Της Νώτας Ανδρεαδάκη
Είναι η ώρα του δειλινού που αρχίζουν οι ειδήσεις και οι πολιτικές συζητήσεις. Πριν λίγα χρόνια ήταν στο φόρτε τους… Συνηθίζω να τις παρακολουθώ με τη μητέρα μου. Μόνη πια, χωρίς κανένα μαζί μου, η μόνη ίσως παρηγοριά είναι εκείνη. Ανέβηκα γρήγορα, στον επάνω όροφο που είναι το σπίτι της. Όταν aργώ, διαμαρτύρεται. «Έχασες το καλύτερό!» μου λέει. Σήμερα δεν είχε όρεξη για τηλεόραση.
Την κούραζε, πότε-πότε, που μιλούν σιγά στις συζητήσεις οι παρευρισκόμενοι, κάποιοι από αυτούς και την εκνευρίζουν οι δημοσιογράφοι που διακόπτουν. Τότε επαναστατεί. Α, δεν τους αρέσουν αυτά που ακούν.
Σήμερα, κρατά τα βελόνια πλεξίματος και πλέκει ένα από τα αριστουργήματα του τελευταίου καιρού. Μανία που έχει με τα μωρουδιακά! Συνέχεια, δωρίζει χειροποίητα. Σκουφάκια, ζακετάκια, παπουτσάκια με κορδέλες, κορδόνια στριφτά, δίχρωμα, βελονιές-πάνω στο πλεκτό-λουλουδάτες. Θαύμα! Την κοιτάζω και σκέφτομαι, θυμάμαι… Όλο τον ελεύθερο χρόνο, αυτόν τον λίγο που είχε στη διάθεσή της, κρατούσε στα λεπτά δάχτυλα της, κλωστές, μαλλιά, ψαλιδάκι, βελόνες, βελόνια και δημιουργούσε. Φιλτιρέ, κοφτό, πλακέ, Κρητικά εργόχειρα, Σκυριανά, Γιαννιώτικα… Καμάρωνα, τη θαύμαζα, τη λάτρευα, όταν μιλούσε για τους επαίνους που της έκαναν.
Κάποιες φορές, τραγουδούσε και τα τραγούδια των γυμνασιακών χρόνων, που δίδασκε η κυρία Δαρμάρου. Σούμπερτ παρακαλώ! Ότι κι αν έβγαινε από το λαιμό, τα πνευμόνια της, είχε δύναμη και γλυκύτητα· άγγιζε την τελειότητα. Όπως και η μορφή της. Αυτό το βράδυ, αρχές Οκτώβρη, ήταν απολογητική. Ανέφερε λάθη της ζωής της, μαζί με τα αιώνια-όχι άδικα-παράπονα της. Δεν πήρε, ποτέ, απάντηση σε αυτά.
Απόψε, με στενοχώρησε με τις μεταφυσικές της αγωνίες. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Προσπαθούσα να δίνω κάποιες εξηγήσεις κάποιες ερμηνείες στα μεταφυσικά της διλήμματα, όπως ένιωθα πως θα την ανακούφιζαν. «Πού πάμε, χανόμαστε; Υπάρχει η ψυχή μας;» Στη χειρότερη περίπτωση μπορεί και αν απαρνιέται η ψυχή τον άνθρωπο που «φεύγει», να εναποτίθεται σε αυτούς που μένουν, απαντούσα. Η τελευταία λάμψη λούζει εκείνους που αγάπησε. Κάτι κρατούν από την «υπόσταση», τη δύναμή της. Μετουσιώνεται σε κάτι δικό τους και όσο υπάρχουν θα τη νοιώθουν μέσα τους.
Θα κρατούν βαθιά, μέσα τους τη δύναμη της και θα πλημμυρίζει το πνεύμα φώτιση. Όχι μόνο του Θεού μα και του ανθρώπου που την εμπιστεύεται σε εκείνους που την πρόσφερε και ενώ ζούσε. Της αρέσει να το ακούει. Την παρηγορεί. Δεν θέλει να χαθούν όλα, μετά το θάνατο.
Ματαιοδοξία; Η αίσθηση πως πλανιόμαστε και ζούμε λάθος, ίσως, ζωή για χάρη μιας ελπίδας απατηλής; Φοβάται και τη λήθη που έτσι κι αλλιώς δεν έχει να κάνει με την ύπαρξη ψυχής. Μα, φτάνουν τρεις γενιές μνήμης, δεν φτάνουν;
Ο χρόνος αφήνει πίσω ονόματα και ελάχιστων την ιστορία, την υστεροφημία. Τα άλλα τα κρατά σαν μυστικά ο ουρανός. Μα, αφού υπάρχει και αυτός, κάτι γίνεται εκεί πέρα, σίγουρα!…