“…Αν είναι να γνωρίσουμε ποτέ κάτι ξεκάθαρα, πρέπει να απαλαγούμε από αυτό, και ότι μόνο με την ψυχή πρέπει να ατενίζουμε αυτά καθ’ αυτά τα πράγματα. Τότε μόνο, καθώς φαίνεται, θα γίνει δικό μας αυτό που επιθυμούμε.” [Σωκράτης]
Της Ροδάνθη Kουμή |Ήταν πρόκληση για μένα να ξαναδώ μετά από χρόνια, τον Καθηγητή που μου δίδασκε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο .Ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος με το προσόν της μεταδοτικότητας στις παραδόσεις του και με ανεπτυγμένη την αίσθηση χιούμορ. Λάτρης της αρχαίας Ελλάδος ,λάτρης του “ωραίου” γενικά
Οι ομιλίες του, συνήθως ξέφευγαν από τα στενά όρια της αίθουσας και επεκτεινόταν έξω στην φύση και στους αρχαιολογικούς χώρους.
Δεν θα κρύψω ότι, με είχε τόσο συγκινήσει σε μια του ομιλία, που- χωρίς να μπορώ να τιθασεύσω την παρόρμηση της στιγμής-έπεσα με φόρα πάνω του φιλώντας τον στα χείλη! Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου.! Και άλλο τόσο, ο έρωτας μου για εκείνον. Μα ήταν και η τελευταία φόρα που τον είδα, καθώς έτσι ξαφνικά, η έδρα του δόθηκε σε άλλον..
..Έμαθα πολύ αργότερα, ότι δίδασκε σε ένα πανεπιστήμιο στην Αγγλία .
..Συνέχισα τις σπουδές μου και όπως περίμεναν γονείς και φίλοι μετά την αποφοίτηση μου, θα έπαιρνα μια θέση σε κάποιο Λύκειο και θα βολευόμουν εκεί για την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν επέλεξα όμως τον κλασικό και εύκολο δρόμο, προτίμησα τον δύσκολο, αυτόν της Ακαδημαϊκής καριέρας. Έφυγα στο εξωτερικό, ακολούθησα ανώτατες σπουδές, ειδικεύτηκα στην Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και τώρα –Καθηγήτρια Πανεπιστημίου- διδάσκω τα νέα παιδιά που έχουν την όρεξη να μάθουν τα μυστικά της Αρχαίας Ελλάδος στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Κάνοντας την αυτοκριτική μου όμως ,ομολογώ ότι, σε εκείνον τον Καθηγητή μου, χρωστάω την πορεία που χάραξα στην ζωή εκείνος με μύησε στα μυστικά της Αρχαίας Ελλάδος, εκείνος οδήγησε την σκέψη μου στην ελευθερία.
…. Και τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, με τρεμάμενα βήματα και τη καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα, πηγαίνω στον γραφείο μου για να τον συναντήσω.
Η γραμματέας μου, με περίμενε στην πόρτα ..
«Μέσα είναι;» την ρώτησα σιγά ..
«Εδώ και πολύ ώρα .»
«Ετοίμασε καφέ .»
Η πόρτα ήταν μισάνοικτη. Ήταν εκεί λοιπόν . Τον κοίταξα.. με κοίταξε ..Για μια στιγμή πάγωσε ο χρόνος, και περιεργαζόταν ο ένας τον άλλον. Δεν είχε αλλάξει πολύ από τότε, μοναχά μερικές επιπρόσθετες ρυτίδες, και ένα ανεπαίσθητο γκριζάρισμα των μαλλιών . Τα μάτια του το ίδιο λαμπερά σε χρώμα βαθύ πράσινο, της φύσης το χρώμα. Διατηρούσε ακόμα το ψηλόλιγνο στητό κορμί που θα ζήλευαν πολλοί στην ηλικία του.
Έσπασα πρώτη την σιωπή, δίνοντας του το χέρι μου:
«Καλημέρα Κ Λεωνίδα ,τι ευχάριστη επίσκεψη αυτή;.. Πόσα χρόνια έχω να σας δω;»
«Αγαπημένη μου Μαρία , πόσο χαίρομαι που με δέχτηκες.»!
