Γράφει ο Άκης Γαβριηλίδης
Είναι πολλοί και πολλές αυτές που έχουν διαπιστώσει, άλλοτε με ικανοποίηση, άλλοτε με πίκρα, άλλοτε με διάφορους συνδυασμούς συναισθημάτων, ότι στην Ελλάδα «η δεξιά ανέλαβε τη διαχείριση του κράτους και η αριστερά την ηθική υπεροχή και τη ρομαντική αίγλη του ηττημένου»[1].
Για ένα διάστημα δοκιμάστηκε το «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», το οποίο δεν παύει ακόμα να λειτουργεί σε πολλούς, αλλά κανείς δεν μπορεί πλέον να το επικαλεστεί απερίφραστα υπό αυτή τη μορφή, λόγω της φθοράς του από την πολλή έκθεση.
Από το 1975 και μετά, με τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο, δοκιμάζεται ως ιδέα ο «ευρωπαϊσμός», ο οποίος στην αρχή δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά κερδίζει βαθμιαία έδαφος αργότερα. Με αποτέλεσμα να φτάσει στις μέρες μας, σε μια περίοδο που στη διαχείριση της εξουσίας έχει βρεθεί η αριστερά, να επιχειρείται για πρώτη φορά να χρησιμοποιηθεί ως κεντρικό αίτημα σε μία μαζική συγκέντρωση.
Είναι μια αξιοπερίεργη ειρωνεία της ιστορίας ότι η υποτιθέμενη «ευρωπαϊκή ιδέα» φτάνει στο απόγειο της απήχησής της σε μια χώρα τη στιγμή που, παντού αλλού, βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, και ηχεί ολοένα και περισσότερο ως κενός λόγος που επαναλαμβάνεται μόνο και μόνο από τη δύναμη της συνήθειας.
Ωστόσο, η προβαλλόμενη «προσήλωση» όσων διαδήλωσαν χθες στο Σύνταγμα στην «Ευρώπη» δεν είναι μόνο αφελής και ανίδεη για όλους τους προβληματισμούς που έχουν διατυπωθεί σχετικά τηνιδέα –αλλά και με την πρακτική– της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι πάνω απ’ όλαυποκριτική. Και, επίσης, γελοία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτή την υποκρισία και τη γελοιότητα αποτελεί το πλακάτ που απεικονίζεται στην παρακάτω φωτογραφία. Ένα εκ πολλών πανομοιότυπων όσον αφορά το μέγεθος, τον τύπο των υλικών και τη γραμματοσειρά –συχνά και τις νοηματικές ή γλωσσικές αστοχίες.
Ο κύριος λοιπόν που υπερήφανα κραδαίνει το πλακάτ αυτό πάνω στις σκάλες της βουλής και σχηματίζει το σήμα της νίκης, (ποιας νίκης άραγε;), χωρίς καμία ντροπή διαδηλώνει ότι είναι υπέρ της κατάργησης του δικαιώματος του συνδικαλισμού.
Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς μέσα από ποιες λογικές (;) διαστρεβλώσεις είναι δυνατό να προβάλλεται ως «ευρωπαϊσμός» η κατάργηση ενός δικαιώματος γενικά, και ειδικότερα ενός δικαιώματος που θεωρείται αυτονόητα τμήμα του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κεκτημένου.
Η χθεσινή συγκέντρωση στο σύνολό της, και ο λόγος των οργανωτών της, μαρτυρούν μια απολύτως εργαλειακή, «α λα καρτ» επίκληση της «Ευρώπης». Διότι το αίτημά τους δεν είναι να μην φύγει η Ελλάδα από την «Ευρώπη», αλλά να μην φύγει από το Ευρώ. Το πρώτο είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο: δεν είναι στο χέρι κανενός να αποφασίσει ότι από αύριο η Ελλάδα θα ανήκει π.χ. στην Ωκεανία. Ακόμη και αν ήταν, το ενδεχόμενο αυτό δεν ήταν περισσότερο πιθανό χθες απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που έληξε η Πλειστόκαινη περίοδος. Αυτό που ήταν ενδεχόμενο, –ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν κάποιοι, οι οποίοι όμως έχουν εμφανή πολιτική ιδιοτέλεια-, είναι η Ελλάδα να αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα το οποίο χρησιμοποιούν στις συναλλαγές τους ορισμένα μόνο κράτη της Ευρώπης, όχι όλα (ούτε καν όλα τα κράτη της ΕΕ).
Το ιδανικό λοιπόν των ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν χθες ήταν απλώς ένα κομμάτι χρωματιστό χαρτί με κάτι νούμερα απάνω. Δεν ήταν ούτε ο πλουραλισμός, ούτε η ελευθερία του τύπου, του συνέρχεσθαι και του συνετερίζεσθαι, ούτε ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εθνικών ή σεξουαλικών μειονοτήτων –αιτήματα στα οποία οι περισσότεροι είναι κατηγορηματικά αντίθετοι-, ούτε γενικά κανένα δικαίωμα που να αποτελεί μέρος του θεωρούμενου ως ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου.
Από αυτή την άποψη, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η ελληνική δεξιά με τη χθεσινή συγκέντρωση δεν σημείωσε κάποια σημαντική πρόοδο προς την εξεύρεση κάποιας πειστικής ιδέας που να βελτιώνει την ηθική της αίγλη. Βασικό ιδανικό της παραμένουν τα φράγκα.
[1] Βλ. π.χ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Η ‘ρεβάνς’ των ηττημένων», Βήμα 17/10/1999