20.8 C
Chania
Monday, May 27, 2024

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ: Έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*

Ήταν ένα απαλό γλυκό φθινοπωρινό πρωινό όταν πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στον Πειραιά. Ο καθαρός ουρανός δίχως κανένα σύννεφο έμοιαζε πως είχε σκεπασμένη την γύρο περιοχή με το γλαυκό αραχνοΰφαντο σεντόνι του, ενώ ο ρήγας  του έλουζε μες τις χρυσοκόκκινες ακτίνες του, την ιστορική πολιτεία, δίνοντάς της μια ξέχωρη εικόνα σε ομορφιά. Οι πολλοί άνθρωποι που διέσχιζαν τους γύρω δρόμους άλλοι πολύ βιαστικοί, άλλοι λιγότερο, κι άλλοι σχεδόν ράθυμοι, μαρτυρούσαν περίτρανα την ζωντάνια της παραπάνω πολιτείας.

Έξω από τον σταθμό στην μικρή πλατεία, λογίς – λογίς μικροπωλητές, διαφόρων εθνικοτήτων, προσπαθούσαν να πουλήσουν στους περαστικούς την πραμάτεια τους, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά με την ανήσυχη ματιά τους, έτοιμη να εγκαταλείψουν το χώρο αν εμφανιζόταν κάποιος αστυνομικός.

Ένας μεγάλος αριθμός ανάπηρων συνανθρώπων μας σ’ όλα τα γύρω πεζοδρόμια, δείχνοντας την βαριά ή λιγότερο βαριά αναπηρία τους εκλιπαρούσαν τους περαστικούς να τους προσφέρουν την όποια βοήθεια, έχοντας ζωγραφισμένη την απελπισία και την θλίψη στα πρόσωπά τους. Είναι αλήθεια ότι η πονεμένη κείνη ματιά τους, μου τρυπούσε σαν πυρωμένο βέλος την ψυχή. Μια κυρία στην άκρη ενός δρόμου είχε κι αυτή απλωμένη την μικρή της πραμάτεια, στο πεζοδρόμιο, τέσσερα ζευγάρια γυναικεία παπούτσια, ναι, καλά διαβάσατε αγαπητοί μου, εκλιπαρώντας να τα πουλήσει με το ποσό των δυο ευρώ το καθένα, λέγοντας ότι είναι παπούτσια αντίκες μιας περασμένης εποχής. Ο άλλος μικροπωλητής είχε απλωμένα πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο διάφορα ρούχα, φωνάζοντας με όλη την δύναμη της φωνής του “πάρτε κυρίες μου, ένα ευρώ το κομμάτι, πάρτε κυρίες μου, πάρτε”, ο μισοξυπόλητος ζητιάνος φορώντας μια σαγιονάρα στο ένα πόδι, ρακένδυτος, λερός, καθισμένος και κείνος σε μια γωνιά, δεν μιλούσε, μόνο άπλωνε το μικρό τενεκεδάκι που κρατούσε στα σκελετωμένα χέρια ευελπιστώντας ότι κάποιος θα τον λυπηθεί και θα ρίξει κάτι στο εσωτερικό του. Περνώντας δε κάποιος από το πλάι του την στιγμή που δεν ξέρω γιατί είχα σταματήσει και τον κοιτούσα, έριξε κάποιο νόμισμα μέσα στο ντενεκεδάκι του, και με μιας τα μάτια του έλαμψαν από χαρά, κι άθελά μου δάκρυσα σε κείνη την εικόνα που αντίκρισα.

Με συνέφερε όμως ο γλυκός ήχος από το κλαρίνο ενός γύφτου που λίγο πιο πέρα άρχισε να παίζει κάποιο τραγούδι, δίνοντας μια γλυκιά νότα σε κείνη, που για λίγο βρέθηκα, γωνιά.

Σεργιανίζοντας στον παραπάνω χώρο δίχως ιδιαίτερο σκοπό, θωρώντας διάφορες εικόνες, ευχαριστούσα τον μεγαλοδύναμο που μέχρι κείνη τη στιγμή στο διάβα της ζωής μου δεν βρέθηκα στη θέση εκείνου των πονεμένων συνανθρώπων μου και το λέω αυτό αγαπητοί μου γιατί κανένας δεν ξέρει τι θα του φέρει η ροδοδάχτυλη δροσερή αυγούλα.

