Από την πρώτη μελέτη του 1968, που έκρινε την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης οικονομικά ασύμφορη λόγω του βάθους πόντισης των καλωδίων, πέρασαν τέσσερις δεκαετίες έως ότου το ΕΜΠ αποφανθεί σε μελέτη, που του ανέθεσε η ΡΑΕ, πως η διασύνδεση είναι η μόνη βιώσιμη από οικονομικής και περιβαλλοντικής σκοπιάς λύση για την ασφάλεια εφοδιασμού της Μεγαλονήσου σε ηλεκτρισμό. Η μελέτη του Πολυτεχνείου επικαιροποιήθηκε το 2008 και εκ νέου το 2011 με τα ίδια συμπεράσματα. Κι ενώ από τότε έχουν περάσει άλλα επτά χρόνια, εξαιτίας αλλεπάλληλων καθυστερήσεων, η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική θα είναι έτοιμη στην καλύτερη περίπτωση το 2022.
Ωστόσο, από τις αρχές του 2020 η τροφοδοσία του νησιού με ρεύμα είναι στον «αέρα» και προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες, εξετάζονται εναλλακτικές υψηλού κόστους που θα κληθούν να πληρώσουν οι καταναλωτές.
Ο ΑΔΜΗΕ ενέταξε από το 2015 την ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης στο δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του συστήματος, που εγκρίθηκε από τη ΡΑΕ, και εκ νέου στο καινούργιο δεκαετές της περιόδου 2018-2027.
Στη μελέτη επάρκειας του συστήματος που εκπόνησε ο ΑΔΜΗΕ το 2016 παραθέτει τους λόγους για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η διασύνδεση του νησιού με το ηπειρωτικό σύστημα της χώρας και μεταξύ άλλων αναφέρει: «Το σύστημα της Κρήτης χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό μεταβλητό κόστος παραγωγής λόγω της χρήσης πετρελαίου στους τοπικούς σταθμούς παραγωγής, το οποίο αντανακλάται σε σημαντικότατη επιβάρυνση των καταναλωτών για κάλυψη Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας – ΥΚΩ (περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ ετησίως)».
Αναφέρει επίσης τον μεγάλο ετήσιο ρυθμό αύξησης του φορτίου, που τους θερινούς μήνες καλύπτεται οριακά από τους τοπικούς σταθμούς, αλλά και το χαμηλό επίπεδο αξιοπιστίας τροφοδότησης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις βλαβών στο σύστημα παραγωγής. Η ηλεκτροδότηση της Κρήτης στηρίζεται στις πετρελαϊκές μονάδες του Αθερινόλακκου και των Λινοπεραμάτων, συνολικής ισχύος 813 MW, oι οποίες εκπέμπουν ρύπους πάνω από τα επιτρεπόμενα ευρωπαϊκά όρια. Η Ελλάδα ζήτησε και πέτυχε εξαίρεση από τις ευρωπαϊκές οδηγίες 2010/75 και 2015/2193 περί βιομηχανικών εκπομπών για τις μονάδες της Κρήτης μέχρι και τις 31/12/2019.
Ετσι από τον Ιανουάριο του 2020 οι ατμοηλεκτρικές μονάδες στον ΑΗΣ Αθερινόλακκου θα μπορούν να λειτουργούν μόνο αν γίνουν αναβαθμίσεις ή αλλαγή καυσίμου, ενώ στον ΑΗΣ Λινοπεραμάτων οι μονάδες με ισχύ άνω των 50 MW θα μπορούν να λειτουργήσουν μόνο 1.500 ώρες ετησίως.
Οι αεριοστροβιλικές μονάδες άνω των 50 μεγαβάτ δεν θα μπορούν να λειτουργούν με καύσιμο το ντίζελ πάνω από 500 ώρες ετησίως. Το συνολικό έλλειμμα ισχύος, σύμφωνα με το πλέον δυσμενές σενάριο του ΔΕΔΔΗΕ, θα είναι περίπου 434 MW και δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με τη μικρή διασύνδεση Κρήτης – Πελοποννήσου αφού το χρονοδιάγραμμα του ΑΔΜΗΕ προβλέπει ολοκλήρωσή της στα μέσα του 2020. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μέσο μηνιαίο κόστος παραγωγής στην Κρήτη το 2017 διαμορφώθηκε μεταξύ 162-197 ευρώ η μεγαβατώρα και είναι τριπλάσιο από την οριακή τιμή συστήματος που αντιπροσωπεύει το αντίστοιχο κόστος στο ηπειρωτικό σύστημα.
