H αντεισαγγελέας διαφώνησε με την άποψη του εισαγγελέα Πρωτοδικών για να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση που κίνησε η Συντονιστική των δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα Ελλάδος είχε προαναγγείλει την απόφαση του Αρείου πάγου υπέρ των funds.

Η σχετική καταγγελία είχε εκφραστεί από τη συντονιστική των δικηγόρων, υπό τον Δημήτρη Βερβεσό, με ανακοίνωση και τον Δικηγορικό Σύλλογο Αιγίου, με αναφορά στην εισαγγελία του προέδρου του, Γ. Μπέσκου, τον Νοέμβριο του 2022, σύμφωνα με τις οποίες η τράπεζα Ελλάδος σε ανύποπτο χρόνο «προανήγγειλε τη θετική για τα funds απόφαση σχετικά με τη νομιμοποίησή τους ή όχι να διενεργούν πλειστηριασμούς».

Σημειώνεται ότι η υπόθεση τέθηκε προς συζήτηση στα τέλη Ιανουαρίου στον Άρειο Πάγο, του οποίου η Ολομέλεια –με συντριπτική πλειοψηφία και με πρωτοφανή ταχύτητα– τάχθηκε υπέρ της δυνατότητας των εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» ενυπόθηκων δανείων servicers να βγάζουν σε πλειστηριασμό σπίτια, που αποτελούν πρώτη κατοικία.

Υπέρ των funds είχε ταχθεί και ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στις 26 Ιανουαρίου, όταν συζητήθηκε το θέμα στην Ολομέλεια. Τότε συζητήθηκε η απόφαση 822/22, που εκδόθηκε από τμήμα του Άρειου Πάγου, η οποία επικύρωνε αποφάσεις εφετείων που έκριναν ότι οι servicers που διαχειρίζονται κόκκινα ενυπόθηκα δάνεια τα οποία απέκτησαν ξένα funds με βάση τον νόμο του 2003, δεν έχουν το δικαίωμα βάσει του συγκεκριμένου νόμου να προχωρούν σε πλειστηριασμούς και άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των δανειοληπτών. Η απόφαση αυτή επηρεάζει πάνω από 700.000 δανειολήπτες που φοβόντουσαν ότι οι κατοικίες τους θα μπορούν να βγουν σε πλειστηριασμό από τα funds.

Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Απόστολος Ανδρέου γνωστοποίησε με έγγραφό του στην εισαγγελία Εφετών πως εξέτασε ως μάρτυρες για την καταγγελία του κ.κ. Μπέσκο και Μανωλόπουλο (πρόεδρο και αντιπρόεδρο του ΔΣ Αιγίου που υπέβαλλαν την αναφορά) και ζητεί τη σύμφωνη γνώμη για να θέσει την υπόθεση στο αρχείο δεδομένου ότι «από τα παραπάνω αναφερόμενα δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις (βάσιμη πιθανολόγηση) για να κινηθεί ποινική δίωξη για οποιαδήποτε πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και για το λόγο αυτό έθεσα την δικογραφία στο αρχείο, κατ΄αρθρο 43 Κ.Π.Δ. Παρακαλώ να εγκρίνεται την ενέργειά μου αυτή, εφόσον συμφωνείτε, άλλως παραγγείλετε το κατά την κρίση σας ορθό».

Λίγες μέρες αργότερα, η αντεισαγγελέας Εφετών Αικατερίνη Ρούμπου, επέστρεψε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εφετών, διαφωνώντας με την αρχειοθέτηση της και ζητώντας την εκ νέου διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα του άρθρου 251 του ΠΚ «περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου».

Άρθρο 251 του ΠΚ

«περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου».

Όποιος καλείται κατά νόμο να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιεί σε άλλον, αφήνει να περιέλθει στην κατοχή ή γνώση άλλου, ανακοινώνει ή διαδίδει δικαστικό απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν με την πράξη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.

Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου.

Το δικαστικό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με:

α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου,
β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία,
γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης,
δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή
ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής.