινικάρχες, οι οποίοι σε περίοδο πανδημίας αυξάνουν την κερδοσκοπία τους από χειρουργικές επεμβάσεις που δεν γίνονται στο ΕΣΥ καθώς στις ιδιωτικές κλινικές οι έλεγχοι είναι ελλιπείς ως ανύπαρκτοι».
Να θυμίσουμε πως και άλλα μέτρα της κυβέρνησης ουσιαστικά αβάνταραν τους ιδιώτες επιχειρηματίες της υγείας, όπως με τις “επιτάξεις” με παχυλή αποζημίωση, η δυνατότητα να παίρνουν περιστατικά από δημόσια νοσοκομεία ώστε να αποσυμφορηθούν και να γίνουν πρόχειρες ΜΕΘ κ.α.
Με την ανακοίνωσή της η ΟΕΝΓΕ στρέφεται και προς τα μέλη της επιτροπής λοιμωξιολόγων που την αποκαλεί «κρατική επιτροπή ειδικών» τα μέλη της οποία καλεί «να απαντήσουν αν αυτό το καταστροφικό μέτρο είναι δική τους εισήγηση και σε ποια «επιστημονικά» δεδομένα την στηρίζουν. Αν όχι, πρέπει να σταματήσουν να σιωπούν και να πάρουν θέση δημόσια.»
Το ίδιο «έργο» παίχτηκε και τον Νοέμβριο
Το καταστροφικό μέτρο που καταδικάζει το ΕΣΥ σε μονοθεματικό σύστημα περίθαλψης που θα ασχολείται αποκλειστικά μόνο με ένα νόσημα και που θίγει καίρια την υγεία του λαού, δεν είναι σημερινή επιλογή της κυβέρνησης. Το ίδιο είχε πράξει και τον περασμένο Νοέμβριο, κατά το δεύτερο σκληρό lockdown σε πολλές περιοχές της χώρας.
Και τότε τα κυβερνητικά μέτρα είχαν οδηγήσει σε μείωση των προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων κατά 20% σε περιοχές του επίπεδου Α (επιτήρηση) και κατά 80% σε αυτές του επιπέδου Β (αυξημένου κινδύνου).
Μάλιστα οι υγειονομικοί αναρωτιόνταν «αν ο δραστικός περιορισμός των χειρουργικών επεμβάσεων αφορούσε και τον ιδιωτικό τομέα»… Να θυμίσουμε δε ότι στο πρώτο κύμα της επιδημίας οι ιδιωτικοί όμιλοι της υγείας συνέχιζαν χωρίς κανένα πρόβλημα ή έλεγχο να χειρουργούν την «πελατεία τους», η οποία μάλιστα αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Οι καλοήθεις παθήσεις δεν μπορούν να περιμένουν
«Στον 21ο αιώνα δεν μπορούμε να μιλάμε για καλοήθεις παθήσεις που μπορούν να περιμένουν, τόνισε ο Γιώργος Σιδέρης, μέλος του ΓΣ της ΟΕΝΓΕ και μέλος του ΔΣ Σωματείου Εργαζομένων στο «Αττικόν», σχολιάζοντας την πρώτη απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τα τακτικά χειρουργεία κατά 80%. Είχε επισημάνει δε ότι η κυβέρνηση κόβει τα χειρουργεία είτε γιατί δεν έχει ΜΕΘ να τοποθετήσει μετά τους ασθενείς, είτε γιατί θέλει να πάρει το προσωπικό του χειρουργείου και να το πάει αλλού.
Επιστολή υγειονομικών χωρίς… αποδέκτη
Πριν από λίγες ημέρες, η ΟΕΝΓΕ είχε στείλει ανοιχτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό αλλά και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας όπου εξέφραζαν ανάμεσα στα άλλα, την ανησυχία τους για «τις επιπτώσεις στη λοιπή νοσηρότητα και θνητότητα από τη μετατροπή του δημόσιου συστήματος υγείας σε σύστημα μιας νόσου».
Είναι γεγονός ότι χιλιάδες επισκέψεις στα τακτικά ιατρεία και προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις αναβάλλονται. Παράλληλα με την πανδημία του κορωνοϊού εξελίσσονται και άλλες πανδημίες «μη μεταδοτικών» θανατηφόρων ασθενειών που στοιχίζουν κάθε χρόνο τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους (καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτης, νεοπλασίες, κλπ.).
Οι υγειονομικοί θύμιζαν στον πρωθυπουργό ότι παραμένουν οι μεγάλες ελλείψεις σε υποδομές, εξοπλισμό και προσωπικό στα νοσοκομεία. Παραμένουν ακόμα και τώρα ελλείψεις σε άκρως απαραίτητο εξοπλισμό για την νοσηλεία ασθενών στις πτέρυγες Covid-19, π.χ. συστήματα χορήγησης οξυγόνου υψηλής ροής (high flow) που αποδεδειγμένα μειώνουν σημαντικά την αναγκαιότητα διασωλήνωσης των ασθενών Covid-19. Στα περισσότερα μεγάλα νοσοκομεία είναι πρακτικά αδύνατον να γίνεται διαχωρισμός (χωροταξικός και φυσικός) των κρουσμάτων της επιδημίας από τα περιστατικά της λοιπής νοσηρότητας με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος της ενδονοσοκομειακής διασποράς
Επίσης παραμένουν οι τραγικές ελλείψεις υγειονομικού προσωπικού τόσο στα νοσοκομεία όσο και στα Κ.Υ. Το ίδιο κατάκοπο, γερασμένο και αποδεκατισμένο υγειονομικό προσωπικό εδώ και δέκα μήνες «ανακυκλώνεται» με αναγκαστικές μετακινήσεις από Κ.Υ σε νοσοκομείο και από τμήμα σε τμήμα. Εκατοντάδες υγειονομικοί έχουν ασθενήσει, ενώ το φαινόμενο του burn out (επαγγελματική εξουθένωση) αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις.
