Καθώς συμπληρώνεται ο δεύτερος χρόνος της προεδρίας του Donald Trump κι ο έκτος του Xi Jinping ο κόσμος παρακολουθεί μία από αυτές τις συγκρούσεις ΗΠΑ – Κίνας που μπορούν να αλλάξουν το περίγραμμα της παγκόσμιας εξουσίας. Είναι αλήθεια πως οι εκατέρωθεν επιδιώξεις και η μάχη από το οικονομικό μέχρι το γεωστρατηγικό πεδίο για την κυριαρχία και τις σφαίρες επιρροής θα μπορούσε να φέρει τα πάνω-κάτω μέσα στον 21ο αιώνα.
Βίοι αντίθετοι
Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένες χώρες, όπως κι οι ηγέτες τους, φαίνεται να ακολουθούν αμοιβαία αντίστροφη πορεία. Γιατί σήμερα η Κίνα είναι μια ανερχόμενη υπερδύναμη, ακολουθώντας ένα κύμα ταχείας οικονομικής επέκτασης με μια ανοδική βιομηχανική και τεχνολογική υποδομή, ένα αυξανόμενο μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου και μια αυξανόμενη αυτοπεποίθηση. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον ένας ηγεμόνας υπό αμφισβήτηση. Το “κομμάτι” της Αμερικής στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται, ενώ η κοινωνία της είναι βαθιά διχασμένη.
Σε ό,τι αφορά τους ηγέτες τους, μετά από μια ζωή ως πρόσωπο του πολιτικού παρασκηνίου, ο Xi Jinping έγινε πρόεδρος της Κίνας το 2013, προωθώντας ένα φιλόδοξο σχέδιο για την ενίσχυση της Κίνας μέσω τεράστιων επενδύσεων σε Ασία, Αφρική και Ευρώπη. Από την άλλη, μετά από μια σύντομη πολιτική θητεία ως θιασώτης της πολιτικής συνωμοσίας, ο Donald Trump ανέλαβε το αξίωμα του 2017 ως ένας οργισμένος Αμερικανός εθνικιστής Πρόεδρος που αποφάσισε να διαταράξει ή ακόμα και να διαλύσει την καθιερωμένη λογική της απόλυτης διεθνούς κυριαρχίας για να κάνει “ξανά την Αμερική πρώτη”.
Η Κίνα ως αναδυόμενη δύναμη εδώ και μια δεκαετία
Παρά το γεγονός ότι άρχισαν τον εικοστό πρώτο αιώνα με φιλικούς όρους, η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν, τα τελευταία χρόνια, επιδοθεί σε έντονο στρατιωτικό ανταγωνισμό κι ανοιχτές οικονομικές συγκρούσεις. Όταν η Κίνα εισήχθη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, η Ουάσιγκτον ήταν πεπεισμένη ότι το Πεκίνο θα έπαιζε με τους καθιερωμένους κανόνες και θα γινόταν συμμορφούμενο μέλος μιας διεθνούς κοινότητας υπό την ηγεσία των Αμερικανών. Δεν υπήρξε σχεδόν καμία συνειδητοποίηση του τι θα μπορούσε να συμβεί όταν ένα πέμπτο της ανθρωπότητας προσχωρούσε στο παγκόσμιο σύστημα ως οικονομικό ισότιμο για πρώτη φορά μετά από πέντε αιώνες.
Μέχρι τη στιγμή που ο Xi Jinping έγινε ο έβδομος πρόεδρος της Κίνας, μια δεκαετία ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης κατά μέσο όρο 11% ετησίως και των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε ένα άνευ προηγουμένου 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δημιούργησε το οικονομικό δυναμικό για μια ραγδαία, ριζική μεταστροφή της παγκόσμιας ισορροπίας εξουσίας. Μετά από μερικούς μήνες στην προεδρία, ο Xi άρχισε να αξιοποιεί τα τεράστια αποθέματα για να ξεκινήσει μια τολμηρή γεωπολιτική μάχη, μια πραγματική πρόκληση για την κυριαρχία των ΗΠΑ στην Ευρασία και στον κόσμο πέραν αυτής. Ανησυχώντας για το καθεστώς της μοναδικής υπερδύναμης μετά τη «νίκη» του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον δυσκολεύτηκε αρχικά να καταλάβει αυτές τις νεοεμφανιζόμενες παγκόσμιες πραγματικότητες κι αντέδρασε καθυστερημένα.
Η εξωτερική πολιτική Τραμπ επισπεύδει την πτώση της αμερικάνικης κυριαρχίας
Το χρονοδιάγραμμα της κινέζικής οικονομικής ανόδου δε θα μπορούσε να είναι τυχαίο. Μετά από σχεδόν 70 χρόνια ως ο ηγεμόνας του πλανήτη, η κυριαρχία της Ουάσινγκτον στην παγκόσμια οικονομία είχε αρχίσει να μαραίνεται και το άλλοτε ανώτερο εργατικό δυναμικό της έχασε σταδιακά το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα. Η άνοδος του Donald Trump το 2016 στην προεδρία των ΗΠΑ απλά επιτάχυνε την παρακμή, καθώς ο ίδιος με τη διχαστική και αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική του, κατάφερε να διαλύσει πολλές από τις πλέον σταθερές συμμαχίες της χώρας του στην Ασία και την Ευρώπη.
Είναι αυτή ακριβώς η εξωτερική πολιτική που σε μεγάλο βαθμό οδηγεί τις ΗΠΑ σε μια ιδιόμορφη διεθνή απομόνωση. Αντί των πολυμερών εμπορικών συμφώνων όπως η NAFTA, η εταιρική σχέση Trans-Pacific (TPP) ή ακόμα και ο ΠΟΕ, ο Trump τάσσεται υπέρ των διμερών συμφωνιών για να ενισχύσει το (υποτιθέμενο) πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντί των συνηθισμένων δημοκρατικών συμμάχων, όπως ο Καναδάς και η Γερμανία, προσπαθεί να πλέξει έναν ιστό προσωπικών δεσμών με εθνικιστές και αυτοκρατορικούς ηγέτες, όπως είναι ο Vladimir Putin στη Ρωσία, ο Viktor Orban στην Ουγγαρία, η Narendra Modi στην Ινδία, ο Adel Fatah el-Sisi στην Αίγυπτο και ο πρίγκιπας Mohammad bin Salman της Σαουδικής Αραβίας.
Αντί για παλιές συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, ο Trump ευνοεί χαλαρούς συνασπισμούς ομοειδών χωρών. Δείχνει να θεωρεί ότι μια Αμερική σε αναβρασμό θα παρασύρει τον κόσμο μαζί της, ενώ θα συντρίψει τους τρομοκράτες και θα ασχολείται με τους μοναδικά προσωπικούς του τρόπους με κράτη, όπως το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
Το καθένα από τα υπερπόντια ταξίδια του Trump αποτελεί αποστολή καταστροφής ως προς την αμερικανική παγκόσμια εξουσία. Στην ουσία ανατρέπει τις συμμαχίες που αποτέλεσαν τη βάση για την παγκόσμια εξουσία της Ουάσιγκτον από τη δεκαετία του 1950. Οι διαρκείς διενέξεις του στις συνόδους του ΝΑΤΟ, η σύγκρουση με την Ευρώπη, ο εμπορικός πόλεμος με την επιβολή δασμών, ακόμη και η επιθετική ρητορική απέναντι στη Theresa May επειδή δεν προχωράει σε ένα σκληρό Brexit προκάλεσαν δυσφορία μέχρι και στους κόλπους του Ρεπουμπιλκανικού κόμματος.
Η στρατηγική του Πεκίνου
Απέναντι στην εκδοχή του στενού οικονομικού εθνικισμού από την ηγέτιδα δύναμη του πλανήτη, ο Xi Jinping είχε μια τέλεια ευκαιρία να παίξει τον ρόλο της νέας παγκόσμιας δύναμης και την άρπαξε. Κάλεσε το Οικονομικό Συμβούλιο Ασίας-Ειρηνικού (APEC) να στηρίξει μια πιο ανοικτή και ισορροπημένη οικονομική τάξη, για «τα μελλοντικά οικονομικά σχέδια της Κίνας ως μια ιστορική προσφορά για διασυνδεδεμένη ανάπτυξη και την επίτευξη κοινής ευημερίας στις ασιατικές, ευρωπαϊκές και αφρικανικές ηπείρους».