«Μα δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνω. Χαθήκατε απότομα έχασα και” γώ κάθε επαφή μαζί σας . Καθίστε ..να σας προσφέρω ένα καφέ;»
«Όχι ευχαριστώ Μαρία ,ήπια στο αεροπλάνο»
«Από ταξίδι έρχεστε;.»
«Aπό την Αγγλία ..μετά από είκοσι χρόνια ξαναβλέπω την Ελλάδα..»
«Θέλετε να μου πείτε ότι δεν ξανάρθατε από τότε;.»
«Ναι πρώτη φόρα..» ψέλλισε.. με παράπονο και κοιτώντας με στα μάτια με ένα βλέμμα τόσο βαθύ, που ένιωσα κύματα ρίγους να διαπερνάνε όλο μου το κορμί…
«Θα είχατε σίγουρα τους λόγους σας .»
Κάθισε απέναντι μου , μα δεν ήταν ήρεμος. Το ένιωθα :Κάτι πέρα από την ανθρώπινη σκέψη τον διαπερνούσε και τον έκανε νευρικό και μάλιστα πολύ. Τα μάτια του ,τα ένιωθα γεμάτα λόγια.
«Μαρία ήρθα στην Ελλάδα για εσένα και σαφώς άργησα .Θα έπρεπε να είχα έρθει νωρίτερα ,αλλά ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι σίγουρος για τα αισθήματα του .Μια ζωή γυρνάει μέσα του ,παλεύει να βρει ποιο είναι το σωστό και πιο το λάθος.. Έτσι και εγώ πάλευα από τότε που μου έδωσες εκείνο το φιλί. ..Τότε δεν καταλάβαινα το γιατί .. Τώρα ,το ξερώ.»
«Κύριε Λεωνίδα, δεν καταλαβαίνω..».
«Θα καταλάβεις, όλα θα τα μάθεις ,αρκεί να έχεις διάθεση και χρόνο να με ακούσεις.
«Μα και βέβαια έχω χρόνο, θέλετε να πάμε κάπου έξω να τα πούμε;»
«0ι κλειστοί χώροι με έπνιγαν πάντα Μαρία, έξω έχει υπέροχο καιρό και από ότι είδα καθώς ερχόμουν ,έχει ένα πάρκο εδώ κοντά.»
«θέλετε να πάμε εκεί;»
«Θα το προτιμούσα …. Ένας περίπατος θα έκανε καλό και στους δυο μας.»
Περπατήσαμε σιωπώντας αρκετή ώρα ,χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλον.. Κάτι μου έλεγε όμως ,ότι βαδίζω με το πεπρωμένο μου ..Ένιωθα ένα μαζί του ,χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το λόγο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και αφού άναψε ένα τσιγάρο ,πήρε το χέρι μου, το αλυσόδεσε με το δικό του και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια μου είπε:.
«Μαρία άκου προσεκτικά τι θα σου πω και σαν τελειώσω ,η απόφαση είναι δική σου. Χάθηκα ξαφνικά το ξερώ, έφυγα σε μια νύκτα σαν κλέφτης χωρίς να αποχαιρετίσω κανένα.. .χωρίς να αποχαιρετήσω εσένα. Μα το καιρό που με γνώρισες ως Καθηγητή σου, ήμουν πολύ νέος μόλις τριάντα χρόνων. Ήθελα να εξερευνήσω και να μάθω την ζωή ,δεν με χωρούσαν τα στενά όρια ενός Πανεπιστημίου. Ασφυκτιούσα έχανα την ανάσα μου, ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο. Ο έρωτας τότε για εμένα, ήταν “φραγμός” στα όνειρα μου. Αργότερα κατάλαβα ότι ο έρωτας είναι το παν στη ζωή ,όχι ο οποιοδήποτε, μα ο αγνός, εκείνος που κρατάει το διαμάντι στο χάος της ύπαρξης …
..Την ζωή μου την ξόδεψα σε ταξίδια, σε φιλοσοφίες , σε μελέτες, σε πράξεις.. Ταξίδεψα από το ένα σημείο της γης, στο άλλο.. Παρατήρησα τους ανθρώπους, τους άκουσα να μιλάνε ,έστησα το αυτί στους ψίθυρους της ζωή της ίδιας.. Έμαθα τα πάντα για τις θρησκείες ανά τον κόσμο. Για ένα μεγάλο διάστημα έμεινα στο Ιράν στην πόλη του Ισφαχάν, έμαθα την γλώσσα και δίδασκα σε ένα μικρό σχολείο.. Μα πάλι ξεστράτισε το μυαλό μου, δεν ησύχασε, ήθελε ακόμα περισσότερα να μάθει.. να δει!.. Οι φιλοσοφίες μου ,τότε μου φάνηκαν ένα “κάρο” θεωρίες, και εγώ έπρεπε να μπω στην πράξη. Να βοηθήσω ,να αγαπήσω την δυστυχία των άλλων και να την μετουσιώσω( όσο μπορούσα βέβαια) σε ένα απειροελάχιστο κομμάτι ευτυχίας.