Αβάσταχτο το βάρος των εμβολιασμών στα νοσοκομεία
Επιπρόσθετα, τα νοσοκομεία έχουν επιφορτιστεί και με το έργο του εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού γεγονός που εγκυμονεί τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου στον προσερχόμενο γενικό πληθυσμό, ειδικότερα στις ευπαθείς ομάδες, π.χ. ηλικιωμένοι και επιπλέον επιτείνει ακόμα περισσότερο τα προβλήματα των ελλείψεων.
Είναι λοιπόν εξαιρετικής σημασίας η άμεση απεμπλοκή των νοσοκομείων από τον εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού, όπως απαιτούν γιατροί και νοσηλευτές. Με ανάπτυξη του αναγκαίου αριθμού εμβολιαστικών κέντρων στο πλαίσιο της ΠΦΥ και στελέχωσή τους με όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων (γιατροί, νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας κ.λπ.), καθώς και με προμήθεια όλων των διαθέσιμων, ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων.
Μένουν χωρίς φροντίδα οι ασθενείς με καρκίνο
“Ο αντίκτυπος της πανδημίας στον καρκίνο στην περιοχή αυτή δεν είναι κάτι λιγότερο από καταστροφικός”, δήλωσε ο διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη Χανς Κλούγκε με αφορμή την πρόσφατη Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου. Από τις 53 χώρες της ζώνης αυτής για τον ΠΟΥ (μεταξύ των οποίων χώρες της κεντρικής Ασίας), μια χώρα στις τρεις έχει εν μέρει ή τελείως διακόψει τις ογκολογικές υπηρεσίες λόγω της κινητοποίησης κατά της πανδημίας του νέου κορονοϊού και των περιοριστικών μέτρων για τα ταξίδια.
Πρόσφατα ήρθαν δε στο προσκήνιο και τα δεδομένα μελέτης των Eva JA Morris και συνεργατών στο έγκριτο περιοδικό The Lancet Gastroenterology & Hepatology που δείχνει ότι η πανδημία COVID-19 έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στη φροντίδα ασθενών με καρκίνο. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνόψισαν αυτά τα ευρήματα και ανέλυσαν δεδομένα από μεγάλες βάσεις δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τις παραπομπές, τις κολονοσκοπήσεις, τις χειρουργικές επεμβάσεις και την ακτινοθεραπεία στο ορθό από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 31η Οκτωβρίου 2020. Τα δύο έτη (2019 και 2020) συγκρίθηκαν ώστε να διαπιστωθεί η επίπτωση της πανδημίας COVID-19 στη διάγνωση και στην αντιμετώπιση ασθενών με καρκίνο στο παχύ έντερο και στο ορθό.
Συγκριτικά με τον μηνιαίο μέσο όρο του 2019, τον Απρίλιο του 2020 παρατηρήθηκε μείωση των παραπομπών για διερεύνηση πιθανής κακοήθειας κατά 63%, με παράλληλη μείωση του αριθμού των κολονοσκοπήσεων κατά 92%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια σχετική μείωση του αριθμού των περιπτώσεων που παραπέμφθηκαν για θεραπεία για κολο-ορθικό καρκίνο κατά 22%. Οι αριθμοί επανήλθαν στα επίπεδα του 2019 μόλις τον Οκτώβριο του 2020.
Αυτό σημαίνει ότι από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 2020 περίπου 3500 λιγότεροι ασθενείς είχαν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί για κολο-ορθικό καρκίνο συγκριτικά με το αναμενόμενο με βάση την εικόνα του 2019.
Συνολικά οι ερευνητές υπολόγισαν ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα περίπου 1438 κακοήθειες σε πρώιμο στάδιο να παραμείνουν αδιάγνωστες. Καθώς η πίεση στο σύστημα υγείας κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας COVID-19 αυξάνεται, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχιση της υγειονομικής φροντίδας στους ασθενείς με καρκίνο. Κι αυτό το μήνυμα η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας το αγνοούν επιδεικτικά!
Πλήγμα και στις κλινικές δοκιμές για ογκολογικά σκευάσματα
Πλήγμα έχουν δεχτεί και οι κλινικές δοκιμές για τα ογκολογικά σκευάσματα. Ερευνητές συνέκριναν τον αριθμό των ογκολογικών δοκιμών φάσης 1 έως 4 για φάρμακα ή βιολογικούς παράγοντες που ξεκίνησαν για πέντε οκτάμηνες περιόδους (Οκτώβριος έως Μάιος) για πέντε διαδοχικά έτη, για συνολικά 40 μήνες. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, η έναρξη δοκιμών στην ογκολογία μειώθηκαν κατά 60% κατά τη διάρκεια της πανδημικής περιόδου σε σύγκριση με την προπανδημική περίοδο. Το ποσοστό τους κατά τις προπανδημικές περιόδους παρέμεινε σταθερό.
Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι η πανδημία πέρα από την άμεση επίδραση του κορωνοϊού στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα του πληθυσμού που οφείλεται στη λοίμωξη, έχει και άλλες επιδράσεις που σχετίζονται με τη μειωμένη χρήση της υγειονομικής περίθαλψης ή με μακροπρόθεσμες έμμεσες επιπτώσεις στην πληθυσμιακή νοσηρότητα και θνησιμότητα μέσω του αρνητικού αντίκτυπου που έχει δημιουργηθεί στην ανάπτυξη νέων θεραπειών για τον καρκίνο ή για άλλες ασθένειες.