12.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Η ανακήρυξη της Τουρκοκυπριακής Διοίκησης (29 Δεκεμβρίου 1967) και η επίδρασή της στις προσπάθειες αναζήτησης λύσης στο Κυπριακό

Ημερομηνία:

Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης *

Μεταστροφή από το «ευκταίο» στο «εφικτό»

Μετά την απομάκρυνση της μεραρχίας από την Κύπρο στα τέλη του 1967 (βλέπε παλιότερο άρθρο για την Κρίση της Κοφίνου), έγινε φανερό ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να πραγματοποιήσει την ένωση. Μόνη εφικτή λύση πρόβαλλε πλέον η ανεξαρτησία της Κύπρου, αφού η Τουρκία την είχε αποδεχτεί (αν και με τη μορφή του 1960) και επίσημα δεν ήταν αντίθετη σε μια τέτοια λύση. Επιχειρώντας να δείξει ότι η κυπριακή ηγεσία θα εγκαινίαζε μια νέα πολιτική προσέγγισης προς τους Τουρκοκυπρίους, ώστε να διευκολύνει την επίτευξη μιας λύσης στο Κυπριακό, ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος δήλωσε και δημόσια στις 12 Ιανουαρίου 1968 ότι ήταν ανάγκη να γίνει στροφή από την πολιτική του «ευκταίου» (της ένωσης) προς την πολιτική του «εφικτού» (της ανεξαρτησίας). (1)

Μετά από τις δηλώσεις αυτές και σύμφωνα με την σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της 22ης Δεκεμβρίου 1967, που συνιστούσε την ανάληψη νέας πρωτοβουλίας για το Κυπριακό, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών U Thant πραγματοποίησε σειρά συναντήσεων με εκπροσώπους της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα έναρξης νέων συνομιλιών. Κατόπιν εισήγησης του ειδικού αντιπροσώπου του στην Κύπρο, Viviano Osorio Tafall, ο Γενικός Γραμματέας πρότεινε στα εμπλεκόμενα μέρη τη διεξαγωγή συνομιλιών μεταξύ αντιπροσώπων της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τόσο η ελληνική, όσο και η κυπριακή κυβέρνηση ανταποκρίθηκαν θετικά στην εισήγηση, υποδεικνύοντας ωστόσο ότι οι συνομιλίες θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν στα πλαίσια του ΟΗΕ και να τελούν υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού. (2)

Η ανακήρυξη της «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης»

Η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία ήταν αρχικά αρνητικές ως προς τη διεξαγωγή συνομιλιών στο πλαίσιο του διεθνούς οργανισμού, θεωρώντας ότι η διεθνοποίηση θα περιόριζε τα επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας στο νησί και θα προωθούσε λύση πιο κοντά στα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων. Σε μια απόπειρα να παγιώσουν και ενισχύσουν τη θέση τους έναντι των τελευταίων, εν όψει της επανέναρξης των συνομιλιών, προχώρησαν στην ανακήρυξη της «Τουρκοκυπριακής Προσωρινής Διοίκησης» (Geçici Türk Kıbrıslı Yönetimi), η οποία έγινε με κάθε επισημότητα στις 29 Δεκεμβρίου 1967 στον τουρκικό θύλακα της Λευκωσίας, παρουσία του Αντιπροέδρου Fazıl Küçük και αρκετών Τουρκοκύπριων πολιτικών, καθώς και εκπροσώπων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, όπως ο γενικός γραμματέας Ζeki Küneralp και ο νομικός σύμβουλος και καθηγητής Suat Bilge, οι οποίοι συνεργάστηκαν με την ηγεσία για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη της Προσωρινής Διοίκησης. (3)

Στα 19 άρθρα του Χάρτη που ονομάζονταν «Βασικοί Κανόνες» αναφερόταν ότι αυτά αποτελούσαν μερική αναθεώρηση και όχι αντικατάσταση ή κατάργηση του Συντάγματος του 1960, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα ετίθετο εκτός του νομικού πλαισίου που θεωρητικά υπερασπιζόταν και θα έχανε την ιδιότητα του συνιδρυτικού μέλους της Κυπριακής Δημοκρατίας -άρα επαγωγικά και τα επαυξημένα δικαιώματα που το πρώτο σύνταγμα αυτής τους εξασφάλιζε. Ο χάρτης οριζόταν ότι θα ίσχυε στις «τουρκικές περιοχές», δηλαδή τους θύλακες, «μέχρι της εφαρμογής όλων των διατάξεων του Συντάγματος του 1960». Κατά την αρχική δήλωση, η ίδρυση της Τουρκοκυπριακής Διοίκησης εμφανιζόταν ως προσωρινή, αλλά από τα τέλη του 1970 η λέξη «προσωρινή» απαλείφθηκε από τα επίσημα έγγραφα και γινόταν πλέον μνεία απλώς της «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης».

