Μανούσος Γ. Βολουδάκης, Γραμματέας Νέων Τεχνολογιών Ν.Δ.
Το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελιάς των Χανίων βρίσκεται ένα βήμα πριν την ουσιαστική κατάργησή του. Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης δείχνει λανθασμένες βάσεις στην οικονομική λογική της.
Στο Ινστιτούτο έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια επενδύσεις οι οποίες θα ήταν παράλογο να ακυρωθούν πριν αρχίσουν να αποδίδουν. Διαθέτει μεταξύ των άλλων εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας για ένα ολοκληρωμένο εργαστήριο ανάλυσης ελαιολάδου. Πρόκειται για ένα από τα δυο μόνο τέτοια εργαστήρια που υπάρχουν στη χώρα. (Το άλλο βρίσκεται στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή στην Αθήνα). Ο εξοπλισμός αγοράστηκε με πόρους του Γ’ΚΠΣ, στο οποίο το Ινστιτούτο εντάχθηκε από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου το 2006. Η συνολική επένδυση ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο ευρώ. Ο αρχικός προγραμματισμός του Γ΄ ΚΠΣ προέβλεπε δημιουργία τριών τέτοιων εργαστηρίων σε όλη τη χώρα ( Μυτιλήνη, Καλαμάτα, Χανιά). Τελικά μόνο το εργαστήριο των Χανίων προχώρησε. Η αποδυνάμωση του Ινστιτούτου από ερευνητικό προσωπικό, δεν έχει επιτρέψει ακόμη την κανονική λειτουργία του εργαστηρίου. Το εργαστήριο αυτό όμως μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του κρητικού ελαιολάδου, καθώς θα επιτρέπει την πιστοποίησή του σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ελαιολάδου.
Επιπλέον, το Ινστιτούτο εντάχθηκε στις αρχές του 2009 στο «Κέντρο Καινοτομίας Κρήτης», μια κοινοπραξία ερευνητικών φορέων για την οποία εξασφαλίσθηκε χρηματοδότηση ενός εκατομμυρίου ευρώ για την υλοποίηση προγραμμάτων έρευνας πάνω στην τοπική παραγωγή. Στα πλαίσια της κοινοπραξίας αυτής, το Ινστιτούτο προβλέπεται να αποκτήσει κινητό εργαστήριο χημικών αναλύσεων, ώστε να μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του στον αγρότη στον τόπο της παραγωγής, στο χωράφι. Μια απίστευτη γραφειοκρατική διαδρομή έχει καθυστερήσει την τελική υλοποίηση του έργου αυτού, για το οποίο η χρηματοδότηση εξασφαλίσθηκε πριν δυόμιση χρόνια από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Η «εξοικονόμηση πόρων» που θα προκύψει από μια κατάργηση (δια της «συγχωνεύσεως» ή δια της μετακινήσεως) του Ινστιτούτου, προκαλεί στην πραγματικότητα οικονομική βλάβη, καθώς δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των επενδύσεων που ήδη έγιναν, αλλά και των συνεργειών που υπάρχουν μεταξύ των ερευνητικών φορέων των Χανίων (Πολυτεχνείο, ΤΕΙ, ΜΑΙΧ, Ινστιτούτο Υποτροπικών). Όλες οι πολιτικές δυνάμεις της πατρίδας μας μιλούν για την ανάγκη ανάπτυξης της «οικονομίας της γνώσης». Είναι παράλογο την ίδια στιγμή στα Χανιά να καταστρέφονται νησίδες της εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας, τη στιγμή που άρχισαν να χτίζονται προϋποθέσεις για ένα νέο ξεκίνημά τους.