Σας αρρωστούσε της γιαγιάς τ’ όμορφο κατσικάκι
εις τη γητέστρα επήγαινε στο κοντινό σπιτάκι
Εκείνη στο μαντήλι της λίγο αλάτι βάζει
κι ύστερα από μέσα της, σιγά, γητειά διαβάζει
Και της κατσίκας τη γιαγιά τη διαβεβαιώνει
πως η γητειά πολλές φορές κάθε κακό ζυγώνει
Εγώ εξήντα απ’ τις γητειές το έγραψα και τις ξέρω
και τη γητειά για τον θαρμό εδώ θα αναφέρω:
«Στ’ όνομά σου Θε μου κι Αφέντη μου Χριστέ μου
Κι Άγιε Παντελεήμονα πρώτε γιατρέ του κόσμου
Απού γιατρεύεις τσι πληγές και διασκορπάς τους πόνους
Στσ’ εικοσιτέσσερις του Δεκεμπριού αργά Χριστός γεννάται
Ετούτη η ώρα κι εκείνη μια λογάται
Έβαλεν το δρόμο ομπρός του ο καημός, ο θαρμός τση κακής
μάνας ο γιός. Στο δρόμο τ’ απάντηξενε ο Μιχαήλος Αρχάγγελος.
– Πού πάεις καημέ; Πού πάεις θαρμέ; Πού πάεις καταποντισμέ;
τση κακής μάνας υγιέ;
– Δεν το ‘ρπιζα Μιχαήλη Αρχάγγελε πως θελα μ’ απαντήξεις μα σύντας και μ’ απάντηξες θα σου το μολοΐσω: Εφτά λειβάδια πέρασα κι ούλα τα χόρτα ξέρανα. Εδώ πάω βουνά να ξεπατώσω,
δεντρά να ξεριζώσω τση μάνας το μοναχογιό θα πάω να λαβώσω.
– Γιάειρε καημέ, γιάειρε θαρμέ, γιάειρε καταμποντισμέ,
τση κακής μάνας υγιέ, να πάεις κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι να βρεις αρκούδι και κατσοχοίρι
να κάμεις τυρί κι αθοτύρι να φάεις. Όσοι το ‘δαν εθαμάξαν κι όσοι εφάγαν ετρομάξαν
κι αλάργο από το (… όνομα παθόντος ή αντικειμένου)»
Πέντε γητειές για το θαρμό μπορώ να αναφέρω
Όμως για τη βαριοματέ τέσσερις μόνο ξέρω