Τί είναι η ηπατίτιδα
Είναι φλεγμονή του ήπατος που προκαλείται συνήθως από ιούς αν και σπανιότερα μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες (φάρμακα, οινόπνευμα). Η φλεγμονή αυτή μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια.
Ποιες είναι οι σήμερα γνωστές ιογενείς ηπατίτιδες
Ηπατίτιδα Α: Παλαιότερα ονομαζόταν λοιμώδης. Οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας Α (HAV) και είναι πιο συχνή σε παιδιά αναπτυσσόμενων χωρών, παρατηρείται ωστόσο και σε ενήλικες, ιδιαίτερα αναπτυγμένων χωρών.
Ηπατίτιδα Β: Προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) και παλαιότερα ονομαζόταν ηπατίτις εξ ομολόγου ορού. Είναι η πιο συχνή παγκόσμια ηπατίτιδα.
Ηπατίτιδα C: Οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας C(HCV) και παλαιότερα ονομαζόταν μη –Α μη – Β ηπατίτιδα. Είναι η πιο συχνή μορφή ηπατίτιδας στις Δυτικές χώρες.
Ηπατίτιδα D: Οφείλεται στον ιό δέλτα (HDC) . Προσβάλλει μόνο άτομα που παρουσιάζουν λοίμωξη και με τον ιό Β και φαίνεται να αφορά περισσότερο χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών.
Ηπατίτιδα Ε: Οφείλεται στον ιό της ηπατίτιδας Ε (HEV). Παλαιότερα ονομαζόταν εντερική ή επιδημική μη – Α μη-Β ηπατίτιδα. Εμφανίζεται κυρίως σε υποανάπτυκτες χώρες του τρίτου κόσμου.
Πρέπει να αναφερθεί ότι και άλλοι ιοί (κύρια της ομάδας του έρπητα) μπορούν να προκαλέσουν ηπατίτιδα. Ωστόσο η ηπατίτιδα αυτή είναι ήπια, αυτοπεριοριζόμενη οξεία νόσος χωρίς επιπλοκές. Γι’ αυτό όταν χρησιμοποιείται ο όρος ιογενής ηπατίτιδα αναφέρεται σε λοίμωξη με κάποιον από τους 5 γνωστούς ιούς ηπατίτιδας.
Πως μεταδίδονται οι ιοί της ηπατίτιδας
Η μετάδοση από μετάγγιση αίματος ή παραγώγων του μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ο κυριότερος τρόπος μετάδοσης της ηπατίτιδας C. Σήμερα ο τρόπος αυτός έχει σχεδόν εκλείψει διότι όλοι οι αιμοδότες ελέγχονται για την παρουσία λοίμωξης με τους ιούς Β και C και αν βρεθούν θετικοί αποκλείονται από την αιμοδοσία. Ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης με τους ιούς Β και C. Η μετάδοση με χρήση κοινών βελονών ή συρίγγων μεταξύ ατόμων που κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών είναι πολύ συχνή και για τους τρεις ιούς (B,C,D). Ιδιαίτερα συχνή είναι η μόλυνση με τον ιό της ηπατίτιδας δέλτα σε φορείς της ηπατίτιδας Β που κάνουν χρήση τοξικών ουσιών ενδοφλέβια.
Η μετάδοση από τυχαίο τρύπημα με μολυσμένη βελόνα αφορά κύρια το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του ιού. Για τον ιό Β ο κίνδυνος μετάδοσης από τυχαίο τρύπημα κυμαίνεται από 5-30% ενώ για τον ιό C είναι μικρότερος και δεν ξεπερνά το 5-10%. Η μετάδοση μέσω σεξουαλικής επαφής είναι δυνατή και αφορά τόσο ομοφυλοφιλικές όσο και ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Όσον αφορά την ηπατίτιδα Β, η σεξουαλική μετάδοση είναι ο πιο συχνός τρόπος μόλυνσης των ενηλίκων και είναι πιο συνήθης στους ομοφυλόφιλους και στα άτομα με συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Η σεξουαλική μετάδοση του ιού C είναι σπανιότερη και δεν υπάρχει σαφής υπεροχή των ομοφυλοφίλων. Κάθετη μετάδοση ονομάζεται η μόλυνση του παιδιού από τη μητέρα. Η μετάδοση αυτή συμβαίνει κατά τη διάρκεια του τοκετού και είναι ο συχνότερος τρόπος μετάδοσης της ηπατίτιδας Β στις χώρες της Ν. Α. Ασίας. Αντίθετα η κάθετη μετάδοση της ηπατίτιδας C φαίνεται να είναι σπάνια. Οριζόντια μετάδοση χαρακτηρίζεται η μετάδοση που επισυμβαίνει κατά τη διάρκεια της καθημερινής στενής επαφής ατόμων συνήθως της ίδιας οικογένειας. Είναι ένας συχνός τρόπος μετάδοσης της ηπατίτιδας Β στα άτομα παιδικής ηλικίας, ενώ για την ηπατίτιδα C ο κίνδυνος φαίνεται να είναι πολύ μικρότερος.
Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι για όλες τις μορφές ιογενούς ηπατίτιδας υπάρχει ένα ποσοστό περιπτώσεων όπου δεν μπορεί να αναγνωριστεί κανείς από τους πιο πάνω τρόπους μετάδοσης. Το ποσοστό αυτό για την ηπατίτιδα Α είναι περίπου 42 % για την ηπατίτιδα Β 30-40%, ενώ για την ηπατίτιδα C 40%. Αυτές χαρακτηρίζονται σποραδικές περιπτώσεις.
Ποιες είναι οι ομάδες υψηλού κινδύνου για τις ιογενείς ηπατίτιδες
Ομάδες υψηλού κινδύνου χαρακτηρίζονται ομάδες ατόμων που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα σε κάποιον από τους τρόπους λοίμωξης που αναφέρθηκαν προηγούμενα και επομένως κινδυνεύουν περισσότερο να νοσήσουν από κάποιο τύπο ιογενούς ηπατίτιδας. Για τις ηπατίτιδες Α και Ε τέτοιες ομάδες αφορούν άτομα που συνωστίζονται σε μικρό χώρο με κακές συνθήκες υγιεινής. Αντίθετα για τις παρεντερικά μεταδιδόμενες ηπατίτιδες B, C και D ομάδες υψηλού κινδύνου αποτελούν οι ομοφυλόφιλοι, οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, οι ερωτικοί σύντροφοι ατόμων με ηπατίτιδα, οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα υγείας, οι αιμοκαθαρόμενοι, οι τρόφιμοι και το προσωπικό ιδρυμάτων χρόνια πασχόντων ή πνευματικά καθυστερημένων ατόμων, οι φυλακισμένοι και το προσωπικό των φυλακών.
Ποιες επιπτώσεις στην υγεία του ατόμουέχει η μόλυνση με κάποιον ιό ηπατίτιδας
Η αρχική επαφή ενός ατόμου με κάποιον από τους ιούς ηπατίτιδας οδηγεί σε οξεία ηπατίτιδα. Ο τρόπος που εκδηλώνεται η αρχική οξεία νόσηση είναι ίδιος για όλους τους ιούς ηπατίτιδας αλλά διαφέρει από άτομο σε άτομο.
Έτσι, μερικά άτομα εμφανίζουν κλινικά έκδηλη νόσο που συνήθως συνίσταται σε αίσθημα κόπωσης και κακουχίας, ίκτερο, αλλαγή στο χρώμα των ούρων (σαν κονιάκ) και συχνά και των κοπράνων (αποχρωματισμός) ή πόνο στο δεξιό υποχόνδριο. Στις περιπτώσεις αυτές ο εργαστηριακός έλεγχος δείχνει χαρακτηριστικές ανωμαλίες με κυριότερη την αύξηση των τρανσαμινασών περισσότερο από 10 φορές πάνω από τα ανώτερα φυσιολογικά όρια. Πιο συχνά, ωστόσο, η οξεία ηπατίτιδα διαδράμει χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον πάσχοντα που ανακαλύπτει την λοίμωξη αργότερα με τυχαίο, συνήθως, τρόπο.
Όπως έχει αναφερθεί, η οξεία ηπατίτιδα εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από τον τύπο του ιού που την προκαλεί. Αντίθετα η εξέλιξή της διαφέρει σημαντικά μεταξύ των διαφόρων τύπων. Έτσι οι ιοί της ηπατίτιδας Α και Ε μετά την οξεία φάση αποβάλλονται («καθαρίζονται») από τον οργανισμό και μάλιστα αναπτύσσονται αντισώματα έναντι των ιών αυτών, τα οποία αφενός αποδεικνύουν την επαφή του ατόμου με τον αντίστοιχο ιό και αφετέρου το προστατεύουν από νέα λοίμωξη.
Η λοίμωξη από τον ιό Β μπορεί να εξελιχθεί κατά δύο διαφορετικούς τρόπους και οι κυριότερο παράγοντες που καθορίζουν ποιος από τους δύο θα συμβεί είναι η ηλικία της αρχικής προσβολής και η ανοσολογική κατάσταση του ασθενούς. Όταν η προσβολή συμβεί σε νεογνική βρεφική ή παιδική ηλικία ο οργανισμός αδυνατεί συνήθως να απαλλαγεί από τον ιό και η λοίμωξη μεταπίπτει σε μια φάση χρονιότητας κατά την οποία επισημαίνεται διαρκής παρουσία του ιού στο ήπαρ και συχνή παρουσία χρόνιας ηπατίτιδας.
Όταν η αρχική λοίμωξη με τον ιό Β συμβεί στην ενήλικη ζωή συνήθως επέρχεται κάθαρση του ιού και ανάπτυξη προστατευτικών αντισωμάτων. Αντίθετα η λοίμωξη από τον ιό C μεταπίπτει πάρα πολύ συχνά (>70%) σε χρονιότητα.