Κάπως έτσι, ο Xi Jinping ακουγόταν σαν μια κινεζική εκδοχή ενός αμερικανικού προέδρου του εικοστού αιώνα, το ακριβώς αντίθετο από τον Donald Trump. Κι όλα αυτά τη στιγμή που χώρες όπως η Ιαπωνία κι ο Καναδάς έβαζαν ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της αμερικάνικης κυριαρχίας ανακοινώνοντας μαζί με τους άλλους 9 εταίρους του Συμφώνου για το Εμπόριο του Ειρηνικού (ΤΡΡ) σημαντική πρόοδο στην οριστικοποίηση της συμφωνίας – χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενώ η επιρροή της Ουάσιγκτον στην Ασία υποχωρεί, το Πεκίνο μεγαλώνει όλο και πιο δυναμικά και επεκτείνεται και πέρα από την Ασία με το σχέδιο «μια ζώνη, ενός δρόμου», ενας σύγχρονος «δρόμος του μεταξιού» που στόχο έχει την οικονομική ενσωμάτωση της τεράστιας ευρασιατικής γης γύρω από την ηγεσία του Πεκίνου. Μέσα σε ένα χρόνο, το Πεκίνο είχε ιδρύσει μια Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών με 56 έθνη μέλη και εντυπωσιακό κεφάλαιο 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η οικονομική επεκτατικότητα της Κίνας δεν περιορίζεται στα όρια της Ασίας, καθώς χρηματοδοτεί ήδη την κατασκευή του πιο πολυσύχναστου λιμένα της Μεσογείου στον Πειραιά, ενός μεγάλου πυρηνικού σταθμού στην Αγγλία, ενός σιδηρόδρομου αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Άμστερνταμ.
Το Πεκίνο αναμένεται να αναλάβει μέχρι το 2027 πρωτοβουλίες για μια οικονομική επένδυση 10 φορές μεγαλύτερη από το σχέδιο Μάρσαλ κι η οποία θα εκτείνεται σε 70 χώρες από τη Βαλτική μέχρι τον Ειρηνικό. Αν και η Ευρασία είναι η πρωταρχική της εστίαση, η Κίνα επιδιώκει επίσης την οικονομική επέκταση στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική για να δημιουργήσει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Στρατηγική των τεσσάρων ηπείρων».
Για να συνδέσει την Αφρική με το προβλεπόμενο ευρασιατικό της δίκτυο, το Πεκίνο είχε ήδη διπλασιάσει τις εμπορικές σχέσεις μέχρι το 2015 σε 222 δισεκατομμύρια δολάρια, τρεις φορές υψηλότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, χάρη σε μια μαζική έγχυση κεφαλαίου που ενδέχεται να φτάσει έως και το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια μέχρι το 2025. Ομοίως, το Πεκίνο έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στη Λατινική Αμερική, αποκτώντας τον έλεγχο πάνω από το 90% των αποθεμάτων πετρελαίου του Εκουαδόρ. Ως αποτέλεσμα, το εμπόριο του με την ήπειρο αυτή διπλασιάστηκε σε μια δεκαετία, φτάνοντας τα 244 δισ. δολ. το 2017, καλύπτοντας τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ σε μια περιοχή που κάποτε ήταν γνωστή ως δική τους «αυλή».