Η ανακήρυξη της «Διοίκησης» ήταν αναμφισβήτητα μια προκλητική πολιτική πράξη, στην οποία ούτε η Κύπρος, ούτε η Ελλάδα -που είχε πρόσφατα κλονιστεί από το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» στις 13 Δεκεμβρίου 1967- μπόρεσαν να αντιδράσουν, παρότι είναι βέβαιο ότι με την παρουσία της μεραρχίας στο νησί η τουρκική πλευρά δεν θα προέβαινε σε τέτοια κίνηση, φοβούμενη την επανάληψη των συγκρούσεων στο νησί, ή ακόμη και ευρύτερη κλιμάκωση. (4) Με δεδομένη ωστόσο την αποχώρηση της μεραρχίας, η ελληνοκυπριακή αντίδραση περιορίστηκε αναγκαστικά σε πολιτικό επίπεδο: Η κυπριακή κυβέρνηση κατήγγειλε την ανακήρυξη ως «στασιαστική και παράνομη, αντίθετη στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης, και υπονομεύουσα το ειρηνευτικό έργο των Ηνωμένων Εθνών», δεν ανέλαβε όμως καμία άλλη ενέργεια για να την πλήξει ή ακυρώσει. (5)

Οι δύο πλευρές κάνουν βήματα για την έναρξη Διακοινοτικών Συνομιλιών

Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε στον απόηχο της ανακήρυξης, η τουρκική πλευρά έσπευσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα για την επανέναρξη συνομιλιών. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα έδειξε διάθεση να δεχτεί τον «εύλογο» περιορισμό των προνομίων που κέρδισε με τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, στροφή που δικαιολόγησε ως αντιστάθμισμα στην εγκατάλειψη της ένωσης από τους Ελληνοκύπριους. Υπό το θετικό αυτό κλίμα δρομολογήθηκαν η επανέναρξη των Ενδοκυπριακών ή Διακοινοτικών Συνομιλιών (Intercommunal Talks), όπως ονομάστηκαν, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οι συνομιλίες θα ήταν αρχικά ανεπίσημες και κατά βάση διερευνητικής φύσης, αλλά αν υπήρχε θετικό κλίμα και αποτέλεσμα θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν και οργανωθούν καλύτερα, ώστε να στηρίξουν τη μετάβαση στο καθεστώς που θα συμφωνούσαν οι δύο πλευρές. Επρόκειτο για μια βαθμιαία αλλά σημαντική προσέγγιση, που δημιούργησε αισιοδοξία για την επίτευξη μιας ειρηνικής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού.

Προκειμένου να διευκολύνει το διάλογο, η κυπριακή κυβέρνηση υπέβαλε στις 12 Μαρτίου 1968 νέες προτάσεις στο Γενικό Γραμματέα, σύμφωνα με τις οποίες οι Τουρκοκύπριοι αναγνωρίζονταν ως συνιδρυτική κοινότητα, αντί μειονότητας που θεωρούνταν από το 1964, με δικαιώματα και ελευθερίες πέραν αυτών που περιλαμβάνονταν στη Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 (ΕΣΔΑ) και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του Τορίνο της 18ης Οκτωβρίου 1961. (6) Παράλληλα, η κυπριακή ηγεσία δήλωσε ότι τα προνόμιά τους θα κατοχυρώνονταν στο Σύνταγμα και μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν να τα μεταβάλουν, ενώ θα μετείχαν στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία κατ’ αναλογία πληθυσμού. (7) Τέλος, έγινε επίσης λόγος για ίδρυση Υπουργείου Τουρκικών Υποθέσεων, αλλά και για παροχή ευρείας τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η καλύτερη οργάνωση και ενίσχυση της Διοίκησης σε βάθος χρόνου