Κατά συνέπεια στα ενήλικα άτομα, η εξέλιξη σε χρόνια ηπατίτιδα αποτελεί εξαίρεση για τη λοίμωξη με τον ιό Β και τον κανόνα στη λοίμωξη με τον ιό C.
Η χρόνια ηπατίτιδα αποτελεί μια σοβαρότατη κατάσταση γιατί σε μεγάλο αριθμό πασχόντων οδηγεί σε προχωρημένα στάδια ηπατικής νόσου όπως είναι η κίρρωση του ήπατος αλλά και ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος. Γίνεται λοιπόν προφανής η ανάγκη για την έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας πριν επέλθουν οι σοβαρές αυτές επιπλοκές.
Πώς γίνεται η διάγνωση της ηπατίτιδας
Η διάγνωση της οξείας ηπατίτιδας είναι εύκολη όταν προκαλεί τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν. Είναι απαραίτητο σε αυτές τις περιπτώσεις να ταυτοποιείται ο υπεύθυνος ιός, γιατί όπως αναφέραμε, η εξέλιξη μπορεί να είναι διαφορετική.
Η χρόνια ηπατίτιδα συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Η ανακάλυψή της συμβαίνει τις περισσότερες φορές τυχαία. Ένα μέρος των πασχόντων ανακαλύπτει τη λοίμωξη από κάποιο κέντρο αιμοδοσίας. Ένα άλλο μέρος σε τυχαίο εργαστηριακό έλεγχο (check –up) εμφανίζει αύξηση τρανσαμινασών και σε διερεύνηση της αιτιολογίας της αποκαλύπτεται η ύπαρξη χρόνιας ιογενούς ηπατίτιδας. Σε κάθε περίπτωση το άτομο που έχει τη λοίμωξη πρέπει να επικοινωνεί με τον ειδικό γιατρό ο οποίος θα καθορίσει την περαιτέρω αντιμετώπιση.
Ποια είναι η αντιμετώπιση της ηπατίτιδας από ιούς
Όπως συμβαίνει με όλα τα νοσήματα που αναφέρονται σε μικροοργανισμούς η αντιμετώπισή τους περιλαμβάνει την πρόληψη της λοίμωξης και τη θεραπεία της ήδη εγκατεστημένης λοίμωξης.
Πρόληψη: Η προφύλαξη από τη λοίμωξη με τους ιούς της ηπατίτιδας περιλαμβάνει κατ’ αρχήν ορισμένα απλά μέτρα ατομικής και δημόσιας υγιεινής.
Τέτοια μέτρα είναι η βελτίωση των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης και η καλή ατομική υγιεινή, μέτρα που αποσκοπούν στον περιορισμό της εντερικής μετάδοσης των ιών Α και Ε.
Όσον αφορά τους παρεντερικά μεταδιδόμενους ιούς μέτρα προφύλαξης αποτελούν ο έλεγχος του αίματος και των παραγώγων του που χρησιμοποιούνται για μετάγγιση, η χρήση συρίγγων μιας χρήσης, η χρησιμοποίηση προφυλακτικού κατά τη σεξουαλική επαφή, η χρήση γαντιών και η γενική τήρηση κανόνων υγιεινής από το ιατρικό προσωπικό.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος προφύλαξης από τις ιογενείς ηπατίτιδες είναι η χρησιμοποίηση εμβολίων έναντι των αντίστοιχων ιών. Πράγματι σήμερα υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια έναντι των ιών Α και Β. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι να καθοριστούν οι ενδείξεις του κάθε εμβολιασμού. Όσον αφορά την ηπατίτιδα Β η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας συνιστά πλέον ότι πρέπει να γίνεται υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων των βρεφών, από το 1997. Αντίθετα για την ηπατίτιδα Α δεν έχουν ακόμα καθοριστεί οι ενδείξεις για τη χρήση του εμβολίου.
Θεραπεία: Διάφορα φάρμακα και συνδυασμοί τους έχουν χρησιμοποιηθεί, ενώ άλλα βρίσκονται υπό δοκιμή. Με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία διαφόρων μελετών η θεραπεία εκλογής για τη χρόνια ιογενή ηπατίτιδα είναι η α – ιντερφερόνη, μια ουσία που σε αρκετά σημαντικό ποσοστό ασθενών καταστέλλει τον πολλαπλασιασμό του ιού και περιορίζει τη φλεγμονή του ήπατος.
Ορολογία
Παρεντερική: χορήγηση φαρμάκων ή ουσιών από οποιαδήποτε άλλη οδό εκτός από την γαστρεντερική
Κάθετη Μετάδοση: εννοούμε την περιγεννητική περίοδο, δηλ. αμέσως πριν ή μετά την γέννηση.
Οριζόντια Μετάδοση: ενδο – οικογενής μετάδοση (ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, κλπ), όπως επίσης και ο συγχρωτισμός (δια μέσου αμυχών του δέρματος).
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΧΑΡΑΛ. ΓΕΡ. ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ
Γ.Ι. ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