..Πήγα στην Αφρική, έμεινα σε ένα καταυλισμό πέντε χρόνια με ελάχιστα εφόδια αλλά με αγάπη για αυτό που έκανα.. Εκεί ,τι είδους φιλοσοφία να κάνεις ,σαν βλέπεις τα παιδιά στην Αφρική να πεθαίνουν ,ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να φάνε; Εκεί μόνο η επιβίωση είχε σημασία . . Αν έκανα ένα άνθρωπο ευτυχισμένο, δεν ξέρω μα όμως το προσπάθησα.. το πάλεψα ..
..Έπειτα ,συνέχισα την πορεία μου σε άλλους τόπους μα δεν γνώρισα μόνο τον όμορφο κόσμο ,γνώρισα και την άλλη πλευρά του, την κακία ,την αδικία την πείνα.
Συνάντησα στο διάβα μου ανθρώπους της ατέλειας, της ψευτιάς ,της υποκρισίας.. Οι δυνατοί να τα βάζουν με τους αδύναμους, και οι αδύναμοι να πεθαίνουν ψυχικά γιατί δεν έχουν τα απαραίτητα όπλα να τους πολεμήσουν. Μετρημένες στα δάχτυλα ενός χεριού θα ήταν οι ανέγνοιες ,άσπιλες ,αγνές ψυχές που συναπάντησα..
..Γύρισα πίσω, Μαρία, στην Αγγλία, γεμάτος τύψεις και ενοχές που δεν ήμουν άξιος να αλλάξω το κόσμο, που δεν ήμουν άξιος να αλλάξω ίσως πρώτα τον εαυτό μου! Το μόνο που με ξεκούραζε σε όλα όσα είχα δει και αγγίξει με την ψυχή και την σκέψη – και θέλω να με πιστέψεις- ήταν εκείνο το αθώο σου φιλί ,το γεμάτο αγνότητα ,καθαρότητα ,μα και πάθος!.. Κατάλαβα ίσως αργά ,ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ένα χέρι, να κρατηθεί σε αυτή την ζωή.. Απο ένα χέρι καθαρό ,αγνό που να τον καθοδηγεί στην ηρεμία.
…Η μοναξιά είναι θεριό κοπέλα μου, και η ζωή θέλει δυο ανθρώπους δίπλα- δίπλα για να την αντέξεις. Όσα και αν δεις όσα και αν κάνεις μόνος, δεν παύει να ναι μισά… Δύο μαζί, τα κάνουν ολόκληρα.! ! Έκανα ότι μπορούσα να μου αποκαλυφθεί η μοίρα.. Έκανα ότι πέρναγε από το χέρι μου να ανακαλύψω το μυστικό της ζωής μου.. και για εμένα το μυστικό της ζωής μου, είσαι εσύ, Μαρία!
.. Στον εαυτό μου, δεν μπορούσα να το εξηγήσω αυτό, τότε.. Τώρα μπορώ… Τόση δύναμη έχει ένας άνθρωπος που μπορεί να διαπεράσει και τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του.. Αποφάσισα λοιπόν να έρθω να σε βρω ,αποφάσισα να ξεκινήσω από την αρχή …Ήξερα σαν σε είδα πρώτη φόρα να μπαίνεις στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου ότι είσαι η μοίρα μου.. Γιατί ήσουν αληθινή ,ατόφια αγνή.. Η ψυχή σου έλαμπε στα γαλάζια σου μάτια…
….Συγχώρησε με που άργησα.»
Σιώπησε…..
Και εμένα, τα δάκρυα μου ήταν ασταμάτητα.. πόσο ήθελα να τον Αγκαλιάσω και να του δώσω το αθώο εκείνο φιλί που του έδωσα πριν είκοσι χρόνια!…..