Οι θέσεις αυτές ήταν συμβατές με τα πάγια αιτήματα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η οποία ωστόσο άρχισε να εντείνει τις προσπάθειές της για να οργανώσει την Διοίκηση ως ανεξάρτητο κράτος. Με την ανακήρυξη της τελευταίας, οριζόταν ότι τη νομοθετική εξουσία στις ελεγχόμενες από τους Τούρκους περιοχές θα ασκούσε η «Συνέλευση» της Διοίκησης, την οποία αποτελούσαν οι 15 Τουρκοκύπριοι βουλευτές και τα μέλη της πρώην Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης (που είχε συγκροτηθεί με βάση τη σχετική πρόνοια της Ζυρίχης και λειτουργούσε εντός των κρατικών δομών μέχρι τον Ιανουάριο του 1964). Την εκτελεστική εξουσία ασκούσε το «Εκτελεστικό Συμβούλιο», αποτελούμενο από τους τρεις Τουρκοκύπριους υπουργούς της Δημοκρατίας και έξι άλλα μέλη υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου, με τομείς αρμοδιότητας την Άμυνα, τα Οικονομικά, τη Δικαιοσύνη, τα Εσωτερικά, τη Γεωργία και τους Φυσικούς Πόρους, την Υγεία, την Παιδεία, την Εργασία και τις Κοινωνικές Υπηρεσίες, τα Έργα και την Επικοινωνία, το Εμπόριο, τη Βιομηχανία και τον Τουρισμό(!), ενώ παράλληλα οργανώθηκε καλύτερα η τοπική αυτοδιοίκηση, με περιφερειακές υπηρεσίες (έπαρχοι) και κατανομή αρμοδιοτήτων στα κατώτερα κλιμάκια (δήμαρχοι και κοινοτάρχες).

Υπό τον πρόεδρο του Εκτελεστικού οργανώθηκαν επίσης Γραφείο Δημοσίων Πληροφοριών (το οποίο θα ήταν υπεύθυνο για την προπαγάνδα της Διοίκησης), Τουρκικό Πρακτορείο Ειδήσεων (που τροφοδοτούσε τον Τύπο της Τουρκίας), Γραφείο Εξωτερικών Σχέσεων (εμβρυώδης διπλωματική υπηρεσία) καθώς και Γραφείο Μορφωτικών Υποθέσεων και Συνεργατισμού. Η επίσημη προπαγάνδα της Διοίκησης ασκείτο με την έκδοση πληθώρας μέσων, ιδιαίτερα όμως μέσω του ραδιοσταθμού Bayrak και του ημερήσιου «Ειδικού Δελτίου Τύπου» (Special News Bulletin) που εκδιδόταν στην αγγλική, καθώς και των εφημερίδων Halkın Sesi, Bozkurt (ημερήσιες) και Zaman (εβδομαδιαία). Η τήρηση της τάξης ανατέθηκε σε διακριτή τουρκοκυπριακή Αστυνομία, ενώ συστήθηκε Αστυνομική Σχολή, Τροχαία και Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων για τους αντίστοιχους τομείς ελέγχου. Εικόνα αξιόλογης οργάνωσης παρουσίαζε επίσης η Δικαστική Εξουσία, η οποία περιλάμβανε Ανώτατο Δικαστήριο, Κακουργιοδικείο, Επαρχιακά Δικαστήρια και το Οικογενειακό Δικαστήριο του Ισλαμικού Δικαίου. Καλό ήταν όμως και το επίπεδο εκπαίδευσης των Τουρκοκυπρίων, καθώς δημιουργήθηκε πλήρες σύστημα 9ετούς μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης και λειτούργησε παιδαγωγική ακαδημία. Οι απόφοιτοι των μέσων σχολών στην Κύπρο μπορούσαν ακολούθως να φοιτήσουν στα τουρκικά πανεπιστήμια με υποτροφίες που χορηγούσε αφειδώς το τουρκικό κράτος, με αποτέλεσμα οι πτυχιούχοι στις περιοχές της Διοίκησης να αυξηθούν σημαντικά μέσα σε λίγα χρόνια και να δημιουργηθεί πρόβλημα άνεργων επιστημόνων!