Τέλος, εφόσον αγόρασα διάφορα μικροαντικείμενα, πήρα τον δρόμο του γυρισμού, κάνοντας διάφορες σκέψεις, αφάνταστα στεναχωρημένος για τους άτυχους συνανθρώπους μου που σε κείνον τον χώρο αντίκρισα. Μα πριν αποχωρήσω από τον χώρο εκείνο αγαπητοί μου φίλοι, αντίκρισα μια εικόνα που τυπώθηκε με ανεξίτηλα χρώματα στα φύλλα της καρδιάς μου και πιστεύω ότι δεν θα σβήσει ποτέ. Είδα στην άκρη του δρόμου ένα συνάνθρωπό μας καθισμένο πάνω σε μια ξύλινη καρέκλα με ρυτιδιασμένο μαυροκίτρινο πρόσωπο έχοντας πλάι του κάτι ρούχα που μάλλον ήταν η πραμάτεια του, δεν είμαι όμως σίγουρος γι’ αυτό, με χέρια σκελετωμένα, μαυροκίτρινα και κείνα, ξυπόλητος και σχεδόν μισοπεθαμένος. Για μια στιγμή νόμισα ότι ξεψυχούσε, βλέποντάς τον να ανοίγει με δυσκολία τα μαυρομέλανα χείλη του, παίρνοντας αναπνοή. Δεν ξέρω τι ένιωσα εκείνη τη στιγμή που τον αντίκρισα. Δεν ήξερα αν ήταν πόνος, θυμός ή αγανάκτηση. Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν: γιατί θεέ μου γιατί; Στην συνέχεια τον πλησίασα, του χάιδεψα λίγο τα μαλλιά και κάνοντας εκείνο που μου υπαγόρευε η μυστική φωνή της ψυχής μου, έκανα μερικά βήματα πίσω, έτοιμος να φύγω από κοντά του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια κυρία ρακένδυτη και κείνη, μαυροκίτρινη, φορώντας βρώμικα ρούχα και με παλιά παπούτσια στα πόδια της και με ένα μαντήλι στο κεφάλι τον πλησίασε, κάτι του είπε, του χάιδεψε και κείνη τα μαλλιά, του έτριψε λίγο τα χέρια, τον κοίταξε με απέραντη στοργή και του χαμογέλασε. Εγώ κοιτούσα τους δυο εκείνους ανθρώπους μη μπορώντας να δώσω κάποια λογική εξήγηση. Ήταν άραγε ανδρόγυνο; Ήταν φίλοι; Τι ήταν τέλος πάντων;

Στη συνέχεια, η εν λόγω κυρία, έβγαλε από την τσέπη της βρώμικης ζακέτας που φορούσε μια φτιαγμένη από ύφασμα ταμπακέρα, δεν ξέρω αν ήταν καπνός ή χασίς ή τίποτα άλλο, του έστριψε ένα τσιγάρο του το άναψε και του το έβαλε στο στόμα, μάλλον γιατί ο ίδιος δεν θα μπορούσε, γιατί τα χέρια του έτρεμαν πάρα πολύ. Με την πρώτη ρουφηξιά, αγαπητοί μου, της άγνωστης ουσίας για μένα, ο ταλαίπωρος εκείνος άνθρωπος, αμέσως άλλαξε όψη και από θλιμμένη που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή έλαμψε από χαρά και ικανοποίηση. Τα μάτια του άστραψαν, τα χείλη του γέλασαν ενώ τα σκελετωμένα χέρια του χάιδευαν δίχως σταματημό τα χέρια της κυρίας.

Δεν ξέρω πόσα λεπτά της ώρας τους κοιτούσα, δίχως να ξέρω το γιατί. Εκείνη η σπάνια εικόνα γιόμισε με διάφορα συναισθήματα την ψυχή μου. Τέλος η άγνωστη φωνή που ακούστηκε πλάι μου με ξύπνησε θα έλεγα, λέγοντάς μου “μην κοιτάτε κύριε, δεν μπορείτε να τους βοηθήσετε όσο κι αν το επιθυμείτε, είναι ναρκομανείς”, και συνέχισε “σας βλέπω ότι ώρα τώρα τους κοιτάτε, ίσως να μην έχετε δει ποτέ άλλη φορά τέτοια εικόνα και να σας σοκάρισε”, και φεύγοντας οριστικά από κοντά μου, μου τόνισε δίνοντας ξέχωρο χρώμα στη φωνή του “υπάρχουν και χειρότερα”.

Όταν κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω από κείνο το μέρος ενδόμυχα ψέλλισα “αυτός είναι δυστυχώς ένας χώρος της κοινωνίας που ζούμε, ένας χώρος γιομάτος πόνο, πίκρα και απογοήτευση. Ένας χώρος που πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας ζούνε το δικό τους δράμα, εγκλωβισμένοι στα θανατηφόρα δίχτυα των ναρκωτικών. Θύματα ασυνείδητων συνανθρώπων μας που αδιαφορούν παντελώς για τα δράματα που προκαλούν ποτίζοντας τα με λογίς – λογίς δηλητήρια, θυσιάζοντας τη ζωή τους στον βωμό του χρήματος.

Τελειώνοντας την σημερινή θλιβερή ιστορία μας γνωρίζω ότι η δική μου φωνή είναι πολύ αδύναμη να ακουστεί όμως αισθάνομαι την ανάγκη να φωνάξω και να πω: Έλεος “κύριοι” έλεος, εσείς που τον θάνατο σκορπάτε να θυμάστε αυτό, ποτέ δεν γνωρίζει κανένας τι θα του φέρει η ροδόπεπλη Αυγή.

 *συγγραφέας – ποιητής

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ένα πράγμα είναι ασυγχώρητο: Η αναισθησία και η ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ τους

Από το fb του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου Αυτές οι δυο...

Εμπρησμός από πρόθεση η φωτιά στο εργοστάσιο παρασκευής γευμάτων στη Λαμία

Επιβεβαιώθηκε η αρχική πεποίθηση των Αρχών ότι η φωτιά που ξέσπασε...

Παναθηναϊκός: Ανεπανάληπτη υποδοχή για τον “επτάστερο” στο ΟΑΚΑ

Από το Βερολίνο στην Αθήνα και από το αεροδρόμιο...