Το επιπλέον αυτό κόστος επιμερίζεται μέσω των ΥΚΩ στο σύνολο των καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος επιβαρύνοντάς τους συνολικά με ένα ποσό της τάξης των 300-400 εκατ. ευρώ ετησίως. Με την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων διασυνδέσεων της Κρήτης, τα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος θα μειωθούν κατά 8%.
Αυτό όμως θα συμβεί κατά ένα πολύ μικρότερο ποσοστό μετά το πρώτο εξάμηνο του 2020, που ο ΑΔΜΗΕ έχει προγραμματίσει την ολοκλήρωση της αποκαλούμενης «μικρής διασύνδεσης» της Κρήτης με την Πελοπόννησο, συνολικής ισχύος 280 MW. H πλήρης ελάφρυνση των καταναλωτών θα προκύψει από την υλοποίηση της «μεγάλης διασύνδεσης» με την Αττική, συνολικής ισχύος 700 MW, η οποία όμως είναι άγνωστο πότε θα ολοκληρωθεί μετά και τη νέα εμπλοκή που προέκυψε με τη διάσταση απόψεων μεταξύ ΡΑΕ και Κομισιόν για το κατά πόσον το έργο μπορεί να προχωρήσει με απευθείας ανάθεση στον ΑΔΜΗΕ.
Ακόμη και εάν το έργο καταφέρει να υλοποιηθεί εντός της δέσμευσης που έχει αναλάβει ο ΑΔΜΗΕ (μέσα του 2022), πράγμα εξαιρετικά απίθανο με βάση την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, η ηλεκτροδότηση της Κρήτης από τις αρχές του 2020 βρίσκεται στον «αέρα». Σημειώνεται πως μεταξύ 2006 και 2011 που η Ελλάδα έκανε ακόμη μελέτες σκοπιμότητας, στην Ευρώπη είχαν υλοποιηθεί οι υποθαλάσσιες ηλεκτρικές διασυνδέσεις Ελλάδας – Ιταλίας, Ιταλίας – Σαρδηνίας και Ισπανίας – Μαγιόρκας.
Επενδυτικό ενδιαφέρον
Για τη διασφάλιση της ομαλής τροφοδοσίας του νησιού, η ΡΑΕ με τη συνδρομή συμβούλου αναζητεί εναλλακτικές λύσεις. Πέραν του αιτήματος προς την Κομισιόν για παράταση της λειτουργίας των ντιζελοκίνητων μονάδων της ΔΕΗ, εξετάζεται η εγκατάσταση πλωτών μονάδων LNG για τη λειτουργία των υφιστάμενων μονάδων με φυσικό αέριο που εκπέμπει λιγότερους ρύπους, όπως και η μεταφορά της αεριοστροβιλικής μονάδας φυσικού αερίου «ΗΡΩΝ 1» της ΤΕΡΝΑ από τη Θήβα στην Κρήτη. Το ενεργειακό έλλειμμα της Κρήτης έχει κινητοποιήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον και, σύμφωνα με πληροφορίες, πέραν της ΤΕΡΝΑ, τη ΡΑΕ έχει προσεγγίσει η αζέρικη Socar προτείνοντας μοντέλο που εφαρμόζει από το 2016 στη Μάλτα και περιλαμβάνει πλωτή μονάδα αποθήκευσης φυσικού αερίου, μονάδα επαναεριοποίησης και μονάδα συνδυασμένου κύκλου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Πρόταση στη ΡΑΕ φέρεται να έχει υποβληθεί και από την κρατική εταιρεία του Κατάρ. Εκπρόσωπος του εμιράτου φέρεται να πρότεινε λύση που περιλαμβάνει την κάλυψη του ελλείμματος ισχύος της Κρήτης. Το Κατάρ προτίθεται να αγκυροβολήσει στην Κρήτη πλοίο στο οποίο θα υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι LNG, μονάδα αεριοποίησης καθώς και τουρμπίνες παραγωγής ρεύματος. Η ΡΑΕ αναμένεται μέσα στις επόμενες ημέρες να πάρει τις οριστικές αποφάσεις για τα έκτακτα μέτρα ηλεκτροδότησης της Κρήτης, στέλνοντας τον λογαριασμό στους καταναλωτές.