Οι οικονομικές δομές και οργάνωση των Τουρκοκυπρίων

Παρά την σημαντική βελτίωση των οργανωτικών δομών, η οικονομική απόδοση των θυλάκων υστερούσε ακόμη κατά πολύ σε σχέση με τις περιοχές υπό τον έλεγχο των αρχών της Δημοκρατίας. Σημαντικός λόγος για αυτό ήταν οι περιορισμοί που είχε επιβάλει στο παρελθόν η κυβέρνηση στις συναλλαγές με τους «αυτοαποκλεισθέντες», απαγορεύοντας την εισαγωγή στους θύλακες οικοδομικού σιδήρου και τσιμέντου, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, καθώς και άλλων «στρατηγικής σημασίας» υλικών, όπως μηχανολογικά εξαρτήματα, χημικά προϊόντα πετρελαιοειδή κ.ά. Με την έναρξη των συνομιλιών, ωστόσο, η κυπριακή κυβέρνηση χαλάρωσε τα περισσότερα από αυτά τα μέτρα, και το Μάρτιο του 1968 τα κατάργησε εντελώς.

Στο πλαίσιο αυτό, επιτροπή Τούρκων εμπειρογνωμόνων επισκέφθηκε τις τουρκοκυπριακές περιοχές τον Αύγουστο του 1968 για να μελετήσει την οικονομική τους κατάσταση και να προτείνει μεταρρυθμίσεις. Η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία είχαν ανησυχήσει σοβαρά από τους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης των Ελληνοκυπρίων, επειδή αντιλαμβάνονταν ότι «η διαφορά μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η οποία δεν ήταν οφθαλμοφανής το 1963, είχε γίνει τεράστια το 1968». (8) Το ύψος του ετήσιου προϋπολογισμού ανάπτυξης των Τουρκοκυπρίων ήταν σχετικά μικρό και έφτανε περίπου το 1,5 εκατομμύριο λίρες Κύπρου, το οποίο διατίθετο κυρίως σε δάνεια γεωργικής ανάπτυξης, εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, μικροεπαγγελματιών και αποκατάστασης προσφύγων, στην εκτέλεση προγραμμάτων οδοποιίας, την ανέγερση σχολείων και την αγορά γεωργικών μηχανημάτων, καθώς και σε έργα ύδρευσης και άρδευσης χωριών.

Άλλες πηγές χρηματοδότησης της Διοίκησης ήταν η φορολογία που επέβαλε στους κατοίκους των θυλάκων, παρότι αυτή είχε χαμηλή απόδοση, ο εσωτερικός δανεισμός (έκδοση ομολόγων), δάνεια από τουρκικές τράπεζες κ.ά. Με δεδομένη τη δεινή αυτή κατάσταση, το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών της Τουρκοκυπριακής Διοίκησης εξακολουθούσε να καλύπτει η τουρκική οικονομική βοήθεια, γεγονός που ενίσχυε την κυρίαρχη άποψη μεταξύ των Ελληνοκυπρίων ότι η προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων για χωριστή ανάπτυξη ήταν ματαιοπονία. Παρά ταύτα, το οικονομικό επίπεδο των Τουρκοκυπρίων εξακολουθούσε να είναι ανώτερο από το αντίστοιχο της Τουρκίας, καθώς διάφορα είδη συναλλαγών εξακολουθούσαν να ανθούν μεταξύ των δύο κοινοτήτων, ενώ περισσότεροι από 10.000 Τουρκοκύπριοι παρείχαν την εργασία τους σε Έλληνες εργοδότες με τη συγκατάθεση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.