Μια σύγκρουση με παράπλευρες απώλειες
Σε κάθε περίπτωση, η κλιμακούμενη σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν είναι δυνατό να αποβεί αναίμακτη για την παγκόσμια οικονομία. Ήδη οι Financial Times προειδοποίησαν ότι το «tit-for-tat», κοινώς η διαδικασία διαρκών αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο πλευρών με την επιβολή δασμών εκατέρωθεν, μπορεί να κλιμακωθεί σε έναν «πλήρη εμπορικό πόλεμο με τραγικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία». Την ίδια στιγμή,παρατηρητές ανησυχούν ότι ένας μακρόχρονος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει αυτό που οι New York Times ονόμασαν «βουνό χρέους» που στηρίζει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Στην Ουάσινγκτον, ο συνήθως σιωπηλός πρόεδρος της Federal Reserve εξέδωσε μια ασυνήθιστη προειδοποίηση ότι «οι εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν να θέσουν σοβαρούς κινδύνους για τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία».
Μπορεί η Κίνα να πάρει τα σκήπτρα;
Παρά το γεγονός όμως πως η Κίνα δείχνει να διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να πάρει τα σκήπτρα από τις ΗΠΑ ως ο επόμενος παγκόσμιος ηγέτης, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει κάτι τέτοιο με ασφάλεια. Ωστόσο, ούτε η Κίνα ούτε κάποιο άλλο κράτος φαίνεται να έχει το πλήρες “πακέτο” των στοιχείων ώστε να μπορέσει να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον κυρίαρχο παγκόσμιο ηγέτη. Εκτός από την αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική της επιρροή, η Κίνα, όπως και η μερικώς σύμμαχός της Ρωσία, έχει μια αυτοαναφερόμενη κουλτούρα και μη δημοκρατικές πολιτικές δομές.
Εκτός από τα θεμελιώδη στοιχεία της στρατιωτικής και οικονομικής εξουσίας, «κάθε επιτυχημένη αυτοκρατορία», παρατηρεί η ιστορικός Joya Chatterji του Πανεπιστημίου του Cambridge, «έπρεπε να επεξεργαστεί ένα παγκοσμιοποιημένο και περιεκτικό αφήγημα» για να κερδίσει τη στήριξη των υποδεέστερων κρατών του κόσμου και των ηγετών τους. Η επιτυχία μιας αυτοκρατορίας βασίζεται εν μέρει στη “σκληρή δύναμη” των όπλων και των χρημάτων. Απαιτείται όμως και η “μαλακή δύναμη” της πολιτιστικής κυριαρχίας, ώστε να επιτευχθεί μια σταθερή παγκόσμια κυριαρχία.
Η Κίνα, σε αυτόν τον τομέα, δεν έχει τίποτα συγκρίσιμο με τις ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα τελείως διαφορετικό πολιτισμό με ιδιαίτερα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, που δύσκολα θα μπορούσαν να διαδοθούν στη Δύση. Επίσης αν και η Κίνα μπορεί να είναι σε θέση να υποκαταστήσει την οικονομική και στρατιωτική εξουσία της Ουάσινγκτον, η ικανότητά της να αναλάβει την ηγεσία μέσω του δικτύου διεθνών οργανισμών που βασίζονται στο κράτος δικαίου παραμένει αμφισβητήσιμος.
Αν το όραμα του Donald Trump για την παγκόσμια αναταραχή είναι ένα σημάδι του αμερικανικού μέλλοντος, με σταθερά βήματα προς την παρακμή, τότε πράγματι σύντομα η παγκόσμια κονότητα να βρεθεί προ ενός κενού εξουσίας. Εάν το Πεκίνο, προωθώντας δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις για υποδομές, πετύχει την ενοποίηση του εμπορίου και των μεταφορών της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης, τότε ίσως ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και η παγκόσμια ηγεσία θα κατευθυνθεί προς το Πεκίνο, σαν φυσικό επακόλουθο. Αλλά αν αυτή η φιλόδοξη πρωτοβουλία τελικά αποτύχει, τότε για πρώτη φορά εδώ και πολλούς αιώνες ο κόσμος μπορεί να αντιμετωπίσει μια “αυτοκρατορική μετάβαση” χωρίς έναν σαφή διάδοχο ως παγκόσμιο ηγεμόνα. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει ακομη και σε έναν τερματισμό της ίδιας της ιδέας του παγκόσμιου ηγεμόνα.