Της Νώτας Ανδρεαδάκης
Εικόνες και λόγια χαρακτηρίζουν τις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου. Οι συνηθισμένες καθημερινές και άλλες, που συνθέτουν απρόκλητες καταστάσεις και στιγμές… Η Ανέλια δεν είναι φανταστικό πρόσωπο. Το όνομα προέκυψε από δύο ονόματα, για να ικανοποιηθούν οι δύο γιαγιάδες. Υπήρξε όμορφο, πρόσχαρο παιδάκι και αργότερα πολύ όμορφη κοπέλα και γυναίκα. Από τις αμέτρητες ιστορίες της ζωή μας, θα μεταφέρω, σαν αρχή, δύο που μου αρέσουν πολύ.
Μεγαλώσαμε μαζί, όχι ισόρροπα μα, σαν μάνα με κόρη και μας χώριζαν είκοσι χρόνια ηλικίας…
Μία επίσκεψη στη μονή καλογραιών, στις Κορακιές, έγινε για να παρακολουθήσουμε εσπερινό και να δούμε και κάποιες μοναχές που είχαν συγγένεια με τον πατέρα ή την μητέρα μου. Πάντα, στις εκκλησίες –ντυνόταν έτσι κι’ αλλιώς συντηρητικά- πήγαινε με λίγο κραγιόν στο χρώμα του σάπιου μήλου. Διακριτικό και σχεδόν στο φυσικό χρώμα των χειλιών της. Όταν κοινωνούσε, ούτε αυτό υπήρχε. Παρέδωσε τα δώρα μας, πριν τον εσπερινό, ζητώντας συγνώμη από τις τρεις μοναχές που καθυστερούσαν, εξαιτίας μας, την είσοδό τους στην εκκλησία της μονής. «Ανέλια», άκουσα τη νεότερη να της λέει. «Να κάνεις κότσο τα μαλλιά σου. Έχεις τρία παιδιά». Η μητέρα στενοχωρήθηκε, από το ξαφνικό, και απάντησε όσο ευγενικά μπορούσε, σε αυτήν την απρόσμενη βολίδα. «είναι κοντά, γιατί είναι πολύ σγουρά. Για ευκολία τα έχω έτσι. Όπως είπες, έχω τρία παιδιά, δεν έχω ελεύθερο χρόνο για κότσους». Ήταν έτοιμη να κλάψει. Τη λυπήθηκα και πήρα το λόγο. «Όλες εδώ οι κυρίες έχουν κόμμωση, είναι βαμμένες και φορούν χρυσούς χαλκάδες, μερικές, στ’ αυτιά τους. Η μαμά μου έχει αράπικο μαλλί και για να γίνει κότσος, πρέπει να μακρύνει». Με κοίταξε, απορώντας, η μοναχή για τη «γλώσσα» που έβγαλα με χάιδεψε στο κεφάλι, όμως, γιατί προστάτευα τη μητέρα. Εκείνη, μου υπέδειξε πως δεν μιλούν έτσι στις καλόγριες. Πρέπει να σεβόμαστε αυτό που αντιπροσωπεύουν». Η μοναχή είπε: «Δεν πειράζει, παιδί είναι». Δεν ήμουν παιδί. Δεκαπέντε χρόνων ήμουν. Επαναστάτησε η συνείδηση μου με την προσβολή.
Επιστρέφοντας στο σπίτι μας, προσπάθησα να την καθησυχάσω. ‘’Μαμά, να σου πω κάτι. Εσύ και με τα τσουβάλια να ντυθείς, πάλι θα σε προσέχαν, γιατί είσαι πολύ όμορφη. Δεν θα ντρέπεσαι γι’ αυτό. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξαναβρεθώ στις Κορακιές, στο μοναστήρι. Δεν θα σχολιάσω κάτι, εκτός μόνο πως θεωρήθηκε μη πρέπουσα η εγκατάσταση ντουζιέρας, σε μικρή, κοινόχρηστη τουαλέτα για δυο-τρεις νέες μοναχές. Πέρασε καιρός να «φωτιστούν» και να αποδεχτούν την καθημερινή, ατομική καθαριότητα ως αναγκαία. Ύστερα, δεν άργησαν ν’ αλλάξουν όλα. Τώρα, όλα είναι διαφορετικά στις μονές. Σε κάποια πράγματα, οι ανάγκες στους ανθρώπους είναι κοινές…
Άλλο, αξέχαστο περιστατικό συνέβη στην ηλικία των δέκα χρόνων μου. Μου έκανε δώρο ο πατέρας -εκτός των άλλων- ένα ξύλινο πιανάκι, που τα πλήκτρα του έβγαζαν –υποτίθεται- κάποιος μουσικούς ήχους. Κτυπούσα, όση ώρα δεν εδιάβαζα. Φιλοξενούσαμε την Εύα -πρώτη εξαδέρφη- και ήθελε και αυτή να το παίζει. Το παραχωρούσα με βαρειά καρδιά. Θυμήθηκε η μαμά και άλλα οργανάκια και τα ξετρύπωσε από την ντουλάπα που τα φύλαγε. Το μικρό τύμπανο διάλεξε η Εύα μα, η δεύτερη αδελφή δεν ήθελε η φυσαρμόνικα. Εμείς τα παιδιά δεν τα καταφέρναμε με αυτή. Την πήρε η μαμά. Η αδερφή μου προτίμησε μία όμορφη κουδουνίστρα, της πιο μικρής αδερφής, με όμορφο ήχο και την κτυπούσε ρυθμικά. Έγινε μία ορχήστρα αλλόκοτη μα, σκεπάστηκε η χασμωδία, όταν άρχισε η μητέρα να «ξετυλίγει» το ταλέντο να τραγουδά, με την υπέροχη φωνή της. Ανέβαινε στα ύψη, αβίαστα. Φωνή Αγγέλου.»Ήλιε μου έβγα έξω ήλιε μου…» Ύστερα, αφού πήρε φόρα, είπε και τα πατριωτικά της. «Σαν τη δική μας την πατρίδα, κάνεις δεν βρίσκει πουθενά… Εδώ μπορεί κάθε νησάκι όλη τη γη να συγκινεί!» Κράτησε αυτό πάνω από ώρα. Μας διέκοψε ο πατέρας για το μεσημεριανό γεύμα. Δεν θυμάμαι τι υπήρχε. Εκεί ξύπνησα… Μα αλήθεια πολλές φορές υπήρξαν τέτοιες εικόνες στο σπίτι μας, στην παιδική μας ηλικία. Είναι μία απ’ αυτές. Έχω να διηγηθώ και άλλες…