Οι συνέπειες της διακριτής οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων για τη μετέπεια εξέλιξη του Κυπριακού

Έχοντας καταφέρει να αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση στο νησί, με βάση το Ψήφισμα 186 της 4ης Μαρτίου 1964, η ελληνοκυπριακή ηγεσία φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που ενείχε η συνέχιση της συνταγματικής εκκρεμότητας και η εντεινόμενη, διακριτή οργάνωση των Τουρκοκυπρίων στους θύλακες. Χαρακτηριστική ως προς το σημείο αυτό είναι η ευφορία των Ελληνοκυπρίων για την άφιξη της ειρηνευτικής δύναμης (UNFICYP, United Nations Force in Cyprus), σκοπός της οποίας δεν ήταν η πολιτική διευθέτηση του Κυπριακού (peace-making), αλλά η παγίωση της υφιστάμενης στρατιωτικής κατάστασης (peace-keeping). Από τη στιγμή που η τελευταία εξασφαλίστηκε μέσα σε μερικούς μήνες, επέτρεψε στις αντιμαχόμενες κοινότητες να αναπτυχθούν σε βάθος χρόνου χωριστά η μία από την άλλη, ετοιμάζοντας το έδαφος για τη μετάβαση στη «λειτουργική ομοσπονδία» που ζητούσαν πλέον οι Τουρκοκύπριοι, και ακολούθως στην εδαφική ή διζωνική ομοσπονδία, με το περιεχόμενο που της προσέδωσε η Άγκυρα μετά το 1973.

Παρότι ο Μακάριος φαίνεται να αντιλήφθηκε σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα αυτό και επιχείρησε κατά διάστηματα να το διευθετήσει, δεν έδειξε την απαραίτητη επιμονή και αποφασιστικότητα, θεωρώντας ότι ο χρόνος ήταν με το μέρος του και ότι η άλλη πλευρά θα αναγκαζόταν αργά η γρήγορα να τον «συναντήσει» κάπου πιο κοντά στις δικές του θέσεις. Αυτό ωστόσο δε συνέβη, επειδή -αντιθέτως- οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες ώθησαν την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε πιο ριζοσπαστικές θέσεις και μεγαλύτερη εξάρτηση από την Τουρκία. Υπό την έννοια αυτή, η παράταση της εκκρεμότητας ευνόησε τη διαμόρφωση μιας διακριτής de facto πραγματικότητας, η οποία μπορεί να ήταν έκνομη, αλλά δεν έπαυε να υφίσταται, και με τον τρόπο της συνέχιζε να επηρεάζει την εξέλιξη του συνταγματικού προβλήματος της Κύπρου.

Στο πλαίσιο αυτό, η ίδρυση της «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» περιέπλεξε το συνταγματικό πρόβλημα της Κύπρου και κατέστησε δυσκολότερη τη λύση του. Μέχρι τότε, ήταν θεωρητικά ευκολότερη η επάνοδος των Τουρκοκυπρίων στους κόλπους της Κυπριακής Δημοκρατίας, επειδή οι θύλακες δεν είχαν αποκτήσει νομική υπόσταση, και διοικούνταν απευθείας από στρατιωτικούς διοικητές που διόριζε η Άγκυρα. Η σταθεροποίηση και ομαλοποίηση της κατάστασης ωστόσο επέτρεψε τη μετάβαση στην πολιτική διοίκηση, η οποία δεν έγινε από θεσμούς υπαγόμενους και ελεγχόμενους από το κοινό κράτος, αλλά από διακριτούς, αμιγώς κοινοτικούς θεσμούς που ακολούθως δεν είχαν συμφέρον να αυτοαναιρεθούν και καταλυθούν. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι απέκτησαν και «επίσημα» δικό τους κρατικό φορέα, είχαν κάθε λόγο να ασχοληθούν με συνέπεια και ζήλο για τη βελτίωσή του, με αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο απρόθυμοι -με την πάροδο του χρόνου- να τον καταλύσουν, επιζητώντας πλέον λύση που θα διαφύλασσε τα κεκτημένα τους.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου ζήτησαν στο πλαίσιο των Διακοινοτικών Συνομιλιών να αναγνωριστούν και ενταχθούν στο νέο θεσμικό πλαίσιο οι ήδη υφιστάμενοι διακριτοί τους φορείς, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ζήτησαν ακόμη και την ομαδοποίηση χωριών ή θεσμοθέτηση των θυλάκων ως περιοχών που θα απολάμβαναν ευρεία τοπική και κοινοτική αυτονομία. Τα αιτήματα αυτά δημιούργησαν ως αναμενόμενο δυσπιστία μεταξύ των συνομιλητών Γ. Κληρίδη και Ρ. Ντενκτάς αναφορικά με τη χρήση του όρου «ενιαίο κράτος» (unitary state) που ήταν θεωρητικά υπό συζητήση, με αποτέλεσμα οι συνομιλίες να διακοπούν επανειλημμένα και να μην φτάσουν σε πλήρη και αμοιβαία συμφωνημένη λύση μέχρι τις 15 Ιουλίου 1974, όταν ξεπεράστηκαν από το πραξικόπημα των ελλαδικών αξιωματικών κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, το οποίο άνοιξε την πόρτα στην εισβολή του «Αττίλα» πέντε μέρες αργότερα.

