Να λοιπόν που η χώρα μας για πρώτη φορά στην ιστορία της, ξεπέρασε και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανακηρυσσόμενη το 2021 «πρωταθλήτρια» χώρα του ΝΑΤΟ ως προς τις εξοπλιστικές δαπάνες.
Αναδημοσιεύουμε από τον «Ριζοσπάστη» της Παρασκευής, με τίτλο «Πρωταθλήτρια» εμπλοκής η Ελλάδα, με «χρυσό» σε πολεμικές δαπάνες σε όλο το ΝΑΤΟ:
«(…)Η Ελλάδα βρίσκεται για το 2021 στην κορυφή της λίστας των 30 κρατών – μελών, δαπανώντας το 3,59% του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες. Με τα συμβόλαια για αμερικανικά ελικόπτερα, γαλλικά μαχητικά και φρεγάτες κ.λπ., πέρασε και τις ΗΠΑ που δαπάνησαν «μόλις» το 3,57%. Σημειωτέον, μόλις άλλες 6 χώρες (άρα 8 στο σύνολο), η Πολωνία με 2,34, η Βρετανία με 2,25, οι Κροατία, Εσθονία, Λετονία με 2,16, και η Λιθουανία με 2,03, έπιασαν τη ΝΑΤΟική νόρμα, όπως θεσπίστηκε το 2014, κάθε κράτος – μέλος να δαπανά ετησίως τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του σε τέτοιες δαπάνες.
Η Ελλάδα σημειώνει και μια «δεύτερη» πρωτιά, πιάνοντας συγκεκριμένα και τον επιμέρους στόχο από αυτό το 2%, το 20% του να πηγαίνει σε νέους, μείζονες εξοπλισμούς. Δίνει εκεί το 38,8% αυτών των δαπανών, όχι απλά πιάνοντας τη νόρμα, αλλά καλύπτοντάς την σχεδόν εξολοκλήρου. Ολες οι άλλες χώρες ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά.
Σε χρήματα, φέρεται να δέσμευσε το 2021 6,496 δισ. ευρώ σε στρατιωτικές δαπάνες, από 4,812 το 2020 και 3,939 το 2014. Το ίδιο το ΝΑΤΟ υπολογίζει την αύξηση από πρόπερσι σε πέρυσι σε 31,51%, όταν ήδη από το 2018 στο 2019 υπήρχε ποσοστιαία αύξηση 8,25%.
Μάλιστα, δεν περνά απαρατήρητο ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών συνεχίστηκε απρόσκοπτα και στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν, σημειωτέον, προετοιμάστηκε η νέα Συμφωνία για τις Βάσεις, αποφασίστηκαν μια σειρά εξοπλισμών, όπως οι αναβαθμίσεις των αεροσκαφών P3 και F16, και παράλληλα υλοποιήθηκε ο πρώτος γύρος Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ Αθήνας – Ουάσιγκτον. Ειδικότερα, το 2015 δαπάνησαν 4,073 δισ. ευρώ, το 2016 4,190, το 2017 4,208, και το 2018 4,560.
Τέλος, το ΝΑΤΟ υπολογίζει ότι κάθε κάτοικος της χώρας πλήρωσε το 2021 664 δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, όταν π.χ. στη Γερμανία το κόστος κατά κεφαλήν ήταν στα 631.»