Σημειώσεις

(1) Η στροφή αυτή είχε επίσης την έγκριση και ενθάρρυνση της ελληνικής στρατιώτικης κυβέρνησης, αν και με εντελώς άλλα κίνητρα. Βαρύνοντα ρόλο στην υιοθέτηση της στάσης αυτής φαίνεται να είχε η επιθυμία να ικανοποιηθεί η Άγκυρα, στο όνομα της διασφάλισης των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, όσο και της συνέχισης της ελληνικής κηδεμονίας επί της Κύπρου με βάση τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης συναντήθηκε στις 2.2.1968 με τον Τούρκο ομόλογό του İhsan Sabrı Çağlayagil στο Vauvais της Ελβετίας, όπου συζήτησαν πως θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις δύο κοινότητες να ξεκινήσουν απευθείας διάλογο με σκοπό την επίτευξη λύσης στο Κυπριακό. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, σελ. 206.

(2) Πεποίθηση των Ελληνοκυπρίων ήταν ότι με αυτό τον τρόπο το Κυπριακό θα παρέμενε διεθνοποιημένο και δε υπήρχε κίνδυνος να προκύψει λύση που θα αγνοούσε τις αρχές του Χάρτη και των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για την Κύπρο. Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, σελ. 183-184.

(3) Κατά την αρχική ανακήρυξή της, η ίδρυση της Τουρκοκυπριακής Διοίκησης εμφανίστηκε ως προσωρινή, από τα τέλη του 1970 και εφεξής όμως η λέξη «προσωρινή» απαλείφθηκε από τα επίσημα έγγραφα και γινόταν μνεία απλά της «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης». Μ. Δεκλερής, Κυπριακό: Η τελευταία ευκαιρία, σελ. 76.

(4) Αλλά ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες οποιαδήποτε ανάληψη δράσης κατά των Τουρκοκυπρίων θα μπορούσε να είναι επισφαλής, λαμβάνοντας ότι ο τουρκικός παράγοντας αναζητούσε προσχήματα και ήταν εξίσου πιθανό να επέμβει.

(5) Λ. Παπαδόπουλος, Το Κυπριακό Ζήτημα 1959-1974, 1999, σελ. 277.

(6) Για περισσότερα σχετικά με τα κείμενα αυτά (και ιδίως την ΕΣΔΑ), βλέπε Γ. Κτιστάκις, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2009.

(7) Επρόκειτο για αποδοχή της προοπτικής μερικής αποκατάστασης των σχετικών προνοιών του Συντάγματος του 1960, αν και δεδηλωμένα σε πνεύμα εγγύτερο προς την πραγματική δημογραφική αναλογία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, σελ. 207.

(8) Κρίθηκε λοιπόν εφεξής επιτακτική η κινητοποίηση όλων των μέσων για να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη των Τουρκοκυπρίων, υποστηρίχθηκε δε ότι «η επιτυχής έκβαση του πολιτικού αγώνα των Τουρκοκυπρίων ήταν αλληλένδετη με την προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης». Μ. Δεκλερής, Κυπριακό: Η τελευταία ευκαιρία, σελ. 82.

*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Γιώργος Λιμαντζάκης
Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Από το 2013 εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με ερευνητικό αντικείμενο τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας των Τουρκοκρητών και των Τουρκοκυπρίων από την ύστερη οθωμανική περίοδο μέχρι την αυτοκυβέρνηση. Κατάγεται από τα Χανιά, αλλά μένει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως διδάσκων, μεταφραστής και διερμηνέας της τουρκικής γλώσσας. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται ιστορικά και πολιτικά θέματα της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Λογοτεχνία και Μαθηματικά – ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Του Γιάννη Γ. Καλογεράκη Μαθηματικού Στατιστικολόγου  Επιτ. Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών (Την...